Η πρόσφατη ένταση στις σχέσεις μεταξύ Πολωνίας και Ισραήλεξαιτίας ενός νομοσχεδίου που ψήφισε η Γερουσία της Πολωνίας, το οποίο καθιστά παράνομο να κατηγορεί κανείς τους Πολωνούς για συνενοχή στο Ολοκαύτωμα και απαγορεύει τον χαρακτηρισμό των ναζιστικών στρατοπέδων που βρίσκονταν στην επικράτεια της χώρας ως «πολωνικά στρατόπεδα», έφερε στο προσκήνιο άρθρα και αναλύσεις «ειδικών» για τον φερόμενο διαχρονικό «αντισημιτισμό» των Πολωνών και το «φλερτ» της κυβέρνησης με αυτόν.

Οι Πολωνοί δεν είδαν με καλό μάτι αυτό το εξαιρετικά επιθετικό ύφος, μιλώντας για στοχευμένη επίθεση εναντίον του έθνους τους που προσπαθεί να αντισταθεί στις δυνάμεις της νέας τάξης, με αρκετά μέσα ενημέρωσης να λένε ότι η χώρα δέχεται επίθεση από μια διεθνή αντιπολωνική εκστρατεία ενορχηστρωμένη από ξένες δυνάμεις και εβραϊκές οργανώσεις στο εξωτερικό.

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι σχέσεις μεταξύ Πολωνίας και Ισραήλ διαταράσσονται.

Μετά την πτώση του κομμουνισμού, οι πολωνικές αρχές άρχισαν να ζητούν την έκδοση δύο εγκληματιών πολέμου από την εποχή της κομμουνιστικής εποχής: την εβραϊκής καταγωγής Helena Brus, πρώην στρατιωτική εισαγγελέα που ζούσε πλέον στην Οξφόρδη της Αγγλίας και τον επίσης εβραϊκής καταγωγήςSalomon Morel, ο οποίος υπήρξε διοικητής ενός σοβιετικού στρατοπέδου «κράτησης» – θανάτου, ο οποίος ζούσε στο Τελ Αβίβ του Ισραήλ.

Η Brus πέθανε το 2008 και ο Morel το 2007.

“Ήρθε η ώρα της αποπληρωμής για τη σταλινική περίοδο. Τις ίδιες δικαιολογίες έδωσαν οι ναζί εγκληματίες πολέμου, που δήλωσαν ότι ήταν αθώοι επειδή απλά ακολουθούσαν τις εντολές”, είχε δηλώσει ο Zbigniew Wolak, βετεράνος του Στρατού της Πατρίδας (Armia Krajowa), της πολωνικής αντίστασης που πολέμησε Γερμανούς και Σοβιετικούς, πολλά μέλη του οποίου σκοτώθηκαν ή φυλακίστηκαν στην κομμουνιστική Πολωνία από τους σοβιετικούς και τους ντόπιους υποστηρικτές τους.

Η Helena Wolińska-Brus ως στρατιωτικός εισαγγελέας στη κομμουνιστική Πολωνία, συμμετείχε στις δίκες παρωδίες του σταλινικού καθεστώτος της δεκαετίας του 1950. Εξ αιτίας της συνελήφθηκαν και εκτελέστηκαν πολλοί Πολωνοί αγωνιστές της αντίστασης. Μετά την απελευθέρωση της χώρας από τον κομμουνισμό, η Πολωνία ζήτησε την έκδοσή της από το Ηνωμένο Βασίλειο σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις μεταξύ 1999 και 2008, λαμβάνοντας και τις τρεις αρνητική απάντηση.

Η Brus, η οποία ζούσε από το 1968 στην Αγγλία, πήρε την βρετανική υπηκοότητα και έγινε μάλιστα και καθηγήτρια οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (!), κατηγορήθηκε επίσης για την οργάνωση της παράνομης σύλληψης, έρευνας και δίκης του στρατηγού της Πολωνίας Emil August Fieldorf, ενός θρυλικού διοικητή του υπόγειου πολωνικού στρατού κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Fieldorf εκτελέστηκε στις 24 Φεβρουαρίου 1953, μετά από δίκη παρωδία και θάφτηκε σε μια μυστική τοποθεσία – η οικογένειά του δεν έμαθε ποτέ που είναι το σώμα του.

