Δώδεκα χρόνια μετά την έναρξη των δικαστικών ερευνών ξεκινά σήμερα η δίκη, σε πρώτο βαθμό.Τα λάθη και οι παραλείψεις των αρχών συνέτειναν στην τόσο μεγάλη καθυστέρηση.
Με την έναρξη της δίκης σε πρώτο βαθμό, ξεκινά επιτέλους σήμερα η αντίστροφη μέτρηση για την απόδοση ευθυνών στο μείζον ποινικό, οικονομικό και πολιτικό σκάνδαλο της Siemens.
Μετά από δώδεκα χρόνια δικαστικών ερευνών, που σημαδεύτηκαν από αστοχίες, παραλείψεις κι εγκληματικά λάθη των αρχών τα οποία συνέτειναν στην προκλητική καθυστέρηση εισαγωγής της υπόθεσης στο ακροατήριο, η υπόθεση αναμένεται να εκφωνηθεί σήμερα ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας.
Είχε προηγηθεί η αναβολή του περασμένου Ιουλίου ,εξαιτίας -για μια ακόμη φορά- λαθών και παραλείψεων των αρμόδιων δικαστικών αρχών, οι οποίες οδήγησαν στην πειθαρχική δίωξη τριών εισαγγελικών λειτουργών.
Επρόκειτο για μια αναβολή που είχε χαρακτηριστεί σκανδαλώδης ,όχι γιατί δεν έπρεπε να δοθεί μια και ήταν τελικά απόφαση -μονόδρομος για το δικαστήριο, αλλά για την αιτία η οποία είχε οδηγήσει σε αυτή την εξέλιξη.
Η υπόθεση είχε εισαχθεί στο ακροατήριο χωρίς να έχει προηγουμένως μεταφραστεί στη μητρική γλώσσα των αλλοδαπών κατηγορουμένων το βούλευμα με το οποίο παραπέμφθηκαν σε δίκη στη χώρα μας ,γεγονός που θα οδηγούσε σε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας..
Μάλιστα τότε ο εισαγγελέας της έδρας, Χαρ. Τζώνης, είχε ταχθεί υπέρ τής συνέχισης της δίκης, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την παραγραφή των αδικημάτων της δωροδοκίας και του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος που αντιμετωπίζουν, κατά περίπτωση, οι συνολικά 64 κατηγορούμενοι.
Το δικαστήριο όμως δέχτηκε την ένσταση των συνηγόρων υπεράσπισης κήρυξε άκυρη την επίδοση της κλήσης και του βουλεύματος και απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τους αλλοδαπούς κατηγορούμενους.
Επίσης κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση ελλείψει νομικού κλητεύσεως ως προς το πρόσωπο του Φάνη Λυγινού, συνεργάτη του Γαλλοεβλετού τραπεζίτη Ζαν-Κλοντ Όσβαλντ καθώς έκανε δεκτή την ένσταση των συνηγόρων υπεράσπισης του περί μη νόμιμου κλήτευσής του στο ακροατήριο.
Κι αυτό διότι το παραπεμπτικό βούλευμα επιδόθηκε σε συνηγόρους οι οποίοι είχαν δηλώσει πως δεν τον εκπροσωπούσαν πια.
Συνεπώς -όπως είχε ανακοινώσει τότε ο πρόεδρος του δικαστηρίου- ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης σε άλλη δικάσιμο προκειμένου να γίνει μετάφραση του βουλεύματος εξαιτίας τής μη νομίμως κλητεύσεως των κατηγορουμένων και για το ενιαίο της κρίσεως για τους λοιπούς, προκειμένου να επιδοθεί το βούλευμα στους κατηγορούμενους μεταφρασμένο στη μητρική τους γλώσσα, γερμανική ή γαλλική.
Μετά από ένα μήνα κι αφού είχαν προηγηθεί έντονες αντεγκλήσεις ανάμεσα στο ΥΠΕΞ και τους αρμοδίους από τη Δικαιοσύνη για το ποιός ήταν υπεύθυνος για το φιάσκο ,το οποίο εύλογα είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ξένη Δημητρίου, άσκησε πειθαρχική δίωξη κατά τριών εισαγγελικών λειτουργών -και ειδικότερα σε βάρος του τότε προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών Αθήνας,Ισίδωρου Ντογιάκου, του εισαγγελέα Εφετών, Γεώργιου Γεράκη ,και της επίσης εισαγγελέως Εφετών, Αθηνάς Θεοδωροπούλου- για την μη έγκαιρη μετάφραση, σε δύο γλώσσες (γερμανικά και γαλλικά), του βουλεύματος για την Siemens, που είχε ως συνέπεια την επ’ αόριστον αναβολή της δίκης.
