Ποιες απαντήσεις πρέπει να δώσει η νέα κυβέρνηση στα ζητήματα του Τραμπ και της Ευρώπης
ρεάζουν ήδη τις εξελίξεις στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Και θα τις επηρεάσουν ακόμη περισσότερο όσο πλησιάζουν οι κάλπες. Στις 24 Σεπτεμβρίου, άλλωστε, οι Γερμανοί αποφασίζουν ουσιαστικά και για το ποια Ευρώπη θέλουν, κι όχι μόνο για το μέλλον της δικής τους χώρας.
Το ζήτημα της Ελλάδας ανεβαίνει ξανά στη γερμανική ατζέντα τις τελευταίες εβδομάδες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τη μονοπωλεί προεκλογικά, όπως το 2013. Παρασκηνιακά, άλλωστε, σε πολιτικό επίπεδο και πέρα από τις συνήθεις επικοινωνιακές κορώνες, το κρίσιμο έτος για το ελληνικό θέμα είναι το 2018 κι όχι το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης – εφόσον, βέβαια, δεν προκύψουν ακραίες και απρόβλεπτες εξελίξεις μέσα στο 2017 στην Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Στη Γερμανία θεωρούν ότι η μεγάλη πίεση για το ελληνικό ζήτημα στο Κοινοβούλιό τους θα υπάρξει εφόσον κριθεί απαραίτητο ένα τέταρτο μνημόνιο. Για το μνημόνιο του 2015, από τη στιγμή που σχεδόν όλες οι πλευρές του ελληνικού Κοινοβουλίου το έχουν ψηφίσει, εκτιμούν ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τα προβλήματα θα ξεπεραστούν. Δίχως, όπως πάντα, ιδιαίτερη διάθεση παραχωρήσεων από γερμανικής πλευράς.
Το 2018, όμως, οπότε ολοκληρώνεται το μνημόνιο, θα είναι έτος – ορόσημο για το τι μέλλει γενέσθαι και αυτό είναι κάτι που ήδη αγχώνει τη γερμανική πολιτική ελίτ, αφού η νέα κυβέρνηση θα το βρει μπροστά της.
Η Γερμανία μπαίνει στην προεκλογική της περίοδο με άλλα άγχη αυτήν τη φορά. Μεγαλύτερα. Παρά ταύτα, ακραίες εκπλήξεις τύπου Τραμπ ή ανάλογης δυναμικής με τη Λεπέν δεν αναμένεται να υπάρξουν στις γερμανικές εκλογές.
Η εκλογή Τραμπ προβληματίζει τη Γερμανία, μαζί με το Brexit, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στην παρούσα φάση. Οι αμερικανικές κάλπες ήταν ένα τεράστιο σοκ και εξελήφθη απ’ όλο το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας ως πραγματική απειλή προκαλώντας από την πρώτη στιγμή έντονη ανησυχία.
Η σταθερότητα ήταν το Νο 1 ζητούμενο για τον μεγάλο συνασπισμό που συγκυβερνά τη Γερμανία την τελευταία τετραετία. Και θα παραμείνει για όποιον κερδίσει τις εκλογές. Οι Γερμανοί δεν έχουν τη δίψα για αλλαγή που βλέπουμε σε άλλες χώρες. Ούτε είναι δυσαρεστημένοι από το ευρώ ή την παγκοσμιοποίηση, αφού αποκομίζουν περισσότερα οφέλη απ’ όλους.
Μετά τις πρώτες μεγάλες περιπέτειες της ευρωκρίσης, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, έστω κι αν δεν έχουν ξεπεραστεί τα προβλήματά τους, δεν θεωρούνται πλέον απειλές για τη σταθερότητα της Γερμανίας και της Ευρώπης. Το Βερολίνο θεωρεί ότι έχει πια τον έλεγχο και μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Ακριβώς επειδή οι αδύναμοι κρίκοι της ευρωζώνης εξαρτώνται από τη Γερμανία.
