Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς, γραφεῖο ἐπὶ τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν παραθρησκειῶν
Ἡ ἀντιχριστιανικὴ γραμματεία δὲν εἶναι φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας, ἀλλὰ ἔχει προϊστορία εἴκοσι αἰώνων καὶ φθάνει μέχρι τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ., πού ἔζησε ἐπὶ γῆς ὁ Κύριος καὶ Λυτρωτὴς μας Ἰησοῦς Χριστός. Στόχος της ἡ σπίλωση τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου Του, ἡ ἀπογύμνωσή Του ἀπὸ τὴν θεϊκή Του ὑπόσταση καὶ ὁ ὑποβιβασμός Του σὲ ἕναν κοινὸ θνητό, τοῦ ὁποίου τὸ ἔργο τελείωσε ἐπάνω στὸ Γολγοθά. Περαιτέρω στόχος ἡ κατασυκοφάντησή του σὲ ἕναν ἐμπαθῆ καὶ προβληματικὸ ἄνθρωπο. Σ’ ἕναν λαϊκὸ ἐπαναστάτη, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ σφετερισθεῖ τὴν πίστη τῶν Ἰουδαίων στὸν ἀναμενόμενο Μεσσία. Τέτοιες ἀπόψεις συναντᾶμε στὴν πρώιμη ἀντιχριστιανικὴ γραμματεία καὶ κυρίως στὸ ἰουδαϊκὸ βιβλίο «Ταλμούδ». Μὲ βάση αὐτό, ἀνέλαβαν κατόπιν πολλοὶ εἰδωλολάτρες συγγραφεῖς, νὰ ἀποδομήσουν τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ «γκρεμίσουν» τὴ χριστιανικὴ πίστη, ὅπως ὁ Κέλσος, ὁ Πορφύριος, ὁ Ἱεροκλῆς, ὁ παγανιστὴς…αὐτοκράτορας Ἰουλιανὸς ὁ Ἀποστάτης (361-363), κ.α.
Στὴν ἐποχὴ τοῦ ἄθεου «Διαφωτισμοῦ» ἡ πολεμικὴ ἐναντίον του κορυφώθηκε. Οἱ ὀπαδοὶ του ἀνέσυραν ὅλη τὴν ἀρχαία ἀντιχριστιανικὴ γραμματεία καὶ τὴν ἕντυσαν μὲ «λογικοφανὴ» ἐπιχειρήματα, ὥστε νὰ φαίνεται στοὺς ἀδαεῖς ἡ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ ὡς μοντέρνο «προοδευτικὸ κίνημα». Ἦταν δὲ τέτοια ἡ μανία τους, ὥστε συναγωνίζονταν, ποιὸς θὰ «ἀποκαλύψει» τὰ συγκλονιστικότερα στοιχεῖα, ποὺ θὰ «γκρέμιζαν» τὸ «σαθρό», κατὰ τὴν ἄποψή τους, χριστιανικὸ οἰκοδόμημα!
Σφοδροὶ ἀρνητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀντιχριστιανοὶ συγγραφεῖς ὑπῆρξαν καὶ πολλοὶ «θεολόγοι» ἀπὸ τὸ χῶρο τοῦ αἱρετικοῦ Προτεσταντισμοῦ, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νὰ Τὸν ἀπογυμνώσουν ἀπὸ τὴ θεότητά Του. Τὸν παρουσίασαν στὰ συγγράμματά τους ὡς ἕναν σημαντικὸ ἄνθρωπο, ἕναν σοφὸ δάσκαλο, ἕναν ρομαντικὸ κοινωνικὸ μεταρρυθμιστή, ἕναν λαϊκὸ ἐπαναστάτη, τὸν Ὁποῖο πολὺ ἀργότερα οἱ ὀπαδοὶ του τὸν «ἕντυσαν» μὲ θεϊκὲς ἰδιότητες. Τέτοιοι ὑπῆρξαν ὁ Reimarus, ὁ Baur, ὁ Renan, ὁ Harnak, ὁ Paulus, ὁ Bultman, κ.α. Τὰ φθηνὰ καὶ ἀνιστόρητα ἐπιχειρήματά τους, προϊόντα κακόβουλων ὑποκειμενικῶν ἀντιλήψεων καὶ ἰδεοληψιῶν, «ἀναμασοῦν» πολλοὶ σύγχρονοι ἄθεοι συγγραφεῖς καὶ συνεχίζουν νὰ τὰ προβάλλουν ὡς «συνταρακτικὰ στοιχεῖα» γιὰ τὴν δῆθεν «ἀπάτη τοῦ Χριστιανισμοῦ»!
