Διαβάζοντας διάφορα άρθρα και κείμενα, βιώνοντας και αναλύοντας την συμπεριφορά εις την αλλοδαπή των τόσων άσπονδων φίλων, είπα να γράψω κάποιες δικές μου σκέψεις αλλά και άλλων, για να στείλω το μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις και να επιστραφούν τα ψέματα και οι συκοφαντίες, εις τους βαρβαρίζοντες.

Δεν ξέρω αγαπητοί  τι κάνετε με τις αξιολογήσεις για την Ελλάδα αλλά σας λέω ένα, ποτέ δεν θα μπορέσετε να μας αξιολογήσετε, διότι δεν διαθέτετε ανάλογο βάρος, μέτρα και σταθμά.

Ο Θεός έδωσε  την Άγια γλώσσα των Αγγέλων σε έναν λαό και ας μην ήταν ο Περιούσιος λαός, σ’ εμάς τους Έλληνες  και εμείς την μοιραστήκαμε.

Δεν μπορεί να ήταν τυχαία αυτή η επιλογή, τους ξεχώρισε για να μπορούν να εξηγήσουν αυτά που λέμε χαρίσματα και να τον δοξάσουν, χωρίς να τον γνωρίζουν.

Φιλόξενοι, Τον ονόμασαν Ξένιο Δία.

Φιλάνθρωποι, έδωσαν όλο το Φώς που τους χαρίστηκε, τις Θεϊκές γνώσεις, τον είπαν Προμηθέα.

Όμως τους ζήλεψαν και τους μίσησαν διαχρονικά, γιατί κανείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος.

Δεν ήθελαν τις χάρες, δεν θαύμασαν το μεγαλείο, δεν μπόρεσαν ποτέ να αποδεχτούν, ότι δεν ήταν Έλληνες, ούτε τότε – ούτε τώρα.

Θα κάνουν πάντοτε αυτό που ξέρουν να κάνουν ,να ρίχνουν λάσπη και να κατηγορούν, μέχρι να εμπεδώσουν ότι κάποια πράγματα δεν αλλάζουν.

Ο Νίτσε στο βιβλίο του η «Γέννηση της Τραγωδίας» στο κεφάλαιο 15 έκδοση 1872 έγραψε τα παρακάτω.

«Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες. Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.

Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους, που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικά ότι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του…


Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ’ αυτούς. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την
υπέροχη ομορφιά τους.

Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες. Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους, οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα».

Θα συνεχίσω με μια ποιητική αφήγηση γεμάτη Ελλάδα, της πρώτης μου εξαδέλφης της Τούλας Μπαρνασά, που έφυγε άδικα στα 60 της χρόνια, αφού έδωσε την μάχη της με τον καρκίνο, όμως άφησε  ένα πολύ μεγάλο έργο πίσω, σε όλες τις επιστήμες που αρίστευσε, ιστορία, αρχαία Ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία, αστρονομία φυσική και την αγαπημένη της ποίηση, ήταν δε μαθήτρια και φίλη του μεγάλου δάσκαλου Δημήτρη Λιαντίνη.

«Είναι πασιφανές πως οι Έλληνες, βγαίνοντας από την κέλευθο του “Κανένα” στη λεωφόρο του Ανθρώπου, εγκόσμησαν την ακοσμία με κάθε πολιτιστική δραστηριότητα.

Ως και η σκιά τους τοξώθηκε στο έλασμα της τέχνης για να ταΐση τα περιστέρια της μορφής. Κάθε αχλή της έμπνευσης πήρε από τα δάκτυλά τους ουράνια σάρκα.

Όμως το πεπρωμένο του πολιτισμού ήθελε πρώτο κοσμο – πολίτη της Ευρώπης τον Οδυσσέα. Η πολυμήχανη νοή του πέρασε τις Συμπληγάδες του μύθου με μαργιολιά σαΐτας και βγήκε πλήρης από το κενό της ιστορίας, να γεωδαιτήσει την εννούσια συνείδηση. Αναζητώντας την Ιθάκη ο “Ούτις”  έγινε από “Κανένας”  “Κάποιος” και ως πρώτος Ευρωπαίος, πέρασε τις στιβάδες του χρόνου κόβοντας από την οδό της νόησης.

Το νησί που τον γέννησε εν ριπή οφθαλμού στο φώς, τον έδωκε εξαίφνης στις χιλιετίες για να ανασταίνει τον άνθρωπο ως ποιητή, εφευρέτη και μαθηματικό. Η πανουργία του Οδυσσέα διαβολίζει κυριολεκτικά στους αιώνες τους δαίμονες της επιστήμης.

Στην αρχή της κλασικής περιόδου αυτό το μυθικό αρχέτυπο βάζει το ένδυμα της ιστορίας και με το πρόσωπο του Θεμιστοκλή κερδίζει υπέρ του πολιτισμού στη Σαλαμίνα. Η κοσμογονική σημασίας ναυμαχία μοιροδοτεί πολιτικά την ύπαρξη της Ευρώπης.