Ο ακήρυχτος πόλεμος
Η Αμερική, όμως, δεν εξαρτάται από τη Γερμανία. Είναι διαφορετικός ο συσχετισμός δυνάμεων σ’ αυτήν την περίπτωση. Και μπορεί οι ΗΠΑ (με Μ. Βρετανία και Ρωσία) να νίκησαν τους Γερμανούς στον Β’ Παγκόσμιο, αλλά μεταπολεμικά υπήρξαν στενοί σύμμαχοι επί δεκαετίες στον Ψυχρό Πόλεμο, με την Αμερική να είναι ο εγγυητής ασφαλείας της Δυτικής Γερμανίας. Τα γερμανικά ΜΜΕ τον τελευταίο μήνα αναδεικνύουν σταθερά οποιαδήποτε φωνή αντιτίθεται στον Τραμπ – εξακολουθώντας να δείχνουν την «άλλη Αμερική που αντιδρά», ώστε να μη φουντώσει ξανά ο αντιαμερικανισμός στη χώρα. Ο οποίος δαμάστηκε έως έναν βαθμό παρά τα σκάνδαλα κατασκοπείας εις βάρος ακόμα και της Μέρκελ.
Η αμήχανη καγκελάριος γνωρίζει ότι η εκλογή Τραμπ φέρνει τη Γερμανία μπροστά σε ένα πολυδιάστατο παιχνίδι που απαιτεί «παράλληλη» στρατηγική – πολιτικά, οικονομικά, νομισματικά, γεωπολιτικά. Κι αφορά όχι μόνο τη χώρα της, αλλά και τη συνοχή της Ευρώπης. Η Μέρκελ έχει αναθέσει στον Ζίγκμαρ Γκάμπριελ τον ρόλο του «ανιχνευτή» για να βρει σημεία επαφής με τις ΗΠΑ, όμως η ισχύς στις διμερείς σχέσεις γέρνει σαφέστατα προς τον Τραμπ.
Όποιος κι αν εκλεγεί τον Σεπτέμβριο, λοιπόν, θα έχει ουσιαστικά το ίδιο πρόβλημα απέναντι στον Τραμπ. Ο οποίος παραλαμβάνει έτοιμους τρεις φακέλους με «αμαρτήματα» (Siemens, Deutsche Bank, VW) από την εποχή Ομπάμα ως βαριά χαρτιά στον πόλεμο με τη Γερμανία. Κι έχει απέναντί του μια Ευρώπη που κλονίζεται από το Brexit, το μεταναστευτικό και τις παρενέργειες της οικονομικής κρίσης.
Αν, για παράδειγμα, ο Τραμπ, στο πλαίσιο του ακήρυχτου πολέμου με τη Γερμανία και με στόχο να διασπάσει την Ε.Ε., επιβάλει δασμούς 35% στην εισαγωγή γερμανικών αυτοκινήτων, τότε ήδη συζητείται στη γερμανική ελίτ ότι αυτό θα αποτελέσει κατά κάποιον τρόπο casus belli. Ωστόσο, η Γερμανία, που συμμάχησε με τις ΗΠΑ στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, δεν έχει σκεφτεί καν ακόμα τι είδους «αντίποινα» μπορεί να χρησιμοποιήσει. Ουσιαστικά η νέα γερμανική κυβέρνηση θα κληθεί να κάνει μια διπλή υπέρβαση, ανάλογη με αυτήν της επανένωσης.
Όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, η Γερμανία είχε διττή στρατηγική:
Να υπάρξει σύγκλιση της Αν. Γερμανίας με τη Δυτική. Κάτι που συνέβη με πολύ δαπανηρό τρόπο (1 τρισ. ευρώ, συν μεγάλα ευρωπαϊκά κονδύλια) και κατέληξε ουσιαστικά σε αφομοίωση της DDR.
Το οικονομικό βάρος της επανένωσης να μη βυθίσει τη Δυτική Γερμανία, αλλά αντιθέτως να την ανεβάσει οικονομικά, προκειμένου να βρεθεί σε θέση ισχύος στην Ευρώπη η ενωμένη πλέον Γερμανία. Ακριβώς έτσι μπήκε η χώρα στον δρόμο για την ευρωζώνη, ώστε να αποτελέσει τον ισχυρότερο πόλο όλου του οικοδομήματος.