Στὴν κατηγορία αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῶν συγγραμμάτων ἀνήκουν καὶ τὰ ἔργα τοῦ γνωστοῦ Γάλλου συγγραφέα Robert Ampelain (Ρόμπερτ Ἀμπελαίν). Σύμφωνα μὲ τὰ βιογραφικά του στοιχεῖα, ἦταν τέκτονας, (μαρτινιστὴς) καὶ ἀποκρυφιστής, ὁρκισμένος ἐχθρός τῆς Ἐκκλησίας. Μεταφραστὴς τῶν ἔργων του στὴν Ἑλλάδα, ὁ Μάριος Βερέττας, καὶ αὐτὸς ὁρκισμένος ἐχθρός τῆς Ἐκκλησίας, ἐντεταγμένος στὸ χῶρο τῆς «ἀρχαιολατρίας», τῆς νέας μορφῆς ἀντιχριστιανισμοῦ.
Περιῆλθε στὰ χέρια μας ἕνα ἀπὸ τὰ συγγράμματα τοῦ παρὰ πάνω συγγραφέως μὲ τίτλο: «Τὸ πραγματικὸ ἱστορικὸ πρόσωπο Ἰησοῦς, ἢ τὸ θανάσιμο μυστικὸ τῶν Ναϊτῶν», (ἐκδόσεις Σμυρνιώτη). Στὸ βιβλίο αὐτὸ ὁ συγγραφέας κυριολεκτικὰ παραληρεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος. Προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξει ὅτι ἡ εἰκόνα ποὺ μᾶς δίδουν τὰ εὐαγγελικὰ κείμενα γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ δὲν εἶναι ἀληθινή, ἀλλὰ παραπλανητική. Ὅτι εἶναι μία ἀπάτη. Καὶ μὲ ἀληθοφανῆ ἐπιχειρήματα προσπαθεῖ νὰ ξεσκεπάσει, ὅπως νομίζει, αὐτὴ τὴν «χριστιανικὴ ἀπάτη»! Κατ’ οὐσίαν ἀναμασάει, μία παλιὰ θεωρία, τὴν λεγόμενη «θεωρία τοῦ δόλου», τὴν ὁποία εἶχαν ἐπινοήσει πολλοὶ ἀρχαῖοι ἐθνικοὶ ἀντιχριστιανοὶ συγγραφεῖς, καὶ στὴ συνέχεια ἐπανέφεραν οἱ Ἄγγλοι θεϊστὲς τοῦ 17ου αἰώνα μὲ πρωταγωνιστῆ τὸν Herman – Samuel Reimarus. Σύμφωνα μὲ τὴν θεωρία αὐτὴ ὅλο τὸ χριστιανικὸ οἰκοδόμημα στηρίχτηκε σὲ μία ἀπάτη. Ὅτι «ἰδιαιτέρως ὁ σκοπὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθὼς καὶ τῶν συγγραφέων τῆς Καινῆς Διαθήκης ὑπῆρξε νὰ ὑπηρετήσωσι τὰ ἴδια αὐτῶν συμφέροντα» (Π. Τρεμπέλα, Ἀπολογητικαὶ Μελέται, τόμ.5, σελ.118, Ἀθῆναι, 1982).
Πιὸ συγκεκριμένα πασχίζει μὲ πάθος νὰ ἀποδείξει ὅτι οἱ Ναΐτες ἱππότες, (Τεμπλιέροι), τὸν 14ο αἰώνα, ἀνακάλυψαν δῆθεν τὴν πραγματικὴ ἀλήθεια γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν πραγματικὴ καταγωγὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ γι’ αὐτὸ καταδικάστηκαν καὶ καταδιώχτηκαν ἀπὸ τοὺς παπικούς. Ἰσχυρίζεται ὅτι «οἱ ἀπόκρυφοι Μάγιστροι τοῦ Τάγματος παρουσίασαν τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο τοῦ ἱστορικοῦ Ἰησοῦ πολὺ διαφορετικότερο ἀπὸ τὴ φήμη του. Ἀναμφίβολα στηρίχτηκαν εἴτε σὲ χειρόγραφα, ποὺ ἀνακάλυψαν οἱ ἴδιοι μέσα στὶς διάφορες πόλεις τῶν Ἁγίων τόπων, εἴτε σὲ μυστικὲς συναντήσεις ποὺ εἶχαν μὲ τοὺς σοφοὺς Ἄραβες, ἢ τοὺς Ἑβραίους Καβαλιστές, εἴτε τέλος σὲ ἐπαφὲς ποὺ εἶχαν μὲ τοὺς ‘Τελείους’ Καθαροὺς» (σελ. 26)! Χωρὶς νὰ θέλουμε νὰ στηρίξουμε τοὺς δολοφόνους τῶν Ναϊτῶν παπικούς, ρωτᾶμε: Ὑπάρχουν ἀποδείξεις γιὰ ὅλα αὐτὰ πού ἰσχυρίζεται ὁ συγγραφέας; Βρέθηκαν τὰ χειρόγραφα, πού ἀναφέρει; Ὄχι βέβαια! Τότε γιατί θὰ πρέπει νὰ ἐκλάβουμε τοὺς ἰσχυρισμοὺς τῶν Ναϊτῶν ὡς ἀξιόπιστους καὶ ὄχι τὴν πίστη στὰ εὐαγγελικὰ κείμενα καὶ τὴν χριστιανικὴ παράδοση; Δὲν μᾶς λέει τίποτε περὶ αὐτοῦ ὁ συγγραφέας!