Τον 4ο αιώνα π.Χ. βάζει πολεμικό προσωπείο ο Αλέξανδρος και κρατώντας το δόρυ του Άρη, διαμορφώνει τον χάρτη του κόσμου και ιδρύει τον οικουμενικό πολιτισμό. Ο πρώιμος θάνατός του καθορίζει το πεπρωμένο της γηραιάς ηπείρου.

Αν όμως ο Θεμιστοκλής και ο Αλέξανδρος χάραξαν πολιτικά και στρατιωτικά τα σύνορα της Ευρώπης, εκείνος που σήκωσε με μια ιλλιγγιά στους ώμους του ολάκερο το πνευματικό της μέλλον ήταν ο κοσμοφιλόσοφος Αριστοτέλης.

Κανένα πολιτικό σχήμα δεν δύναται να αποτρέψει τούτη την πανάρχαια  Ευρω – ελληνική πραγματικότητα. Ακούγονται ηλιθιωδώς ανιστόρητοι οι ηγήτορες  των Βρυξελλών που νομίζουν ότι προσφέρουν τίτλο τιμής στον Έλληνα προσφωνώντας τον “Ευρωπαίο”!

Όταν ο Όμηρος υψώθηκε με το έλυτρο του Ποιητή να αγγίξει τον ήλιο, φτέρωσε τον παγκόσμιο λόγο φωτοδοτώντας σχεδόν όλες τις γλώσσες της ανθρωπότητας. Από τότε ο τίτλος του Έλληνα τιμά κάθε πολίτη της γής που υπηρετεί την τέχνη, την επιστήμη και την ποίηση.

Ο Ίωνας ποιητής στάθηκε προφήτης και κοσμοθεωρός του επιστημονικού ανθρώπου. Γαλβανίζοντας άστρα στα χυτήρια της φαντασίας, τα πέταξε αναμμένα στο ριζιμιό λιθάρι της λήθης και την κατέκαψε.

Τελικά ο ποιητής δεν είναι ομιχλοβάτης μήτε χρησμόλαλος λοξίας.

Συχνά, ίσως επειδή προηγείται των καιρών του, μοιάζει ακατανόητος. Πάντα στέκει ανάμεσα στους καιρούς υπεράνω εθνικότητας και ιστορίας για να κελαηδήσει τα μέλλοντα σκαρφαλωμένος στο πιο ψηλό κλαρί της υπερσυνείδησης. Το ράμφος του είναι το παγανό όργανο της ποίησης, που τσιμπά την πέτρα και την μεταμορφώνει σε άστρο. Η ελληνική σκέψη δεν ήταν μόνο έλικας στην εμορφιά της σεληνικής Ελένης ούτε η κωπηλασία των Αργοναυτών στη θάλασσα της τραγωδίας. Οι αργιβλέγαροι πρόγονοί μας, ουρανολάγνοι και ελληνόθεν αλήτες, με την αρχαϊκή έννοια της λέξης λάτρεψαν την αστρονομία και τράβηξαν την κορδέλα της επιστήμης στο άπειρο».

Ώς επίλογο θα κλείσω με αυτά τα λόγια.

Ειπώθηκαν ευρωπαίοι στα δυτικά μας σύνορα και έκλεψαν σαν τις ύαινες κομμάτι του πολιτισμού μας, υπονόμευσαν την ύπαρξη μας, δήλωσαν δειλία στο αύριο, αυτοί λένε, μία φάτσα μία ράτσα, τους πιστέψαμε και πληρώνουμε τα πιστεύω μας.

Άπ’ τα βόρεια σύνορα ήρθανε σκύλοι φαφούτηδες, βαλκανιάρηδες, πεινασμένοι και τους δεχτήκαμε, είμαστε φιλόξενοι εμείς και τώρα που χορτάσανε, θέλουν να δαγκώσουν το χέρι που τους τάισε.

Ίσως παραγίναμε φιλόξενοι, ίσως.

Στ’ ανατολικά μας σύνορα αφήσαμε να χαθεί η πατρίδα, όταν άγριοι γκρίζοι λύκοι ήρθανε από τις σκοτεινές στέπες της Ασίας και αντί να τους αντιμετωπίσουμε, να τους ξεδοντιάσουμε  κοιτάζαμε τον ουρανό κλαίγοντας και παρακαλώντας, γιατί έτσι μας είπανε να κάνουμε.

Όμως εμείς είμαστε Λιοντάρια, είμαστε δυνατοί, είμαστε υπερήφανοι, είμαστε Έλληνες και το ξέρουν και μας φοβούνται, αλλά … πρέπει να πάψουμε να μας φοβόμαστε και εμείς ,γιατί καμιά φορά γινόμαστε τσακάλια  εμείς και αλληλοτρωγόμαστε.

Τελειώνοντας.

Συνέλθετε φίλοι και εχθροί, μη μας τσιγκλάτε, πριν ξυπνήσετε συνειδήσεις, μνήμες και νοσταλγίες, πριν σηκωθούν ο Αχιλλέας, ο Λεωνίδας, ο Αλέξανδρος ο Μέγας, ο Θρύλος του Μοριά ο Κολοκοτρώνης, πριν ξεσηκωθούν οι Έλληνες, γιατί τότε, τότε, θα γεμίσουν πάλι τα δέντρα με μαϊμούδες.

Του    Ευστάθιου  Μπαρνασά

ΠΗΓΗ