Η ποσοτική θεωρία του χρήματος επιχειρεί να διατυπώσει σχέσεις μεταξύ της νομισματικής κυκλοφορίας και του επιπέδου τιμών, προσπαθώντας να προβλέψει πώς η μεταβολή στην πρώτη παράμετρο διαφοροποιεί την δεύτερη. Πρώτο έναυσμα για μια τέτοια συζήτηση αποτέλεσαν οι πρακτικές ανησυχίες των Άγγλων μερκαντιλιστών του 16ου και 17ου αιώνα, οι οποίοι επείγοντο να προσδιορίσουν τις πολιτικές που θα επέτρεπαν στην Αγγλία να αποκτήσει και να διατηρήσει το προβάδισμα στο εμπορικό της πλεόνασμα.Σήμερα, η «κοινή» λογική που έχει επικρατήσει μας λέει ότι αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος οδηγεί σε αύξηση του επιπέδου τιμών και απώλεια της αξίας του εν λόγω νομίσματος.
Το πολιτικό συνεπακόλουθο είναι ότι τα κράτη δεν πρέπει να εκδίδουν χρήμα κατά το δοκούν και βάσει των αναγκών τους, αφήνοντας την εν λόγω λειτουργία στις τράπεζες, οι οποίες υποτίθεται λειτουργούν πιο υπεύθυνα.Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η αποτυχία του QE (ποσοτική χαλάρωση) να αυξήσει έστω και μισή μονάδα τον πληθωρισμό. Παρακάτω θα περιγράψω μια παλιότερη περίπτωση, εκείνη του ελληνικού υπερπληθωρισμού κατά την διάρκεια της γερμανικής Κατοχής.Κατ’ αρχάς, να ξεκινήσω αναφέροντας ότι στρατηγική της γερμανικής διοίκησης ήταν η χρήση των ελληνικών φυσικών πόρων (τρόφιμα, ορυκτά, ξυλεία, κλπ) για την τροφοδοσία της στρατιάς της Β. Αφρικής, όπου ο Ρόμμελ έδινε μάχη με τους Συμμάχους για πρόσβαση στα μεσανατολικά πετρέλαια και έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ.Μεταξύ των τακτικών που χρησιμοποιήθηκαν για την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής ήταν η νομισματική λεηλασία. Όπως προκύπτει λοιπόν από εξέταση των στατιστικών δεδομένων της περιόδου,[1] η κατοχική εμπειρία εν γένει και η νομισματική λεηλασία ακόμη περισσότερο, κλόνισαν την αξία της δραχμής και ανάγκασαν τους Γερμανούς να επιταχύνουν την εκτύπωση χαρτονομισμάτων για να καλύψουν αυτήν την απώλεια.

Τον Απρίλιο του 41, την προηγουμένη της γερμανικής εισβολής, παρότι το επίπεδο κυκλοφορίας κινείτο με σαφείς αυξητικές τάσεις λόγω της πολεμικής προσπάθειας, η ισοτιμία της χρυσής λίρας (1.063 δρχ)και ο δείκτης τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ = 116) ήταν αξιοσημείωτα σταθερά και αυξάνονταν λιγότερο από την κυκλοφορία (ο πληθωρισμός ήταν στο 8,41% σε σχέση με τον προηγούμενο Απρίλιο).
Την επαύριο όμως της εισβολής, η χρυσή λίρα καταγράφει ένα απότομο άλμα (4.930 δρχ τον Μάιο), ενώ ο δείκτης τιμών παίρνει μια ισχυρά αυξητική τάση για να φτάσει το 1.009 τον Νοέμβριο (πληθωρισμός 755% σε σχέση με τον προηγούμενο Νοέμβριο). Η κυκλοφορία την ίδια στιγμή είχε μόνον διπλασιασθεί.
Είναι σαφές ότι σε καμία περίπτωση η αύξηση της κυκλοφορίας δεν εξηγεί αυτές τις παρατηρήσεις. Δεν απομένει λοιπόν άλλο αίτιο από την γερμανική εισβολή. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι οι Έλληνες, με την προοπτική μιας ξένης κατοχής αρχίζουν να αποθησαυρίζουν αγαθά.