Ἰσχυρίζεται ἐπίσης ὅτι τὰ Εὐαγγέλια, γράφτηκαν τὸν 4ο καὶ 5ο μ. Χ. αἰώνα. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια ξαναγράφτηκαν, ἀφοῦ πλαστογραφήθηκαν ἐνῶ καταστράφηκαν τὰ «αὐθεντικά»! Κάνει λόγο γιὰ «ἀνώνυμους συντάκτες τῶν Εὐαγγελίων τοῦ 4ου καὶ 5ου αἰώνα» (σελ. 288). «Στὴν πραγματικότητα», γράφει, «τὰ πρωτότυπα Εὐαγγέλια χάθηκαν, καὶ ὁ Ὠριγένης, (ποὺ ἔζησε ἀνάμεσα στὸν 3ο καὶ 4ο αἰώνα) μᾶς λέει ἤδη στὴν ἐποχὴ του ἀγνοοῦσαν τὴν ὕπαρξη τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ματθαίου. Ἂν μπορούσαμε νὰ ξαναβροῦμε τὰ χαμένα αὐτὰ κείμενα, εἶναι πιθανὸ πὼς θὰ παρατηρούσαμε μεγάλες διαφορὲς ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ καὶ στὰ διορθωμένα κείμενα τοῦ 4ου αἰώνα ποὺ χρησιμοποιοῦμε σήμερα» (σελ. 250)! Ὡστόσο ἀγνοεῖ φαίνεται ὅτι σώζονται μέχρι σήμερα πολλὰ σπαράγματα χειρογράφων τῶν Εὐαγγελίων, τὰ ὁποία ἀνάγουν τὴν προέλευσή τους ἀκόμα καὶ μέχρι τὰ τέλη τοῦ 1ου μ. Χ. αἰῶνος! Πέραν τούτου, πὼς εἶναι δυνατὸν τὰ καινοδιαθηκικὰ κείμενα νὰ γράφτηκαν τὸν 4ο καὶ 5ο αἰώνα, καθ’ ὂν χρόνον στὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων πού ἔζησαν νωρίτερα, τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες, βρίσκουμε πλεῖστα ὅσα χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, διάσπαρτα μέσα σ’ αὐτά;
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ κανονικὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, θεωρεῖ ὡς ἀξιόπιστα τὰ ἀπόκρυφα, νόθα καὶ ψευδεπίγραφα συγγράμματα τῶν πρωτοχριστιανικῶν χρόνων. Τὶς ἀφελεῖς, ἀνιστόρητες ἐμπαθεῖς καὶ βέβαια αἱρετικὲς ἀναφορές τους στὸ Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία τὶς θεωρεῖ a priori ἀξιόπιστες καὶ τὶς προβάλλει γιὰ νὰ θίξει τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἐπίσης ἀξιόπιστη θεωρεῖ τὴν ἀντιχριστιανικὴ ἰουδαϊκὴ γραμματεία καὶ ἰδιαίτερα τὴν ταλμουδική, τὴν ὁποία χρησιμοποιεῖ κατὰ κόρον στὸ σύγγραμμά του, ἐπειδὴ προφανῶς περιέχει ἐχθρικὸ καὶ συκοφαντικὸ περιεχόμενο. Ἀξιόπιστη θεωρεῖ καὶ τὴν ἀντιχριστιανικὴ γραμματεία τῶν πολεμίων τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐθνικῶν συγγραφέων! Ἀδυνατεῖ ὅμως νὰ διακρίνει μέσα στὸ παραλήρημά του, τὸ βασικὸ ἀξίωμα τῆς ἱστορίας, ὅτι ἡ ἀπάτη καὶ τὸ ψέμα, ἔχουν ἡμερομηνία λήξεως. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ δῆθεν «χριστιανικὴ ἀπάτη» θὰ εἶχε «ξεφουσκώσει» πολὺ σύντομα καὶ δὲν θὰ εἶχε μία ἱστορία δύο χιλιάδων χρόνων.
