Στην δεύτερη Κυριακή των Νηστειών η Εκκλησία έχει θεσπίσει να προβάλλει την προσωπικότητα του μεγάλου θεολόγου και πατρός, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης αγίου Γρηγορίου Παλάμα (1297-1359). Αν και η μνήμη του συμπίπτει την 14ηΝοεμβρίου, η Σύνοδος του 1368, η οποία διεκήρυξε την αγιότητά του όρισε εκτός της μνήμης του να εορτάζεται και κατά την δεύτερη Κυριακή των Νηστειών προκειμένου να υπογραμμίσει την επικαιρότητα των αγώνων του για την Ορθοδοξία και έτσι να δείξει ότι ο αγώνας αυτός δεν γνωρίζει ποτέ διακοπή.
Η οικογένεια του Γρηγορίου, Κωνσταντίνος και Καλλονή, προερχομένη απὸ τις ανατολικὲς επαρχίες, εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη την εποχὴ που η Μικρὰ Ασία κατακλύζονταν απὸ τις εισβολές των Οσμανιδών Τούρκων. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος ήταν συγκλητικὸς και μέλος της αυτοκρατορικής αυλής. Ο Γρηγόριος γεννήθηκε στην πρωτεύουσα το 1297 και μόλις επταετής έχασε τον πατέρα του και έμεινε ορφανὸς· ισχυρὸς προστάτης του τότε αναδείχθηκε ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β´. Στο πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως, που διευθύνονταν τότε απὸ τον διαπρεπή θεολόγο και φιλόσοφο Θεόδωρο Μετοχίτη, ακολούθησε σπουδὲς με ιδιαίτερη έμφαση στην φιλοσοφία. Όταν ήταν δεκαε-πταετής, του ανατέθηκε να μιλήσει στα ανάκτορα ενώπιον του αυτοκράτορος Ανδρονίκου Β´ και πολλών επισήμων και σοφών ανδρών περὶ της λογικής του Αριστοτέλους, διαπραγματεύθηκε τότε το θέμα με τόση επιτυχία, ώστε ο Θεόδωρος Μετοχίτης είπε προς τον βασιλέα, «και ο ίδιος ο Αριστοτέλης, αν ζούσε κι ήταν παρὼν θα τον επαινούσε».
Σ᾿ αυτὴ πιθανώς την ηλικία εγκατέλειψε τις επιστημονικὲς σπουδές, για να επιδοθεί στην μελέτη της θεολογικής γραμματείας και την άσκηση, προς μεγάλη απογοήτευση του αυτοκράτορος, ο οποίος τον προώριζε για υψηλὰ αξιώματα. Οδηγός του έγινε πλέον ο επίσκοπος Φιλαδελφείας Θεόληπτος, ο οποίος και τον εισήγαγε στην νοερὰ προσευχή. Εικοσαετὴς αποσύρθηκε στη μόνωση, έπεισε δε και την οικογένειά του να κάμει το ίδιο· την μητέρα του Καλλονή, τους δύο αδελφούς και τις δύο αδελφές του. Μαζὶ με τους δύο αδελφούς του διέμεινε αρχικὰ για λίγο καιρὸ στο όρος Παπίκιο, στα σύνορα Θράκης και Μακεδονίας κι έπειτα μόνασε σε διαφόρους τόπους του Άθωνος· ως ερημίτης πλησίον του Βατοπεδίου, έπειτα στο κοινόβιο της Μεγίστης Λαύρας κι αργότερα πάλι ως ερημίτης. Αναγκασμένος να εγκαταλείψει το Όρος μαζὶ με άλλους ερημίτες, το 1325 λόγω των επιδρομών των Τούρκων, δεν προχώρησε πιο πέρα απὸ την Θεσσαλονίκη.
Τo επόμενο έτος, 1326, ο Γρηγόριος, που είχε ήδη χειροτονηθεί ιερεὺς στην Θεσσαλονίκη, ανεχώρησε μαζὶ με δέκα μοναχοὺς γιὰ τὴν Βέροια, όπου παρέμεινε επὶ μία πενταετία, εφαρμόζοντας αυστηρὴ μόνωση, ασχολούμενος με την αδιάλειπτη προσευχὴ και τη μελέτη. Πέντε έτη μετὰ την εγκατάστασή του στην Σκήτη της Βεροίας, λόγω της καθόδου των Σέρβων αναγκάσθηκε να φύγει απὸ εκεί και να επιστρέψει στον Άθωνα, τὸ 1331. Εγκαταστάθηκε αρχικά στο κελλὶ του αγίου Σάββα, κοντά στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας, όπου έμεινε έως ότου του ανατέθηκε απὸ την Κοινότητα του Αγίου Όρους η ηγουμενία της Μονής Εσφιγμένου, που αυτὴ την εποχὴ είχε 200 μοναχούς. Αφού έμεινε στή μονὴ αυτὴ μόνο ένα έτος (1333-1334) επέστρεψε πάλι στο ησυχαστήριό του.