Σε συνέντευξή της στον Guardian, η Brus είχε δηλώσει ότι δεν θα επιστρέψει στη “χώρα του Άουσβιτς και του Birkenau”, υποστηρίζοντας ότι δεν θα έχει μια «δίκαιη δίκη» στην Πολωνία, ενώ ισχυρίστηκε ότι οι κατηγορίες ήταν παρακινημένες από τον«αντισημιτισμό».

Ο εγκληματίας πολέμου Salomon Morel, διοικητής του στρατοπέδου θανάτου Zgoda της NKVD, θεωρήθηκε από τοΙνστιτούτο Εθνικής Μνήμης της Πολωνίας (IPN) – που είναι κρατικό ίδρυμα, υπεύθυνο για τη δίωξη εγκληματιών πολέμου – υπεύθυνος για το θάνατο περίπου 1.500 ατόμων, κυρίως Γερμανών αιχμαλώτων. Ο Morel – ο οποίος ανέβηκε όλες τις βαθμίδες ως διοικητής φυλακών και βραβεύθηκε για το «έργο» του από του κομμουνιστικό κράτος με αρκετά μετάλλια – μόλις έπεσε το κομμουνιστικό καθεστώς, διέφυγε στο Ισραήλ το οποίο και τον δέχθηκε, παρά τις πιέσεις της Πολωνίας να τον εκδώσει για να δικαστεί για τα εγκλήματά του. Εξαιτίας της θαλπωρής που βρήκε στο Ισραήλ, δεν τιμωρήθηκε ποτέ για τα εγκλήματά του και πέθανε γέρος το 2007.

Το Ισραήλ αρνήθηκε να εκδώσει Morel, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις από την Πολωνία, η τελευταία από τις οποίες έγινε το 2005. Σε μια παράξενη δικαιολογία, οι πρώτες αρνήσεις βασίστηκαν σε ισχυρισμό ότι είχε παρέλθει η προθεσμία για τα εγκλήματα πολέμου. Η Πολωνία προσπάθησε ξανά, επαναπροσδιορίζοντας την κατηγορία του Μορέλ ότι διέπραξε Εγκλήματα εναντίον της Ανθρωπότητας. Με πλήρη αδιαφορία ως προς το διεθνές δίκαιο, το Ισραήλ αρνήθηκε πάλι, υπονοώντας ότι η δίωξη του Morel ήταν μέρος μιας «αντισημιτικής συνομωσίας». Το Πολωνικό Ινστιτούτο Εθνικής Μνήμης έδωσε στη συνέχεια μια δήλωση στην οποία υπενθύμιζε στην ισραηλινή κυβέρνηση την πίεση που άσκησε αυτή και το Κέντρο Simon Wiesenthal στις ξένες κυβερνήσεις για την έκδοση των ηλικιωμένων ναζί και υποσχέθηκε να επανεξετάσει το ζήτημα.

Ο Morel γεννήθηκε το 1919 και ήταν γιος αρτοποιού. Μετά την έναρξη του πολέμου, προσπάθησε με την οικογένειά του να αποφύγει την απέλαση σε γκέτο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο ίδιος και η οικογένειά του κρύφθηκαν από τον Πολωνό Józef Tkaczyk. (Το 1983, ο Józef Tkaczyk χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους «δίκαιους μεταξύ των εθνών» από το Yad Vashem που τον ευχαρίστησε για τη διάσωση της ζωής του Morel).

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εθνικής Μνήμης, στις αρχές του 1942 ο ίδιος και ο αδελφός του οργάνωσαν μια συμμορία και έκλεβαν τους ντόπιους. Η εγκληματική τους δραστηριότητα έληξε όταν κατά τη διάρκεια μιας από τις ληστείες τους συνελήφθησαν από μέλη του κομμουνιστικού Πολωνικού Λαϊκού Στρατού. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο, για να αποφύγει την τιμωρία, ο Morel τα έριξε όλα στον αδελφό του και στη συνέχεια εντάχθηκε στους κομμουνιστές τρομοκράτες («παρτιζάνοι») όπου εργάστηκε ως φύλακας και οδηγός μέσα από τα δάση.

Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι εντάχθηκε στους αντάρτες του Κόκκινου Στρατού το 1942 και βρισκόταν στα δάση όταν οι γονείς του, η αδελφή του και ο αδελφός του σκοτώθηκαν από αξιωματικούς της κατοχικής «μπλε» αστυνομίας και ότι τον επόμενο χρόνο, ο αδελφός του «θανατώθηκε από πολωνό φασίστα». Περαιτέρω, ο Μορέλ ισχυρίστηκε ότι ήταν για κάποια στιγμή κρατούμενος στο Άουσβιτς και ισχυρίστηκε ότι “πάνω από 30” συγγενείς του σκοτώθηκαν στο Ολοκαύτωμα, αν και η έκθεση του Ινστιτούτου επισημαίνει ότι η ιστορία ότι ο Morel ήταν φυλακισμένος ήταν ψέμα.

Το στρατόπεδο θανάτου Zgoda στο Świętochłowice, δημιουργήθηκε από την σοβιετική NKVD, τον πρόδρομο της KGB, μετά την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στη νότια Πολωνία. Το στρατόπεδο πέρασε αργότερα στα χέρια της κομμουνιστικής πολωνικής μυστικής υπηρεσίας, της διαβόητης UrządBezpieczeństwa. Στις 15 Μαρτίου 1945 ο Μορέλ έγινε επικεφαλής του στρατοπέδου. Στο στρατόπεδο έκλειναν ανθρώπους (κυρίως γερμανικής καταγωγής) αδιάκριτα, ακόμα και μικρά παιδιά με τις οικογένειές τους.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα του “An Eye foran Eye” (Οφθαλμόν αντί Οφθαλμού)Jonathan Sack, την πρώτη νύχτα στοSwietochlowice, όταν έφτασαν οι  πρώτοι Γερμανοί, μπήκε σε ένα από τα στρατόπεδα και τους είπε: «Το όνομά μου είναι Morel. Είμαι Εβραίος. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου, η οικογένειά μου, νομίζω ότι είναι όλοι νεκροί και ορκίστηκα ότι αν βγω ζωντανός, θα έρθω σε σας ναζί και θα σας κάνω να πληρώσετε για αυτό που κάνατε».

1.695 αιχμάλωτοι έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της επιδημίας της δυσεντερίας, του τύφου και του τυφοειδούς πυρετού που προκλήθηκε από την πείνα και τις κακές συνθήκες υγιεινής στο στρατόπεδο. Αναφορές έδειξαν ότι ο Morel όχι μόνο δεν έκανε τίποτα για να αποτρέψει την εξάπλωση των ασθενειών, αλλά διευκόλυνε τη διάδοσή τους. Κατηγορήθηκε ότι δημιούργησε αφόρητες συνθήκες ζωής που οδηγούσαν σε βιολογική εκμηδένιση, συγκεκριμένα πείνα, βασανιστήρια και σωματική και ψυχολογική κακοποίηση.

Όταν τον Απρίλιο του 2004, η Πολωνία κατέθεσε νέο ένταλμα έκδοσης εναντίον του Morel, αυτή τη φορά με νέα στοιχεία, αναβαθμίζοντας την υπόθεση σε “εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας”, η απάντηση από το Ισραήλ, ήταν αρνητική, με το σκεπτικό ότι το καθεστώς των περιορισμών έχει εξαντληθεί και ότι ο Morel είχε προβλήματα υγείας. Ο Ewa Koj, εισαγγελέας του Ινστιτούτου Εθνικής Μνήμης, επέκρινε την απόφαση λέγοντας:

«Πώς μπορεί να υπάρξει ένα καθεστώς παραγραφής για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας; Πρέπει να υπάρχει ένα μέτρο για την εκδίκαση εγκληματιών πολέμου, ανεξάρτητα από το αν είναι Γερμανοί, Ισραηλινοί ή από οποιαδήποτε άλλη εθνικότητα».

ΚΟ / από εδώεδώεδώεδώ κι εδώ

ΠΗΓΗ