Τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης στην Αττική, που κάθε άλλο παρά ικανοποιητικές είναι, καταγράφει έρευνα της εταιρείας MARC για λογαριασμό της Περιφέρειας Αττικής σε συνεργασία με το Εργατικό Κέντρο Αθήνας.

Τα ευρήματα της έρευνας, που παρουσιάστηκαν χθες από την περιφερειάρχη, Ρένα Δούρου και τον πρόεδρο του ΕΚΑ, Γιώργο Μυλωνά, αποτυπώνουν μια ζοφερή εικόνα που βιώνουν κάτοικοι και εργαζόμενοι στο Λεκανοπέδιο, με μισθούς κάτω από τα 500 ευρώ, καθυστερήσεις στην καταβολή των δεδουλευμένων τους, αδυναμία κάλυψης εκτάκτων αναγκών από τα νοικοκυριά αλλά και δυνατότητας να έχουν ικανοποιητική θέρμανση στα σπίτια τους.

Ποσοστό 57% όσων προσλήφθηκαν τους τελευταίους 12 μήνες εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, επτά στους δέκα μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα δήλωσαν ότι εργάζονται με πλήρες ωράριο, ενώ 30% εργάζονται με μερική απασχόληση (λιγότερες ώρες ή ημέρες), με το ποσοστό αυτό στις γυναίκες και στους νέους (18-34 ετών) να ξεπερνά το 40% (γυναίκες 41,1%, νέοι 41,5%).

Στόχος της έρευνας ήταν η συστηματική συλλογή πρωτογενών πληροφοριών σχετικά με την καταγραφή της υπάρχουσας κατάστασης στους τομείς της εργασίας, των συνθηκών διαβίωσης και της συνδικαλιστικής απήχησης τόσο στον πληθυσμό των εργαζομένων όσο και των ανέργων στην Αττική, ενώ τον εξεταζόμενο πληθυσμό αποτέλεσαν οι μισθωτοί εργαζόμενοι, απασχολούμενοι στον ιδιωτικό και ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς και άνεργοι, 18-65 ετών, στην περιοχή της Αττικής.

Το μέγεθος δείγματος ανήλθε σε 1.501 άτομα, εκ των οποίων 1.001 ήταν εργαζόμενοι και 500 άνεργοι. Η έρευνα διεξήχθη από 22 Νοεμβρίου 2017 έως 15 Δεκεμβρίου 2017.

Ενας στους τρεις δουλεύει σε διαφορετικό τομέα από τις σπουδές του

Από τη δημοσκόπηση προκύπτει ετεροαπασχόληση. Ειδικότερα, ένας στους τρεις εργαζόμενους (32%) αναφέρει πως το αντικείμενο της εργασίας του δεν ανταποκρίνεται στην ειδίκευση ή στο αντικείμενο των σπουδών του. Το δε μέγεθος της ετεροαπασχόλησης εμφανίζει αυξητική τάση ενώ μεγέθη που αφορούν την περιστασιακή απασχόληση, το καθεστώς της μερικής απασχόλησης, την ετεροαπασχόληση, την ανασφάλιστη εργασία και γενικότερα το σύνολο των παραγόντων που συνθέτουν τις ελαστικές μορφές εργασίας, αναφέρονται σε όσους κατά την διάρκεια της έρευνας είχαν εργασία και δεν συνυπολογίζουν όσους την ίδια περίοδο δεν είχαν απασχόληση.

Στην έρευνα δεν έχει υπολογιστεί το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν πως έχει τύχει να υποαπασχοληθούν σποραδικά (έκαναν πού και πού μεροκάματα) κατά τη διάρκεια της ανεργίας τους και συνεπώς τα προαναφερόμενα μεγέθη θα πρέπει να θεωρηθούν σχετικώς υποτιμημένα.

Ενας στους τέσσερις δουλεύει χωρίς πλήρη ασφάλιση

Πλήρη ασφαλιστική κάλυψη δήλωσαν πως έχουν 82,7% των εργαζομένων. Ποσοστό 10,3% ανέφεραν πως είναι μεν ασφαλισμένοι/ες αλλά για λιγότερες ώρες, ενώ 6,1% δήλωσαν πως εργάζονται χωρίς ασφάλιση. Αυτασφάλιση δήλωσαν 0,8%.