Πολιτικά ευνοημένος από την επανένωση ήταν ο Χέλμουτ Κολ, που το 1988 βρισκόταν στο ναδίρ της δημοτικότητάς του ύστερα από έξι χρόνια στην καγκελαρία και όλοι προέβλεπαν ήττα του, αφού το εκλογικό σώμα παρουσίαζε σημάδια κόπωσης. Παρά ταύτα «αναστήθηκε» μετά την πτώση του Τείχους μένοντας κυρίαρχος έως το 1998. Για να τον διαδεχθούν μετά το σκάνδαλο στο κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών ο Σόιμπλε ως μεταβατικός (1998-2000) και η Μέρκελ. Εκείνη την περίοδο του διπλού στοιχήματος της Γερμανίας το ευρώ και η Ευρωπαϊκή Ένωση βοήθησαν ως εργαλεία για την επίτευξη των στόχων.
Σήμερα η Μέρκελ βρίσκεται σε μια ανάλογη θέση, λίγους μήνες πριν από τις εκλογές. Παραμένει μεν κυρίαρχη στο πολιτικό σύστημα, αλλά διαπιστώνεται κόπωση και γι’ αυτό το χρίσμα των Σοσιαλδημοκρατών στον Σουλτς έχει προκαλέσει ενθουσιασμό και μερική ανατροπή στις δημοσκοπήσεις.
Το νέο ερώτημα
Η Μέρκελ, όμως, ή όποιος επικρατήσει μετά τις εκλογές, θα βρεθεί μπροστά σε μια αντίστοιχη διπλή πρόκληση. Να βρεθεί μια φόρμουλα συνεννόησης και κατευνασμού του Τραμπ και ταυτόχρονα να μη διαλυθεί η ευρωζώνη, η οποία, όμως, δεν κινδυνεύει μόνο από τον νέο Αμερικανό πρόεδρο. Η ευρωζώνη απειλείται από την οικονομική στασιμότητα, το Brexit, την άνοδο των ευρωσκεπτικιστών και ενθολαϊκιστών, την αστάθεια στην Τουρκία (με συνέπειες και στο μεταναστευτικό), την επιθετικότητα του Πούτιν.
Ο σημερινός διττός στόχος της Γερμανίας φαίνεται να υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνάμεις της. Ένα ερώτημα είναι κατά πόσον οι κυβερνώντες θα εξαντλήσουν την πολιτική τους ενέργεια στο πώς θα διαχειριστούν τον Τραμπ. Με αναπόφευκτη συνέπεια να μην μπορούν να διαχειριστούν τις άλλες παράλληλες κρίσεις εντός Ευρώπης.
Η Γερμανία εξ αρχής τάχθηκε υπέρ της παγκοσμιοποίησης. Το αν θα γίνει και φάρος της στον δυτικό κόσμο μετά την απόσυρση της Αμερικής του Τραμπ είναι κάτι που θα φανεί. Η γερμανική πολιτική και επιχειρηματική ελίτ τάχθηκε εξ αρχής υπέρ ενός ισχυρού ευρώ, ενός ελεύθερου κόσμου χωρίς δασμούς, ενός ανταγωνισμού εξαγωγών, αλλά χωρίς φθηνά προϊόντα. Ωστόσο, ακριβώς επειδή οι ΗΠΑ είναι μεγαλύτερο μέγεθος, η Γερμανία δειλιάζει αυτήν τη στιγμή να πει αυτό που θα απαντούσε υπό άλλες συνθήκες: «Λύση είναι η περισσότερη Ευρώπη». Τα προβλήματα του Τραμπ, της ευρωκρίσης, της μεταναστευτικής κρίσης, του Brexit, του Πούτιν τη φοβίζουν.
Στην παρούσα φάση το σλόγκαν «περισσότερη Ευρώπη», εφόσον δεν αποτελούσε κουβέντα του αέρα, θα σήμαινε: περισσότερες παραχωρήσεις από τη Γερμανία. Δηλαδή, να παρεκκλίνει από τον έως τώρα δρόμο της. Να σκεφτεί, για παράδειγμα, ένα ευρωομόλογο κι όχι 19 διαφορετικά ομόλογα. Γιατί να υπάρχει κοινό νόμισμα, αλλά διαφορετικά ομόλογα για κάθε κράτος – μέλος; Και οι ίδιοι, άλλωστε, γνωρίζουν, σε επίπεδο συγκυβέρνησης, ότι αυτή θα έπρεπε να είναι η απάντηση.