Σ᾿ αυτὸ το ησυχαστήριο ενώ βρισκόταν, προσκλήθηκε σε μία ευρύτερη διαμάχη, η οποία είναι γνωστή ως «Ησυχαστική έριδα» και κράτησε 25 χρόνια (1335-1360). Το 1335 με τους δύο αποδεικτικούς λόγους του «Περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ήλθε σε αντιπα-ράθεση με τον Βαρλαάμ από την Καλαβρία, ο οποίος δίδασκε πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό, κι ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να ενωθεί μαζί Του. Κατά τα λεγόμενα του Βαρλαάμ, που ήταν απήχηση του δυτικού σχολαστικισμού, ο Θεός είναι «κλειστός στον εαυτό του» και δεν μπορεί να ενωθεί με τους ανθρώπους.
Επομένως, οι «ησυχαστές», οι μοναχοί δηλαδή εκείνοι που έλεγαν ότι μπορεί ο άνθρωπος, αν έχει καθαρή καρδιά και αν συγκεντρωθεί στην «καρδιακή προσευχή» (το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με»), να ενωθεί με το Θεό και να φωτισθεί και να δει το Άκτιστο φως, ασχέτως της μόρφωσής του, δεν ήταν Ορθόδοξοι αλλά «μεσσαλιανιστές» και «ομφαλόψυχοι». Μετά από αυτές τις τοποθετήσεις του Βαρλαάμ, ο Παλαμάς εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη από όπου και άρχισε τον αγώνα «Ὑπέρ τῶν Ἱερώς ἡσυχαζόντων», δηλ. αυτών που ασκούσαν τον ησυχασμό, συγγράφοντας μάλιστα και τους ομώνυμους λόγους του.
Στην πραγματικότητα, ο Βαρλαάμ προσπαθούσε να διαστρεβλώσει βασικές πτυχές της Ορθόδοξης Θεολογίας, όπως η διδασκαλία της Εκκλησίας περί εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος, περί της γνώσεως του Θεού και περί της θέας του θείου Φωτός.
Το ζητούμενο της πάλης αυτής ήταν κυρίως το μεθεκτό ή αμέθεκτο της θείας ουσίας. Ο Γρηγόριος, οπλισμένος με μεγάλη πολυμάθεια και ισχυρή κριτική για θέματα αγίων Γραφών, διέκρινε μεταξύ θείας ουσίας αμεθέκτου και θείας ενεργείας μεθεκτής. Βασικὸ στοιχείο της συμμετοχής στην εμπειρία των Θείων είναι η θέα του Θείου φωτός, μίας απὸ τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Το φως αυτὸ είναι αΐδιο.
Το φως που είδαν οι μαθητές στο Θαβώρ είναι το ίδιο φως που μπορεί να βλέπουν κι οι καθαροὶ ησυχαστές και οφείλεται στην ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού. Την διδασκαλία αυτή την στήριξε στο πνεύμα των Πατέρων και η Εκκλησία επικύρωσε την ερμηνεία του με τέσσερις Συνόδους, με κορύφαία αυτή του 1351.
Το 1347 εξελέγη από την Σύνοδο ο Γρηγόριος ως μητροπολίτης Θεσσαλονίκης· λόγω όμως των τότε ζητημάτων, αποχώρησε πρόσκαιρα στη Λήμνο, και αργότερα ανέλαβε εκ νέου τα καθήκοντα του. Εργάσθηκε δραστήρια στην Θεσσαλονίκη σε μια πολύ ταραγμένη εποχή. Το συγγραφικό έργο είναι πλουσιότατο, 60 έργα, και αποτελεί σταθμό για την θεολογία και την εκκλησιαστική εμπειρία.
Απεδήμησε εις Κύριον στις 14 Νοεμβρίου 1359, σε ηλικία 63 ετών και τιμήθηκε αμέσως ως Άγιος. Το λείψανό του κατατέθηκε στον ναὸ της Αγίας Σοφίας που ήταν τότε ο καθεδρικὸς ναὸς της Θεσαλονίκης, και σήμερα φυλάσσεται στον ομώνυμο Μητροπολιτικό ναό της πόλεως. Ο πατριάρχης Φιλόθεος, έγραψε το 1364 εγκωμιαστικό λόγο στο άγιο Γρηγόριο Παλαμά, μαζί και ακολουθία και όρισε την τιμή της μνήμης του την Β´ Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής.