Η πειθαρχική δίωξη σε βάρος τους ασκήθηκε από την κυρία Δημητρίου, μετά την ολοκλήρωση σχετικού πορίσματος της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Άννας Ζαΐρη.
Στο μεταξύ οι διαδικασίες έτρεξαν γρήγορα ,το βούλευμα μεταφράστηκε στα γερμανικά και τα γαλλικά, και η εκδίκαση της υπόθεσης προσδιορίστηκε για σήμερα , με πολλές όμως επιμέρους κατηγορίες δωροδοκίας να μην απέχουν πολύ από το χρονικό όριο της παραγραφής τους.
Υπενθυμίζεται ότι για την επίμαχη δικογραφία, που συνθέτει τη μεγαλύτερη υπόθεση διαφθοράς που έχει διερευνηθεί μέχρι σήμερα από τη Δικαιοσύνη , καλούνται να λογοδοτήσουν 64 κατηγορούμενοι, αντιμέτωποι με βαριές κατηγορίες, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις επισύρουν ποινές ισόβιας κάθειρξης.
Η υπόθεση αφορά στην σύμβαση που υπεγράφη το 1997 ανάμεσα στον ΟΤΕ και τη Γερμανική Siemens, καθώς και τις επεκτάσεις της αρχικής συμφωνίας για την αναβάθμιση της τεχνολογικής υποδομής του δικτύου του, με την προμήθεια ψηφιακών παροχών, για την σύναψη της οποίας φαίνεται να διακινήθηκαν τεράστια παράνομα χρηματικά ποσά επί μακρό χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ογκώδους δικογραφίας, τα ποσά που αποτέλεσαν «ωφέλιμες πληρωμές» -όπως αποκαλούσαν τις «μίζες» τα στελέχη της Siemens – αγγίζουν τα 70 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που πλέον εκτιμάται ως η οικονομική ζημιά που υπέστη το ελληνικό Δημόσιο, καθώς τα παράνομα χρήματα μετακυλήθηκαν στο κόστος για την υλοποίηση του έργου.
Ο προσδιορισμός της ζημίας του Δημοσίου βέβαια θα απασχολήσει το δικαστήριο , καθώς η πλευρά των κατηγορουμένων, πρώην στελεχών του Οργανισμού, αμφισβητεί τόσο την ύπαρξη ζημιάς, όσο και το ύψος ζημίας του ΟΤΕ.
Μεταξύ των προσώπων που είναι υπόλογα πλέον ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, είναι ο Θεόδωρος Τσουκάτος, άλλοτε σύμβουλος του πρώην πρωθυπουργού, Κώστα Σημίτη, ο οποίος κατηγορείται για την υπόθεση του ενός εκατομμυρίου μάρκων.
Υπόλογος είναι ο επί σειρά ετών διευθύνων σύμβουλος και ακολούθως επικεφαλής του Εποπτικού Συμβουλίου του γερμανικού κολοσσού, Χάινριχ Φον Πίρερ, αλλά και τα πρώην στελέχη της Siemens, Ηλίας Γεωργίου, Πρόδρομος Μαυρίδης, Φόλκερ Γιούγκ, Ράινχαρτ Σίκατσεκ, Μίχαελ Κουτσενρόιτερ, Εμμανουήλ Σταυριανού κα, όπως και οι καταζητούμενοι, Μιχάλης Χριστοφοράκος και Χρήστος Καραβέλας. Επίσης, τα πρώην στελέχη του ΟΤΕ, Γιώργος Σκαρπέλης, Αθανάσιος Γρεβενίτης, Νικόλαος Μανασής, Σωτήρης Τζούμας κ.α. Οι ιδιώτες, χρηματιστές επιχειρηματίες κλπ, Γεώργιος Καλδής, Αθανάσιος Ράμμος, Βασίλειος Τυρογαλάς κ.α. Κατηγορούμενοι είναι επίσης τα δύο τραπεζικά στελέχη, Φάνης Λυγινός και Ζαν Κλοντ Όσβαλντ.
Πηγή: http://www.documentonews.gr