Τρόφιμα αποσύρονται από την αγορά υπό τον φόβο ελλείψεων, και χρυσός ο οποίος θεωρείται σταθερή αξία, αρχίζει να απαιτείται σε πληρωμές. Με την αγορά να στεγνώνει από εμπορεύματα και με τον χρυσό να παρεισφρέει στις συναλλαγές, η ζήτηση για την δραχμή καταρρέει και η αξία της κατακρημνίζεται. Η «φυγή προ της δραχμής» ξεκινά.

 

Η κατοχική εμπειρία αυτή καθαυτή χειροτερεύει τα πράγματα. Τα ελληνικά εμπορεύματα ουσιαστικά επιτάσσονται με την τεχνική του κλήρινγκ μέσω της γερμανικής Degriges και της ιταλικής Sagic και οι ελληνικές «εξαγωγές» – αν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τέτοιες – δεν συνεισφέρουν καθόλου στο εμπορικό ισοζύγιο. Τα εμπορικά ελλείμματα δίνουν την χαριστική βολή στην δραχμή, η οποία δεν βρίσκει πλέον ζήτηση ούτε στις χρηματαγορές για την αγορά ελληνικών εξαγωγικών προϊόντων.
Πώς υλοποιήθηκε η νομισματική λεηλασία με την δραχμή να καταρρέει;
Ήταν σημαντικό για την επιτυχία του εγχειρήματος, οι επιτάξεις των ελληνικών εμπορευμάτων—διότι περί επιτάξεων επρόκειτο—να γίνονται ομαλά, με τους παραγωγούς και τους εμπόρους να θεωρούν ότι πρόκειται περί συνήθους εμπορίου. Στο πρώτο διάστημα (Απρίλιος-Ιούλιος 1941) οι κατοχικές δυνάμεις χρησιμοποιούσαν δικά τους πιστωτικά γραμμάτια για τις πληρωμές τους, τα οποία οι έμποροι εν συνεχεία αντάλλασσαν έναντι φρέσκων δραχμών στην ΤτΕ.
Από τον Αύγουστο του 41, οι δυνάμεις κατοχής συμφώνησαν να χρησιμοποιούν απευθείας την δραχμή για τον σκοπό αυτό. Κατέληξαν δε να «παραγγέλνουν» δραχμές από την ΤτΕ, και όταν η προμήθεια εξαντλήθηκε, να επιστρατεύσουν ιδιωτικά τυπογραφεία (Παπαχρυσάνθου, Ασπιώτη-ΕΛΚΑ, Καρύδη, Πεχλιβανίδη).
Καθώς λοιπόν η δραχμή συνέχιζε να χάνει την αξία της και οι τιμές να ανεβαίνουν, οι Γερμανοί χρειάζονταν ολοένα και περισσότερες δραχμές για να υλοποιούν το «εμπόριο» τους. Προέβαιναν δε σε ολοένα μεγαλύτερες αναλήψεις από την ΤτΕ, αυξάνοντας την νομισματική κυκλοφορία. Όπως μαρτυρεί και ο Χρηστίδης: «οι αναλήψεις αυξαίνουν από μήνα σε μήνα, όσο αυξάνονται όλα τα είδη, που άλλωστε υψώνονται γοργότερα» (Χρηστίδης 1971, 306, έμφαση δική μου).
Δηλαδή η αύξηση της κυκλοφορίας ήταν αποτέλεσμα και όχι αίτιο της ανόδου των τιμών. ΤονΧρηστίδη επιβεβαιώνουν και τα στατιστικά στοιχεία, που δείχνουν τις αυξήσεις στην ισοτιμία της χρυσής λίρας και στον δείκτη τιμών καταναλωτή να προπορεύονται της αύξησης της κυκλοφορίας.
Την άποψη αυτή επιβεβαιώνουν και οι προσπάθειες του Hermann Neubacher, ειδικού οικονομικού πληρεξουσίου του Ράιχ, να στηρίξει την δραχμή στο χρηματιστήριο Αθηνών, προβαίνοντας σε πωλήσεις χρυσού (περίπου 1,3 εκ. χρυσές λίρες μετά τον Νοέμβριο του ’43).
