Ο Κυριάκος Μαργαρίτης έδωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο Tetragwno.gr και στην Εύα Φίλιου με αφορμή την έκδοση του πιο πρόσφατου βιβλίου του Κρόνακα. Μπορείτε να τη διαβάσετε παρακάτω:
κ. Μαργαρίτη, ποιο γεγονός αποτέλεσε το έναυσμα για να ξεκινήσετε να γράφετε;
Θα έλεγα ότι ήταν όλη η παιδική μου ηλικία. Είχα την ευλογία να μεγαλώσω σε μιαν αυλή από ιστορίες: οι διηγήσεις του παππού, η μυθολογία, ο Όμηρος, η Βίβλος, εκείνες οι ωραίες διασκευές του Δουμά, του Σκοτ, του Στήβενσον, τα κόμικς, οι ταινίες, ακόμα και η μουσική, αυτά με έμαθαν να προσλαμβάνω τον κόσμο με όρους αφηγηματικής οικονομίας, ως μυθιστόρημα στο οποίο το κάθε τι βρίσκεται σε διαρκή σχέση με όλα τα υπόλοιπα. Μέχρι τα δώδεκα προσπαθούσα να το “γράψω” με ζωγραφιές και με κόμικς, αλλά εκείνη την εποχή διάβασα το έργο του Ξενόπουλου, Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα, από μια έκδοση του Μπίρη, και ένιωσα τη γραφή ως ένα είδος μοίρας. Έκτοτε, εδώ και είκοσι τέσσερα χρόνια, δεν έχω σταματήσει να γράφω. Θα μπορούσα να πω: ζω ένα μυθιστόρημα.
Η τελευταία σας συγγραφική δημιουργία με τίτλο Κρόνακα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος έχει κεντρικό άξονα την ιστορία της Κύπρου. Πώς προέκυψε αυτή η ιδέα; Ποιο ήταν το κίνητρο για να γράψετε το βιβλίο;
Κοιτάξτε, η Κρόνακα είναι η εισαγωγή σε ένα μάλλον ισόβιο εγχείρημα, το οποίο στεγάζω υπό τον ίδιο τίτλο. Το σχέδιό μου, προφανώς θρασύ, περιλαμβάνει καμιά τριανταριά τόμους – ό,τι προλάβω. Ασφαλώς, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να προκύψει αιφνιδίως. Όπως είπα, αντιλαμβάνομαι τα πάντα ως ένα απέραντο μυθιστόρημα. Το κίνητρό μου βρίσκεται στην προηγούμενη απάντηση, είναι η ζωή μου, η σχέση με τον κόσμο. Το διεκδικώ συνειδητά από το 2003. Ό,τι έχω γράψει ήταν εισαγωγή σε έναν ευρύτερο μυθιστορηματικό κύκλο. Κάποια κατέρρευσαν, ενώ ορισμένα προχώρησαν αλλά δεν εκδόθηκαν ποτέ. Όλα, όμως, διοχετεύτηκαν στην Κρόνακα (τη σειρά) περί το 2013. Η κυπριακή ιστορία δεν είναι ακριβώς ο άξονας αλλά η αφετηρία, το σημείο αναφοράς και η θρυαλλίδα για τις κατοπινές εξελίξεις, οι οποίες πιστεύω να είναι συναρπαστικές, ειδικά αν αναλογιστείτε ότι ο περίπατος σημαδεύει την Αποκάλυψη – το μόνο happy end που αναγνωρίζω: την απαρχή.
Στο μυθιστόρημα γίνεται διάλογος μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Πόσο δύσκολο είναι να συνδυάσει κανείς την ιστορία με προσωπικά βιώματα ή και με μυθοπλαστικά στοιχεία;
Πιστεύω ότι ο συνδυασμός που αναφέρετε (ο σύνδεσμος, η συνάφεια, η σχέση) είναι δεδομένος, εφόσον ζούμε μέσα στον κόσμο, συνομιλώντας, εκουσίως ή όχι, με όλα τα περιεχόμενά του, με την Ιστορία και τις ιστορίες του. Η δυσκολία δεν έγκειται στην πράξη του συνδυασμού (τότε κινδυνεύουμε από αχταρμάδες) όσο στον εντοπισμό του, την ανάδειξη της ερωτικής επαφής στην οποία διατελούν τα πάντα, όσα έγιναν, γίνονται και θα γίνουν. Ίσως μιλάμε για την εγρήγορση που απαιτείται ώστε να αφήσεις ελεύθερο το Χάος, να μην το στριμώξεις σε πρόχειρες ιδέες, και να παρακολουθήσεις τον χορό του ως εκείνη την εσχατολογική στιγμή Αρμονίας, που δεν είναι κάποιο μελλοντικό φινάλε αλλά η υψηλή πύκνωση, σε νόημα, της κάθε μας μέρας: μια αποκαλυπτική καθημερινότητα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η μυθοπλασία περιττεύει. Το μόνο που με απασχολεί είναι η όραση και οι συνεπικουρούσες αισθήσεις, κυρίως η αφή – με τη διευκρίνιση ότι αναφέρομαι προ πάντων στην αφή του Φωτός, του αχειροποίητου.
Κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ο Αρσένιος Θησέας που αναλαμβάνει να διερευνήσει την ιστορία και τη μυθολογία του νησιού. Μπορείτε να μας τον παρουσιάσετε; Ποιον αντιπροσωπεύει;
Τι να αντιπροσωπεύει κι αυτός; Θυμάστε εκείνο τον στίχο στην «Αφήγηση» του Σεφέρη; Δεν αντιπροσωπεύει τίποτα, απλώς, κάπως θέλω να μιλήσω κι εγώ, τώρα που όλα τα έχουμε συνηθίσει. Ας σημειώσω μόνο ότι ο Αρσένιος, που η πρώτη του εμφάνιση έγινε προ δεκαετίας, στο κείμενο Ρέκβιεμ για τους απόντες, δεν είναι κάποιο alter ego, αλλά ο αφηγητής μου ως ίσκιος του συγγραφέα, ίσως η ψυχή ή ο πιο αληθινός εαυτός του, που η γραπτή ομιλία μού επιτρέπει να τον πλησιάζω. Κάποτε θα συναντηθούμε, πού θα πάει; Όσο για την παρουσίασή του, θα τη βρείτε στην Κρόνακα, σε ένα παράθεμα από τον Ρέιμοντ Τσάντλερ, με το πορτρέτο του ντετέκτιβ. Και θα ξέρετε, βέβαια, ότι ο Τσάντλερ περιγράφει, επί της ουσίας, τον σερ Γκάλαχαντ, τον πιο αγνό ιππότη του Αρθούρου. Αυτός (θέλει να) είναι ο Αρσένιος, με την προσθήκη της ιερατικής αφοσίωσης, στοιχείο που τον καθιστά (μια αγαπημένη μου λέξη) καλογηροϊππότη. Κι εγώ αυτό θέλω.
Ποια διαδικασία ακολουθείτε για να γράψετε ένα βιβλίο και πόσο χρόνο σας παίρνει συνήθως;
Η αλήθεια είναι ότι, όσο περνά ο καιρός, τα κείμενα (οι τριάντα τόσοι τόμοι που λέγαμε) αναπτύσσονται στα τετράδιά μου σχεδόν ταυτόχρονα: το ένα φέρνει τ’ άλλο, κυριολεκτικά. Κάποια στιγμή, ένα απ’ όλα αυτά έρχεται στο επίκεντρο, με κριτήρια την οικονομία της σειράς και τη δική μου ψυχική κατάσταση. Τότε, η συρροή των σκέψεων στρέφεται πιο έντονα στο κυρίαρχο θέμα, οι σημειώσεις πληθαίνουν, καταρτίζονται οι λίστες με τις αναφορές που θα χρησιμοποιήσω, και σχεδιάζεται ένας πίνακας με τη θέση κάθε “μικρό-αφηγήματος” στο συνολικό πλαίσιο. Το καθαυτό γράψιμο, στο κομπιούτερ, μπορεί να διαρκέσει ένα μήνα ή ένα εξάμηνο, εξαρτάται από τα περιεχόμενα κτλ. Ας πω, επίσης, ότι το σχέδιο είναι αυστηρά χαλαρό, ώστε να παρεισφρέει στο κείμενο και οποιοδήποτε κρίσιμο στιγμιότυπο συμβεί κατά τη διάρκεια της συγγραφής: σαν να κρατώ ημερολόγιο, όπως το δηλώνει ο τίτλος της εργασίας μου: η Κρόνακα, τουτέστιν το Χρονικό.
