Ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης διέβαινε τὸν Προῦθο, στὶς 22 Φεβρουρίου τοῦ 1821 δίδοντας τὸ σύνθημα τῆς ἐπαναστάσεως, (μὲ ἡμερομηνία τῆς προκηρύξεως 24 Φεβρουαρίου), ἐλπίζοντας ἴσως, δίχως ὅμως σοβαρὲς διαβεβαιώσεις, ἀνέμενε δύο πράγματα:
- Τὴν ἐνίσχυσιν τῶν ἐπιχειρήσεων ἀπὸ τὰ ῥωσσικὰ στρατεύματα καὶ
- τὴν βοήθεια τῆς ἐπισήμου ἐκκλησίας.
Τὸ πρῶτο ἀπεῤῥίφθη ἀμέσως, ἐφ’ ὅσον οἱ ἀπὸ κοινοῦ ἀποφάσεις τῶν μεγάλων δυνάμεων τῆς ἐποχῆς, ἐπισήμως, δὲν ὑπεστήριζαν ἐπαναστατικὰ κινήματα…
Τὸ δεύτερον ὅμως ἦταν σκληρότερο, διότι ἄν καὶ πράγματι τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῆς ἐκκλησίας εἶχε συνεταχθῆ μὲ τὴν ἐπανάστασιν, ἐν τούτοις, τὸ Φανάρι καὶ πολὺ περισσότερο ὁ πατριάρχης, θὰ ὑπέγραφε τὴν θανατική του καταδίκη ἐὰν τὴν εὐλογοῦσε ἐπισήμως. Αὐτὴ ἡ σοβαρὴ λεπτομέρεια ἤ διέφυγε τοῦ Ὑψηλάντου ἤ ἤλπιζε πὼς στὸ μεταξὺ ὁ πατριάρχης θὰ πεισθῇ νὰ εὐλογήσῃ τὰ ὅπλα.
Ὁ ἀφορισμὸς ἔφθασε, ἐπισήμως, στὶς 3 Μαρτίου τοῦ 1821, ποὺ μαζὺ μὲ τὴν ἀνακοίνωσιν τοῦ τσάρου, κατεδίκαζαν τὸν Ὑψηλάντη καὶ τὸ κίνημα τῆς Μολδοβλαχίας σὲ βέβαιον θάνατον.
Σημείωσις
Ὁ πατριάρχης, κατὰ κάποιες ἀναφορές, ἐφέρετο ὡς μέλος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας καὶ παρὰ τὶς ὀχλήσεις τῶν λοιπῶν μελῶν τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, ἀπεφάσισε νὰ παραμείνῃ στὴν Κωνσταντινούπολιν.
Ἴσως ἐλπίζοντας νὰ ἀποῤῤοφήσῃ τὸ μένος τοῦ σουλτάνου…
Τελικῶς δὲν ἀπέφυγε αὐτὰ ποὺ φοβόταν.
Καὶ οἱ σφαγὲς ποὺ ἐξαπέλυσαν οἱ Τοῦρκοι ἦσαν πρωτοφανεῖς, ἰδίως σὲ περιοχὲς κοντὰ στὴν Κωνσταντινούπολιν, ἀλλὰ καὶ σὲ νησιά, ἀφ΄ ἑνός, μὰ καὶ ἀφ΄ ἑτέρου ὁ ἴδιος ὁ πατριάρχης, μὲ φρικτὸ τρόπο, ἐθανατώθη.
Στὶς 10 Ἀπριλίου τοῦ 1821, ὁ ἔξαλλος ὄχλος τὸν ἐκρέμασε, κατ’ ἐντολὴν τοῦ σουλτάνου.
Δὲν τελείωσαν ὅμως ἐκεῖ τὰ βάσανά του. Ἄν καὶ νεκρός, παρέμεινε ἐπὶ τριημέρου κρεμασμένος.
Τὸ ἄψυχο σῶμα του τὸ ἐγηγόρασαν τρεῖς ἑβραῖοι καὶ ἀφ’ οὗ πρῶτα τὸ ἔσυραν καὶ τὸ γελοιοποίησαν, μετὰ μὲ μία πέτρα τὸ ἐβύθισαν στὸν Κεράτειο κόλπο.