Η τακτική αυτή προδίδει την σημασία που απέδιδαν οι κατοχικές αρχές στην αγοραστική δύναμη της δραχμής, όχι βεβαίως από ενδιαφέρον για την ελληνική οικονομία, αλλά διότι τους ενδιέφερε να κρατήσουν την αγελάδα ζωντανή λίγο ακόμα όσο την χρειάζονταν για να την αρμέγουν.
Πέρα από την επίδραση του ισοζυγίου πληρωμών στην ζήτηση ενός νομίσματος, η ποσοτική θεωρίααδυνατεί να λάβει υπόψη και τις ψυχολογικές παραμέτρους του προβλήματος που επηρέαζαν την σχετική ζήτηση δραχμής, χρυσής λίρας και εμπορευμάτων. Η τάση φυγής προ της δραχμής αναστρεφόταν με θετικά νέα από το πολεμικό μέτωπο, όπως φαίνεται και στην μείωση της τιμής της χρυσής λίρας μεταξύ Νοεμβρίου 1942 και Φεβρουαρίου 1943, με τις συμμαχικές επιτυχίες στην Αφρική.
Με την συμμαχική νίκη π.χ. στο Ελ Αλαμέιν η λίρα έπεσε από τις 480.000 στις 370.000 δρχ (Χρηστίδης 1971, 311). Όσο οι μαυραγορίτες οσμίζονταν τον κίνδυνο επιστροφής σε μια στοιχειώδη νομισματική ομαλότητα και υλική επάρκεια, η χρυσή λίρα έπαυε να είναι τόσο ελκυστική «επένδυση». Όταν στις 28/11/1942 το BBC έστειλε κωδικοποιημένο μήνυμα σχετικά με άφιξη στο Σούνιο «έπιασε την αγορά πανικός προς τα κάτω».
Η λίρα έπεσε από τις 155.000 στις 130.000 δρχ, ενώ έπεσαν και οι τιμές των τροφίμων. Χιουμοριστικές αφίσες και συνθήματα εμφανίσθηκαν την επομένη στους δρόμους του Πειραιά: «Τηλεγράφημα—Στρατηγόν Αλεξάντερ—Παρακαλούμεν αργοπορήσατε προέλασίν σας—Καταστρεφόμεθα! Υπογρ. Μαυραγορίται Πειραιώς». Επίσης: «Βάστα Ρόμμελ και χαθήκαμε» (Χρηστίδης 1971, 322–323). Και όλα αυτά με την κυκλοφορία να συνεχίζει να αυξάνει εκθετικά.
Συμπερασματικά, την δραχμή δεν την κατέστρεψε κάποια αλόγιστα επεκτατική νομισματική πολιτική που υλοποίησε η εθνική κυβέρνηση υπερεκδίδοντας χρήμα. Την δραχμή κατέστρεψε μια ξένη δύναμη κατοχής, που στόχευε στην απομύζηση κάθε στοιχείου ενεργητικού από την ελληνική οικονομία για να στηρίξει την πολεμική της προσπάθεια.
Η συνεπαγόμενη κατάρρευση του εμπορικού ισοζυγίου, σε συνδυασμό με την ψυχολογία του ελληνικού κοινού, καταβαράθρωσαν την ζήτηση δραχμών, και εκτόξευσαν την ζήτηση αγαθών. Η αξία της δραχμής εκμηδενίσθηκε.
Τα πιεστήρια απλώς ακολούθησαν.
Η Ελλάδα σήμερα 80 χρόνια μετά έχει κάθε δικαίωμα να διεκδικήσει και να απαιτήσει από την Γερμανική κυβέρνηση πέραν των κατοχικών δανείων και των αποζημιώσεων το μεγαλύτερο ίσως έγκλημα που δεν είναι άλλο από την παραβίαση κάθε έννοιας λειτουργίας της Κεντρικής τράπεζας.
Αντί αυτού σήμερα η Ελλάδα για ακόμη μια φορά γίνεται το διεθνές πειραματόζωο των τραπεζιτών σε συνεργασία με την Γερμανική καγκελαρία..Η Ιστορία επαναλαμβάνεται ποιος θα μας σώσει;;