Η προσφορά του αγίου Γρηγορίου Παλαμά ήταν τεράστια για την εποχή του, αλλά και την δική μας, διότι με το θεολογικό του έργο καθόριζε με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο επιτελείται η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό. Αποσαφηνισε ότι η θεοπτία και η επακόλουθη ένωση με το Θείο είναι πρωταρχικός στόχος για κάθε Χριστιανό και συνάμα κατορθωτή, για την επίτευξη των οποίων χρειάζεται συστηματική προεργασία που περιλαμβάνει το βάπτισμα, την ασκητική ζωή, την ειλικρινή μετάνοια και την συμμετοχή στα Ιερά Μυστήρια, ώστε να καθάρουμε τους εαυτούς μας. Αυτή η διδαχή αποτέλεσε τη βάση των Αγιορειτών Ησυχαστών. Αργότερα, τον 19ο αιώνα, οι κύριοι εκπρόσωποι των Ησυχαστών στην Ορθόδοξη Θεολογία ήταν ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Αθανάσιος Πάριος. Αυτή η παράδοση είναι που μέχρι σήμερα βιώνει η Εκκλησία.
Απολυτίκιον (ήχος πλ. δ’.)
Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε,
τῶν Μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος,
Γρηγόριε θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα,
κῆρυξ τῆς χάριτος,
ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Έτερον Απολυτίκιον (ήχος πλ. α’.)
Τὸ πολύφωνον στόμα τῆς θείας χάριτος,
τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων τὴν ἀληθῆ θησαυρόν,
ἀνυμνοῦμέν σε πιστῶς Πάτερ Γρηγόριε·
τῆς Ἐκκλησίας γὰρ φωστήρ, ἀνεδείχθης φαεινός, καὶ κλέος Θεσσαλονίκης·
ἥτις ἐν σοὶ καυχωμένη, λαμπρῶς γεραίρει τοὺς ἀγῶνάς σου.
Ποιοι είναι οι άπιστοι κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά; Ο Άγιος Γρηγόριος λέει ότι υπάρχουν τρία είδη απιστίας και αθεΐας. Είναι εντυπωσιακή αυτή η θέσις του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και μας βοηθά και εμείς να κανονίζουμε τη θέση μας απέναντι αυτών των απίστων και των αθέων.
Λέει λοιπόν ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ότι υπάρχουν τρία είδη αθεΐας και απιστίας.
Το ένα είδος είναι η κλασσική αθεΐα και απιστία, αυτοί οι οποίοι δεν πιστεύουν ότι υπάρχει Θεός.
Το δεύτερο είδος αθεΐας και απιστίας είναι η διαστροφή της εννοίας του Θεού, από τις αιρέσεις και από τις θρησκείες. Όταν κανένας διαστρέφει την έννοια, δεν πιστεύει στον έναν αληθινό Θεό και πιστεύει στα είδωλα, ή πιστεύει στο Μωάμεθ ή πιστεύει στο Βούδα ή πιστεύει εδώ-εκεί, αυτό είναι το δεύτερο είδος αθεΐας. Ας νομίζουν πως πιστεύουν στο Θεό και ότι είναι θρησκείες, άθεοι είναι και άπιστοι. Το δεύτερο λοιπόν είδος αθεΐας είναι οι αιρέσεις και οι άλλες θρησκείες και τα είδωλα.
Κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά υπάρχει και ένα τρίτο είδος αθεΐας το οποίο εκπλήσσει όταν το ακούσει κανείς αλλά το οποίο όμως είναι πολύ σωστό και έχει δίκιο ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς διότι αυτοί που ανήκουν σε αυτό το είδος της αθεΐας βοηθούν ώστε τα άλλα δύο προηγούμενα είδη αθεΐας να αυξάνουν και να μεγαλώνουν.
Ποιο είναι το τρίτο είδος αθεΐας; Στο τρίτο είδος αθεΐας ανήκουν εκείνοι οι οποίοι σιωπούν, οι οποίοι δεν μιλούν, οι οποίοι δεν πολεμούν τα άλλα είδη αθεΐας. Έχει γεμίσει ο κόσμος από αθέους και απίστους, έχουμε και στη χώρα μας αθέους και απίστους, έχουμε και στη χώρα μας αιρετικούς. Δεν μιλούν, και αυτοί κάνουν τη δουλειά τους. Προχωρούν οι αιρέσεις, προχωρούν οι θρησκείες, προχωράει το ισλάμ. Στο τρίτο είδος αθεΐας λοιπόν είναι αυτοί οι οποίοι σιωπούν και δεν πολεμούν τα άλλα είδη αθείας, τους πραγματικά αθέους και απίστους και εκείνους οι οποίοι διαστρέφουν την έννοια του Θεού -τις αιρέσεις και τις θρησκείες και την ειδωλολατρία.