Φρίκη προκαλεῖ στὸν ἀναγνώστη ἡ εἰκόνα ποὺ μᾶς δίδει γιὰ τὸ πανάγιο πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸν παρουσιάζει ὡς ἀπατεώνα καὶ λαοπλάνο. Ὡς ἕναν τιποτένιο τυχοδιώκτη, ὁ ὁποῖος, μέσα στὴν ψυχοπαθολογική του σκοτοδίνη καὶ τὴ μωροφιλοδοξία του, συνέλαβε τὴν ἰδέα νὰ γίνει βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ. Γράφει: «Πρῶτα ἀπ’ ὅλα εἶναι τὰ ἐπεισόδια ἐκεῖνα ποὺ τὰ προκαλεῖ προσπαθώντας νὰ παρουσιάσει τὸν ἑαυτό του σὰν τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, σκηνοθετώντας τὶς προφητεῖες. Ἄλλες ἀπ’ αὐτὲς τὶς πραγματοποιεῖ κι ἄλλες τὶς παραλείπει ἐπειδὴ εἶναι δύσκολες στὴν πραγματοποίησή τους» (σελ. 221)! Προκειμένου νὰ πετύχει τὸν στόχο του, τὴν κατάληψη τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας μὲ τὴ «συμμορία» του, δηλαδὴ τοὺς μαθητές του, ἀποφάσισε νὰ προσεταιρισθεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ ἀναμενόμενου Μεσσία! Καὶ ὅταν ἀπέτυχε σ’ αὐτὴ του τὴν ἐπιδίωξη, «ὀνειρεύτηκε νὰ γίνει θεὸς μετὰ τὸ θάνατό του. Ἡ ἰδέα αὐτή, ποὺ εἶναι καὶ δική μας ὑπόθεση, τοῦ ἦρθε μετὰ τὴ γνωριμία του στὴ Φοινίκη μὲ τὶς τελετουργίες τῆς Ἀνάστασης τοῦ Ἄδωνι» (σελ. 221)! Ἀπὸ ποῦ ἀντλεῖ τὶς πηγές του; Ἀσφαλῶς ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ διάνοιά του, ἢ ἀντιγράφοντας τοὺς ἀντιχριστιανοὺς συγγραφεῖς τοῦ παρελθόντος!
Στὴ συνέχεια προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀναστήθηκε, κάνοντας ἀπίστευτες ὑποθέσεις, ποὺ ἀγγίζουν τὰ ὅρια τῆς παράνοιας. Μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει ὅτι ὁ ψυχοπαθὴς αὐτοκράτορας Ἰουλιανὸς (361-363), ἔδωσε ἐντολὴ νὰ καοῦν τὰ ὀστᾶ ἑνὸς σκελετοῦ, ὁ ὁποῖος ὑποθέτει ὅτι ἀνῆκε στὸν Ἰησοῦ καὶ ἐν τέλει συμπεραίνει: «Φτάνουμε στὸ συμπέρασμα πὼς ποτὲ δὲν συνέβη μία σαρκικὴ ἀνάσταση. Ἡ πράξη τοῦ Ἰουλιανοῦ προκάλεσε τὴν ὀργὴ τῶν χριστιανῶν καὶ σήμανε τὸ τέλος του, ποὺ δὲν ἄργησε νὰ ἔρθει ὕπουλα» (σελ. 294). Ὡστόσο ὁ αὐτοκράτορας εἶχε δώσει διαταγὴ νὰ καοῦν ὅλα τὰ Ἱερὰ Λείψανα, ποὺ ὑπῆρχαν σ’ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία. Κάηκαν χιλιάδες. Πῶς εἶναι σίγουρος ὅτι κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς σκελετοὺς πού κάηκαν ἀνῆκε στὸν Ἰησοῦ; Οὔτε καὶ ὁ ἴδιος εἶναι σίγουρος, ἀλλὰ τὸ γράφει γιὰ τοὺς ἀνίδεους ἀναγνῶστες του!