Αυτό, όμως, θα αποτελούσε ένα άλμα σε αντίθετη κατεύθυνση από την έως τώρα συνταγή επιτυχίας και κυριαρχίας τους στην ευρωζώνη. Δηλαδή του περιορισμού των ζημιών από την ευρωκρίση, εν συνεχεία των κερδών που αποκομίζουν από την κρίση, της οικονομικής ευημερίας μέσα από το ευρώ και της ενίσχυσης των εξαγωγών. Πώς να πειστεί τώρα ο Γερμανός ψηφοφόρος ότι τελικά το «περισσότερη Ευρώπη» σημαίνει κάτι άλλο;
Κάπως έτσι επανήλθε η συζήτηση για «Ευρώπη δύο ή περισσότερων ταχυτήτων». Ο Σόιμπλε το λέει ευθέως, η Μέρκελ διευκρινίζει ότι «δεν το εννοούσαμε», κάποιοι άλλοι το ψελλίζουν.
Τα δυο κόμματα εξουσίας στη Γερμανία, όμως, ξέρουν ήδη από το 2008 ότι υπάρχει, πρακτικά, η ευρωζώνη των πολλών ταχυτήτων. Και ότι το χάσμα, εν μέσω κρίσης, έχει μεγαλώσει μεταξύ του πυρήνα της Ευρώπης και της υπόλοιπης Ένωσης. Δεν έχουμε σύγκλιση, αλλά απόκλιση. Μάλιστα, και στους τέσσερις κεντρικούς άξονες του ευρω-οικοδομήματος: αγαθά, υπηρεσίες, ανθρώπινο δυναμικό που μεταναστεύει στον Βορρά, όπως συμβαίνει και με τα κεφάλαια.
Αντίπαλοι χωρίς διαφορές
Η διατύπωση περί ευρωζώνης πολλών ταχυτήτων χρησιμοποιείται περισσότερο ως φόβητρο, αλλά και ως παραμύθιασμα προς τους υπόλοιπους, ότι δήθεν «δεν υπάρχει ευρωζώνη πολλών ταχυτήτων έως τώρα». Ακόμα κι όταν Γερμανοί πολιτικοί λένε ότι «πρέπει να κοιτάξουμε να μείνουμε πειθαρχημένοι, να έχουμε μια συνοχή», πάντα εννοούν να μην παρεκκλίνει κάποιος από τον δρόμο που έχουν χαράξει ήδη. Δημοσιονομικά και στην τήρηση των κανόνων. Δεν μιλάνε για κάτι καινούργιο, διαφορετικό.
Στις δημοσκοπήσεις, η Μέρκελ παραμένει ισχυρή, παρά την αποδοχή του πιο επικοινωνιακού Σουλτς. Το βασικό, όμως, εν όψει εκλογών είναι ότι οι Γερμανοί στην πλειονότητά τους είναι ικανοποιημένοι και από το ευρώ και από τα δυο κόμματα εξουσίας. Δημοσκόπηση στις 6 Φεβρουαρίου της Ipsos Global Advisor καταγράφει ότι, ενώ το 80% των Γάλλων και το 50% των Βρετανών θέλουν «έναν ηγέτη που θα αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού», μόλις το 21% των Γερμανών επιθυμούν κάτι τέτοιο. Η Γερμανία, δηλαδή, έχει ήδη ισχυρό ηγέτη.
Στην πολύ πιθανή περίπτωση που η Μέρκελ κερδίσει μια ακόμα θητεία δεν αναμένονται θεαματικές αλλαγές στους βασικούς άξονες της γερμανικής πολιτικής στην Ευρώπη. Ακόμα, όμως, κι αν γίνει η έκπληξη κι επικρατήσει ο σοσιαλδημοκράτης Σουλτς, που με την πιο φιλολαϊκή ρητορική του ψαρεύει ήδη ακροατήριο όχι μόνο από τους Πράσινους, αλλά και από την Αριστερά (Die Linke), στην πραγματικότητα δεν έχει στρατηγική διαφορά από τη Μέρκελ στο θέμα της ευρωπαϊκής προσέγγισης. Στα μάτια, άλλωστε, των Γερμανών ψηφοφόρων το υπάρχον ευρωπαϊκό προφίλ παραμένει πολύ ισχυρό.