Ενας στους τέσσερις εργαζόμενους κάτω των 35 ετών (25,3%) δεν έχει πλήρη ασφάλιση. Ποσοστό 16% αναφέρουν πως έχουν ασφαλιστεί για λιγότερες ώρες και 9,3% εργάζονται ανασφάλιστοι.

Τα κρούσματα της παραβίασης των ασφαλιστικών δικαιωμάτων εμφανίζονται εντονότερα στις μικρότερες επιχειρήσεις και ιδιαίτερα στις προσλήψεις των τελευταίων ετών της κρίσης. Το 1/4 όσων προσλήφθηκαν την τελευταία τριετία στερούνται πλήρους ασφαλιστικής κάλυψης.

Όσοι εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης στερούνται της ασφάλισης που αντιστοιχεί στις ώρες εργασίας τους ή δεν έχουν καμία ασφάλιση σε ποσοστό 38%.

Επίσης, 25% των προσλήψεων τα τελευταία χρόνια δεν έχουν πλήρη ασφάλιση. Σε όλα αυτά δεν υπολογίζονται οι άνεργοι ή οι περιστασιακά εργαζόμενοι.

Μισθός κάτω των 500 ευρώ για έναν στους πέντε

Σύμφωνα με την έρευνα, ο μέσος όρος των καθαρών μηνιαίων αποδοχών ανέρχεται στα 806 ευρώ, ενώ τις χαμηλότερες αποδοχές έχουν οι γυναίκες και οι νέοι. Ένας στους πέντε εργαζόμενους πληρώνεται με μισθό κάτω των 500 ευρώ.

Οι εργαζόμενοι κάτω των 35 ετών πληρώνονται με μισθό κάτω των 500 ευρώ σε ποσοστό 31,5%, ενώ όσοι προσλήφθηκαν τους τελευταίους 12 μήνες δηλώνουν πως έχουν μισθό κάτω των 500 ευρώ σε ποσοστό 42,1% γεγονός που καταδεικνύει τη σαφή και συνεχή τάση μείωσης των αποδοχών.

Ποσοστό 35% των εργαζομένων δήλωσαν πως για τις τυχόν υπερωρίες εκτός του συμφωνημένου ωραρίου, δεν πληρώνονται επιπλέον. Το φαινόμενο των απλήρωτων υπερωριών είναι συχνότερο στις γυναίκες (37% έναντι 33,7% των ανδρών).

Τέσσερις στους δέκα καθυστερούν να πληρωθούν

Μόνον 57% των εργαζομένων δηλώνουν πως λαμβάνουν τον μισθό τους χωρίς καθυστέρηση, ενώ 42,5% των εργαζομένων αναφέρουν προβλήματα στην καταβολή του μισθού τους. Ειδικότερα, 33% δήλωσαν πως λαμβάνουν τον μισθό τους συνήθως με καθυστέρηση και 9,3% πως η καταβολή του μισθού τους καθυστερεί πάντα.

Οι καθυστερήσεις στην καταβολή των δεδουλευμένων παρατηρείται σχετικά περισσότερο στις γυναίκες εργαζόμενες (45,3%) έναντι (39,6%) των ανδρών, ενώ ο συνηθέστερος χρόνος καθυστέρησης είναι ο ένας μήνας.

Τέλος, έξι στους δέκα συμμετέχοντες στην έρευνα δήλωσαν πως παραμένουν σε καθεστώς ανεργίας περισσότερο από δύο χρόνια, ενώ επίδομα ανεργίας λαμβάνει ο ένας στους δέκα άνεργους.
Με ΙΧ μετακινούνται τέσσερις στους δέκα πολίτες

Οι μισοί μετακινούνται με ΜΜΜ

Αναφορικά με τις συγκοινωνίες, ο μισός εξεταζόμενος πληθυσμός δήλωσε ότι μετακινούνται συνήθως με ΜΜΜ, λεωφορεία (26%), μετρό/ηλεκτρικό (20%), τρόλεϊ (1,5%), ταξί (0,5%). Τέσσερις στους δέκα (41,2%) μετακινούνται συνήθως με ΙΧ αυτοκίνητο και 7,2% με δίκυκλο.

Πολύ ή αρκετά ικανοποιημένοι από τα δημόσια μέσα μεταφοράς στην περιοχή τους δηλώνουν 46% του εξεταζόμενου πληθυσμού. Αντίστοιχο είναι και το ποσοστό όσων εκφράζουν χαμηλό βαθμό ικανοποίησης (ελάχιστα ή καθόλου 48,5%). Η υψηλότερη ικανοποίηση για τα ΜΜΜ καταγράφεται μεταξύ των χρηστών του μετρό και του ηλεκτρικού.

Στην ερώτηση «τι θα θέλατε να βελτιωθεί στα μέσα μαζικής μεταφοράς, ώστε να τα προτιμάτε περισσότερο;», κυρίαρχη απάντηση είναι η «συχνότητα των δρομολογίων», η οποία αναφέρεται από τους έξι στους δέκα ερωτώμενους (63,8%). Ακολουθούν με μικρότερα ποσοστά: η χρονική ακρίβεια των προγραμματισμένων δρομολογίων (13,5%), το κόστος του εισιτηρίου (10,4%).

Το 43% δεν μπορεί να έχει ικανοποιητική θέρμανση

Οσον αφορά τις «Συνθήκες διαβίωσης – Αστικές υποδομές», στη δημοσκόπηση ένα στα δύο νοικοκυριά ανέφεραν πως αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην έγκαιρη εξόφληση λογαριασμών ρεύματος, τηλεφώνου, νερού, κοινοχρήστων ή ενοικίου.

Στην κατηγορία των ανέργων το ποσοστό των οικονομικών δυσκολιών με συνέπεια να μην μπορούν να πληρώσουν έγκαιρα λογαριασμούς ανέρχεται σε 60% έναντι 44% των εργαζομένων.

Ποσοστό 43% δήλωσαν πως δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να εξασφαλίσουν ικανοποιητική θέρμανση στο σπίτι τους. Αδυναμία εξασφάλισης ικανοποιητικής θέρμανσης ανέφεραν 60% των ανέργων και το 34% των εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα.

Χωρίς διασκέδαση και διακοπές

Ποσοστό 52,1% ανέφεραν ότι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αντιμετωπίσουν ένα έκτακτο έξοδο της τάξης των 500 ευρώ, ενώ ένας στους δύο (49,5%) δήλωσαν πως δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να πάνε διακοπές, ως οικογένεια, έστω και μία εβδομάδα τον χρόνο και 57% πως δεν έχουν τη δυνατότητα να πηγαίνουν σε θέατρο, κινηματογράφο, συναυλίες ή να αγοράζουν βιβλία στη συχνότητα που θα επιθυμούσαν.

Μείζον ζήτημα η εγκληματικότητα

Στην ενότητα αυτή εξετάστηκαν δέκα παράμετροι που σχετίζονται με τις συνθήκες και την ποιότητα ζωής και ζητήθηκε από τους ερωτώμενους να τις αξιολογήσουν με βάση μία πενταβάθμια κλίμακα (καλές, μάλλον καλές, μέτριες, μάλλον κακές, κακές).

Η σχετικά υψηλότερη ικανοποίηση καταγράφεται στους τομείς «Σχολεία/παιδικοί σταθμοί» και «Αγορά/εμπορικά καταστήματα», ενώ ο χαμηλότερος βαθμός ικανοποίησης αφορά την «Αίσθηση της ασφάλειας των κατοίκων» και την παράμετρο «Χώροι στάθμευσης».

Ποσοστό 50% δηλώνουν ικανοποίηση από τις περιβαλλοντικές συνθήκες της περιοχής τους. Το χαμηλότερο ποσοστό ικανοποίησης καταγράφεται στον Πειραιά (32%) και στον Κεντρικό Τομέα Αθηνών(40%).

Ποσοστό 45% δηλώνουν ικανοποιημένοι από τις υπηρεσίες Υγείας στην περιοχή τους. Η χαμηλότερη ικανοποίηση από τις Υπηρεσίες Υγείας καταγράφεται στον Πειραιά (30%), στον Δυτικό Τομέα της Αττικής (31%) και στην Ανατολική Αττική (34%).

Το θέμα της εγκληματικότητας, τέλος αναφέρεται περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ως το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν στην περιοχή που διαμένουν τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι άνεργοι, ιδιαίτερα στον κεντρικό Τομέα και τις περιοχές του Πειραιά.

ΠΗΓΗ