Όταν δεν ασχολείστε με τη συγγραφή, ποια είναι η καθημερινότητά σας;
Θα έχετε μαντέψει, πια, ότι η καθημερινότητά μου είναι κυρίως το μυθιστόρημα, η αδιάλειπτη εργασία. Ένας καλός φίλος με αποκαλεί, ως προς αυτό, καλογέρι. Μακάρι να έχει δίκιο! Το βέβαιο είναι ότι τίποτα δεν έκανα επίτηδες. Η ζωή μου περιήλθε σε αυτή την κατάσταση λιγότερο από ατομική πρωτοβουλία και πιο πολύ ως λυτρωτική αναγκαιότητα: ήταν ο μόνος τρόπος που είχα να επιζήσω πνευματικά στην Αθήνα. Και, ξέρετε, την αγαπώ πολύ την Αθήνα. Όταν δεν γράφω και δεν μελετώ, κυρίως περπατώ για ώρες στην πόλη. Φέτος κατήργησα και τα μέσα μεταφοράς, όλα έχουν γίνει περίπατος, καίτοι οι προορισμοί είναι ελάχιστοι: δυο καφενεία, τρία μπαρ, το βιβλιοπωλείο Πολιτεία, και οι ναοί μου, κυρίως η Ζωοδόχος Πηγή στην Ακαδημίας, το Σιμωνοπετρίτικο Μετόχι στον Βύρωνα, οι Άγιοι Ανάργυροι στη Σόλωνος κ.ά. Επίσης, βλέπω συνέχεια ταινίες, και μερικά απ’ αυτά τα απίθανα σήριαλ, και ακούω πολλή μουσική. Με έκπληξη, δε, αρχίζω να υποψιάζομαι τι έκανε ο Μπαχ, κι αυτό είναι καλό σημάδι, θα πει ότι η καθημερινή περιπέτεια βρίσκει τον ρυθμό της Φούγκας: τον αναχωρητισμό.
Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία σήμερα έχει περάσει στο περιθώριο επειδή η πραγματικότητα που μας κατακλύζει έχει ξεπεράσει κάθε φαντασία;
Μη με παρεξηγήσετε, αλλά δεν με ενδιαφέρει η λογοτεχνία έτσι όπως συνήθως την εννοούμε. Εγώ πιστεύω στην Τέχνη του Λόγου, μιαν εργασία προσευχής (δέηση, ευχαριστία, δοξολογία), τη λειτουργία των λέξεων να μάς ρίχνουν σε περιχώρηση με τον αΐδιο Λόγο της ύπαρξης, κι εκεί να σωπαίνουν, να μπαίνουν στη μουσική. Η δική μου λογοτεχνία, οι συγγραφείς που αγαπώ, δεν είχαν ποτέ σχέση με τη φαντασία – εκτός κι αν νομίζει κανείς ότι ο Ντοστογιέφσκι ή ο Παπαδιαμάντης, ή τόσοι άλλοι, κάθονταν να επινοήσουν ιστορίες. Φοβάμαι, επιπλέον, ότι αυτή η πραγματικότητα που λέτε ότι μας κατακλύζει (και έχετε δίκιο), είναι ήδη η φαντασία, που έγινε εμπράγματη. Βλέπετε, η φαντασία είχε ανέκαθεν την εξουσία, και εξακολουθεί. Οι μεγαλύτερες επιτυχίες της ήταν το Άουσβιτς, τα Γκουλάγκ, η Χιροσίμα. Η πραγματικότητα δεν έχει σχέση με τον τρέχοντα και πρόχειρο κόσμο μας. Ανήκει αλλού, στον Κόσμο ως Κόσμημα.
Είστε αισιόδοξος για το μέλλον της λογοτεχνίας στην Ελλάδα;
Ναι, έχω απεριόριστες ελπίδες, γιατί είμαι πεπεισμένος ότι αυτό το μέλλον θα κατοικείται από έργα και ανθρώπους που δεν τους έχουμε υποψιαστεί ακόμα, όπως ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Φώτης Κόντογλου, ο Τάκης Παπατσώνης, και άλλοι, που είναι πάντα καθοδόν.
Έχετε κατά νου το επόμενο σας μυθιστόρημα;
Όλα τα έχω κατά νου, και τα τριάντα! Από το 2014, όταν γράφτηκε η Κρόνακα, έχουν προκύψει άλλα τέσσερα, και σκέφτομαι ότι αυτό που δουλεύω φέτος, αν υπολογίσω διάφορες άλλες εργασίες, όχι αμιγώς μυθιστορηματικές, ίσως εκδοθεί στα τέλη της μεθεπόμενης δεκαετίας, οπότε τίθεται το κρίσιμο ερώτημα: ποιος ζει;, ποιος πεθαίνει; Επειδή πιστεύω μόνο στην Ανάσταση, θα απαντήσω και στα δύο αρνητικά (κανένας), και θα επιμείνω στην ιδιορρυθμία μιας μεταθανάτιας καθημερινής περιπέτειας: γουδί, γουδοχέρι, γράψιμο, διάβασμα, περίπατοι κ.λπ. Προ παντός, μουσική, ρυθμός, αρμονία. Εσείς τι λέτε: θα προλάβω;