Η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), που αυτήν τη φορά θα μπει – όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις – στη Βουλή, στις προηγούμενες εκλογές «έπαιζε» με το θέμα της ευρωκρίσης. Τώρα άλλαξε ατζέντα και αντλεί ψήφους από την ξενοφοβία. Ωστόσο, με το σφράγισμα του «βαλκανικού δρόμου» η γερμανική κοινή γνώμη έπαψε να ανησυχεί τόσο από τα ρεύματα προσφύγων και μεταναστών μέσω Τουρκίας. Το προσφυγικό είναι πάλι υπό έλεγχο στη Γερμανία και το 2017 δεν είναι 2015. Η Μέρκελ έχει προωθήσει τη Γερμανία – φρούριο κι αυτό δεν θέλει να το αλλάξει ο Σουλτς. Κανένας σοσιαλδημοκράτης, άλλωστε, δεν έχει πει ώς τώρα «ανοίξτε τα σύνορα με τα Σκόπια».
Η πορεία της Γερμανίας μετά τις εκλογές θα καθοριστεί είτε από την πολιτική της Μέρκελ – δηλαδή «συνεχίζουμε στο ίδιο μοτίβο», όπως ήταν το σλόγκαν του Κολ – είτε από την πολιτική Σουλτς, δηλαδή την ίδια πολιτική, αλλά με πιο… γλυκά λόγια. Όλοι, άλλωστε, ξέρουν ότι η ακραία AfD δεν πρόκειται να ανατρέψει την πολιτική σκηνή της Γερμανίας. Θα είναι αντιπολίτευση και μάλιστα απομονωμένη. Κάτι που εξυπηρετεί και την ίδια, αφού θα μπορεί ανώδυνα να αυτοπαρουσιάζεται ως αντισυστημικό κόμμα πουλώντας ξενοφοβία και απορροφώντας τη δυσαρέσκεια ενός κομματιού των ψηφοφόρων.
Όσο για τους Φιλελεύθερους του FDP; Είναι ένθερμοι οπαδοί του Grexit και, αν μπουν στη Βουλή, θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια διακυβέρνηση κεντροδεξιού πόλου, μαζί με τους Χριστιανοδημοκράτες, εφόσον κερδίσουν. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο σκληρή στάση της Μέρκελ στο θέμα της Ελλάδας, αφού το FDP αποκλείεται να ψηφίσει τέταρτο μνημόνιο.
Στην περίπτωση που μείνει εκτός Βουλής το FDP και νικήσει η Μέρκελ, τότε το πιθανότερο είναι να οδηγηθεί η Γερμανία εκ νέου σε μεγάλο συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών, οπότε πάλι δεν θα αλλάξουν πολλά – ή σχεδόν τίποτα.
Η Μέρκελ βρίσκεται αντιμέτωπη με φουρτούνες, κυρίως του Τραμπ και του Brexit, αλλά και με την κόπωση των ψηφοφόρων της, όπως συνέβη με τον Κολ το 1988-1989.
Ο Κολ, όμως, πήρε το φιλί της ζωής από την Ένωση Δυτικής – Ανατολικής Γερμανίας (κάτι που έδωσε τη μεγάλη ώθηση για τη δημιουργία του ευρώ) σε έναν κόσμο που άλλαζε ραγδαία για να μπει στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Η Μέρκελ έχει μπροστά της τώρα τον κίνδυνο διάλυσης της Ε.Ε. και του ευρώ, ενώ ο κόσμος αλλάζει ξανά, αυτήν τη φορά με την παγκοσμιοποίηση στο στόχαστρο και τη Γερμανία πάλι στο επίκεντρο. Και το ερώτημα είναι από πού θα πάρει το φιλί της ζωής…
Πηγή:http://www.topontiki.gr