Σὲ ἄλλο σημεῖο γράφει ὅτι κάποια ὀστᾶ ποὺ «ἀνακαλύφτηκαν τὸ 1952 στὸ Ὅρος τῶν Ἐλαιῶν» εἶναι τοῦ Ἰησοῦ, (σελ. 306). Ἴσως «ξέχασε» τὸ προηγούμενο βέβαιο συμπέρασμά του, ὅτι αὐτὰ τὰ ἔκαψε ὁ Ἰουλιανὸς πρὶν ἀπὸ 17 αἰῶνες! Ἂν οἱ χριστιανοὶ εἶχαν τὴν παραμικρὴ ἀμφιβολία ὅτι ὁ Χριστὸς ὄντως ἀναστήθηκε, δὲν θὰ πίστευαν σ’ αὐτόν, οὔτε φυσικὰ θὰ τιμοῦσαν τὰ λείψανα ἑνὸς κοινοῦ ἀνθρώπου ποὺ νικήθηκε ἀπὸ τὸν θάνατο. Ὅπως τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «Εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται ματαῖα ἡ πίστις ὑμῶν» (Α΄ Κορ.15,17). Καὶ ἐδῶ ἐγείρεται τὸ καταλυτικὸ ἐρώτημα: Γιατί οἱ ἀπόστολοι ἔχασαν τὴ ζωή τους καὶ μαρτύρησαν φρικτὰ ὑπερασπιζόμενοι ἕνα ψεῦδος; Ἐὰν δὲν εἶχαν ζήσει τὴν ἀνάσταση, μὲ ποιὰ δύναμη ψυχῆς θὰ πέθαιναν κηρύσσοντας τὴν; Τὸ ἀκλόνητο θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο στηρίζεται ὁλόκληρο τὸ χριστιανικὸ οἰκοδόμημα εἶναι ἡ πίστη στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὰ ὅμως εἶναι ψιλὰ γράμματα γιὰ κεῖνον!
Σὲ ἄλλο σημεῖο ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ Χριστός, δὲν ἀναστήθηκε ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ παρουσιαζόταν ὡς ὁ ἀναστᾶς Χριστὸς ἦταν «ὁ δίδυμος μυστηριώδης ΤΑΟΜΑ (σ.σ. Θωμάς), (ὁ ὁποῖος) μοιάζει μὲ τὸν Ἰησοῦ, σὰν δίδυμος ἀδελφὸς» (σελ. 314)! Καὶ συνεχίζει: «Ἀλλά, γιὰ τὸ Δίδυμο, ὁ ρόλος τοῦ εἶναι ἐπικίνδυνος. Δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ παριστάνει συνεχῶς τὸν ‘ψευδοαναστημένο’ Ἰησοῦ» (σελ. 314)! Ὅλα αὐτὰ ὅμως εἶναι ἀνόητες καὶ παιδαριώδεις ὑποθέσεις, μὲ τὶς ὁποῖες δὲν ἀξίζει κανεὶς νὰ ἀσχοληθεῖ.
Ἀπὸ ὅσα παραθέσαμε παρὰ πάνω εὔκολα μπορεῖ νὰ διαπιστώσει ὁ ἀναγνώστης, τὴν σαθρότητα τῶν ἐπιχειρημάτων, τὴν προχειρότητα καὶ τὴν ἔλλειψη κάθε ἐπιστημονικῆς βάσεως στὸ ἀντιχριστιανικὸ αὐτὸ βιβλίο. Ἡ ἀναφορὰ μας σ’ αὐτὸ γίνεται μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐπιστήσουμε τὴν προσοχὴ σὲ κάποιους πιστούς μας, οἱ ὁποῖοι ὡς μὴ ἔχοντες τὸν ἀνάλογο πνευματικὸ καὶ ἐπιστημονικὸ ἐξοπλισμό, δὲν εἶναι ἱκανοὶ νὰ διακρίνουν τὶς πλάνες του. Καὶ ἑπομένως, ἂν τὸ διαβάσουν, μπορεῖ νὰ κλονιστεῖ ἡ πίστη τους. Αὐτὸς εἶναι ἄλλωστε καὶ ὁ στόχος τοῦ βιβλίου. Ζοῦμε σὲ καιροὺς ἀποκαλυπτικούς, ὅπου ἡ πλάνη ἔχει ὑπερπερισσεύσει καὶ ὁ ἀντίδικος διάβολος «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίει» (Α΄ Πέτρ.5,8), μὲ συμμάχους του τὰ ἐπὶ γῆς δύστυχα ὄργανά του, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶναι καὶ ὁ R. Ampelain, μαζὶ μὲ τοὺς διακινητὲς τῶν σαθρῶν του συγγραμμάτων!
Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν