Ένα υπερβατικό ταξίδι σε καθαρτήρια, αιώνια μαρτύρια, καταπράσινα λιβάδια και… εκμηδενισμούς υπάρξεων
Μετά θάνατον ζωή την έχουν αποκαλέσει και είναι η βαθιά ριζωμένη πεποίθηση πως ένα ουσιαστικό κομμάτι της ταυτότητας ή της συνείδησής μας συνεχίζει να ζει ακόμα και μετά το τέλος του φθαρτού σώματος.
Οι θρησκείες επιμένουν εξάλλου πως η επίγεια ζωή δεν είναι παρά ένα προπαρασκευαστικό στάδιο για τον «άλλο» κόσμο, τον αιώνιο, τον αληθινό, τον παντοτινό. Και είναι οι πράξεις μας στο σύντομο αυτό πέρασμά μας από τη ζωή που θα καθορίσουν την τύχη μας όταν η ψυχή ή το πνεύμα περάσει στο επέκεινα.
Ο θάνατος δεν είναι λοιπόν το τέλος, παρά ένα πέρασμα σε μια άλλη σφαίρα, μια σφαίρα που έχουν βαλθεί να περιγράψουν οι πάντες, από τα θρησκευτικά δόγματα και τη μεταφυσική μέχρι και κάθε εσωτερική, ερμητική και μυστικιστική λατρεία.
Είναι ωστόσο οι μεγάλες αφηγήσεις για το υπέρτατο ον που μονοπωλούν όχι μόνο το ενδιαφέρον, αλλά και την ίδια την ουσία της μετά θάνατον κατάστασης. Ο Θεός, ή ένας θεός τέλος πάντων, που θα καθορίσει με την πάνσοφη κρίση του τα ανθρώπινα πεπραγμένα στη Γη απονέμοντας την αιώνια επιβράβευση ή τα παντοτινά μαρτύρια.
Τον Παράδεισο ή την Κόλαση, κοντολογίς, έννοιες που έχουν ριζώσει στο φαντασιακό μας για περισσότερο απ’ όσο μπορεί να θυμηθεί ο άνθρωπος. Έννοιες κοσμολογικές, εσχατολογικές, υπερβατικές και εξόχως θρησκευτικές που περιλαμβάνουν τα πάντα, από θεούς, δαίμονες, αγίους και προγόνους μέχρι φριχτά βασανιστήρια και εσαεί τιμωρίες.
Από τη μία έχουμε τον ιερό Παράδεισο, το ανώτατο μέρος όπου πηγαίνουν οι ενάρετοι και οι δίκαιοι, και από την άλλη την καταραμένη Κόλαση, αυτόν τον κάτω κόσμο που κανείς δεν θέλει να βρεθεί εντός του.
Πώς γεννήθηκαν όμως αυτές οι έννοιες; Τις έφερε πράγματι στις βαλίτσες του ο χριστιανισμός ή μήπως προϋπήρχαν ως δοξασίες σε ακόμα πιο αρχαίες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Στη δική μας γλώσσα για Παράδεισο πρωτομίλησε ο Ξενοφώντας, τόσο στην «Κύρου Ανάβαση» και την «Κύρου Παιδεία» όσο και τα «Ελληνικά» του, αναφερόμενος στους περιφραγμένους λειμώνες (λιβάδια) του πέρση βασιλιά.
Ως «Παράδεισο» απέδωσαν αργότερα οι έλληνες λόγιοι στην κοινή ελληνιστική τον εβραϊκό Κήπο της Εδέμ, τον τόπο όπου τοποθέτησε ο Θεός τους Πρωτόπλαστους, στη σπουδαιότερη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης («Εβδομήκοντα») στα ελληνικά.
Όσο για την Κόλαση, εκεί που τιμωρούνται οι αμαρτωλοί και οι φαύλοι, μαθαίνουμε γι’ αυτή από τον Ματθαίο (25:46): «ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ο Μάρκος μάς λέει μάλιστα (9:47) πως πρέπει να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας για να μη βρεθούμε εκεί, ακόμα και τα μάτια μας να βγάλουμε αν είναι αυτά που θα μας φέρνουν στην αμαρτία: «καὶ ἐὰν ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζῃ σε, ἔκβαλε αὐτόν· καλὸν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἢ τοὺς δύο ὀφθαλμοὺς ἔχοντα ἀπελθεῖν εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός».
Αλλά και ο Ιωάννης δεν μασά καθόλου τα λόγια του στην «Αποκάλυψή» του (21:8) για το τι εστί Κόλαση: «Οι δειλοί όμως, οι άπιστοι, οι βδελυροί, οι φονιάδες, οι πόρνοι, οι μάγοι, οι ειδωλολάτρες κι όσοι αντιστρατεύονται την αλήθεια, θα ’χουν το μερίδιό τους στη λίμνη που καίγεται με φωτιά και θειάφι. Αυτός είναι ο δεύτερος θάνατος».
Ο πιστός χριστιανός ξέρει καλά τι είναι ο Παράδεισος και η Κόλαση, αν και οι έννοιες φαίνεται να προϋπάρχουν του χριστιανισμού. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν άλλωστε τον Άδη τους, τον κύριο του Κάτω Κόσμου που λειτούργησε ως βάση για πολλές θρησκευτικές κολάσεις. Αλλά και ο ζωροαστρισμός φαίνεται πως έχει επηρεάσει βαθύτατα τις αβρααμικές θρησκείες, ως παλαιότερος των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών παραδόσεων και κυρίαρχο ρεύμα στη Μεσοποταμία. Και ήταν αυτός πιθανότατα που μας κληροδότησε τη βάση για τον Παράδεισο και την Κόλαση, μπολιάζοντας τα μυαλά των πρώτων πιστών των άλλων θρησκειών με την αιώνια ανταμοιβή ή το μαρτύριο της ψυχής μετά το μοιραίο.
Να πώς κατάλαβαν και μεταμόρφωσαν τον Παράδεισο και την Κόλαση του Ζωροάστρη μια σειρά από μεγάλες και ιστορικές θρησκείες…
Θα περίμενε κανείς πως ο εβραϊσμός, ως μια από τις παλαιότερες και με μεγαλύτερη διάχυση στις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες παράδοση, θα είχε μια ξεκάθαρη άποψη για τον Παράδεισο. Στην πραγματικότητα όμως η Παλαιά Διαθήκη κάνει ελάχιστες και αποσπασματικές αναφορές για τα μετά της ζωής, καθώς αυτό που κυρίως την ενδιαφέρει είναι η επίγεια ζωή και η άμεση, φυσική και συγκεκριμένη επιβράβευση ή τιμωρία για τις πράξεις σου σε αυτόν τον κόσμο (όπως μας λέει, για παράδειγμα, στο Λευιτικόν 26:3-9 και το Δευτερονόμιο 11:13-15).
Κι έτσι ό,τι έχουμε από την ιουδαϊκή ιδέα περί Παραδείσου δεν είναι παρά ερμηνείες μεταγενέστερων. Αυτοί μας λένε, για παράδειγμα, πως οι εβραίοι έχουν Παράδεισο, μόνο που θα συμβεί μόνο μετά την έλευση του Μεσσία, όταν οι νεκροί σηκωθούν από τους τάφους τους. «Σαμάγιμ» (ουρανοί) είναι στα εβραϊκά ο τόπος όπου κατοικεί ο Θεός και οι άγγελοί του, αλλά και οι ενάρετοι νεκροί, μόνο που δεν μας λέει η Πεντάτευχος τίποτα περισσότερο.
Τα ιερά κείμενα των ιουδαίων δεν περιλαμβάνουν ενδείξεις για τη μετά θάνατον ζωή και όταν αυτή αναφέρεται, είναι σε ραβινικές ερμηνείες που ήρθαν αρκετές εκατοντάδες χρόνια αργότερα. Η Τορά αναφέρει ωστόσο πως ο Αβραάμ, ο Ισμαήλ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Μωϋσής και ο Ααρών συνάντησαν τους ανθρώπους τους μετά θάνατον. Αυτή η κοινή συνάντηση ερμηνεύτηκε ως κάτι διαφορετικό από τον απλό θάνατό τους.
Αυτό δεν σημαίνει πως ο ιουδαϊσμός πιστεύει πως ο φυσικός θάνατος είναι το τέλος του ανθρώπου, δεν έχει απλώς συνεκτική εξήγηση για το τι ακριβώς συμβαίνει στην ψυχή. Κάποιας μορφής ανταμοιβή φαίνεται πάντως να υπάρχει και έχει να κάνει με τον Κήπο της Εδέμ, που δεν είναι ωστόσο ο ίδιος με τον Παράδεισο του Αδάμ και της Εύας.
Η εβραϊκή Κόλαση είναι ωστόσο πιο επαρκώς καθορισμένη από τον Παράδεισο, και πάλι όμως οι αναφορές της ενυπάρχουν κυρίως στον εβραϊκό μυστικισμό (Καμπαλά) και όχι στον κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Η Κόλαση των ιουδαίων φαίνεται να είναι κάτι σαν καθαρτήριο, μια μεταβατική κατάσταση δηλαδή που δεν έχει τον τελεσίδικο χαρακτήρα του χριστιανισμού. Και προσλαμβάνεται περισσότερο συμβολικά παρά κυριολεκτικά.
Η εβραϊκή Βίβλος αναφέρεται και πάλι ελάχιστα στην έννοια της Κόλασης, περιγράφοντάς τη απλώς ως το μέρος όπου κατοικούν οι ψυχές των νεκρών. Η Καμπαλά, που δεν περιλαμβάνεται στα επίσημα κείμενα της θρησκείας, εξηγεί πάντως πως Κόλαση υπάρχει και είναι μια κοιλάδα όπου θυσιάζονται παιδιά στον δαίμονα Μολώχ. Και πάλι έχει όμως μια μεταβατική φύση, καθώς κανείς δεν παραμένει εκεί εις το διηνεκές.
Στον «Εκκλησιαστή» και τον «Ιώβ» αναφέρεται μάλιστα πως όλοι οι νεκροί πάνε στο μέρος αυτό με τις φωτιές που καίνε, είτε ήταν καλοί είτε κακοί στη ζωή, είτε δούλοι είτε ελεύθεροι, είτε φτωχοί είτε πλούσιοι. Οι βιβλικοί μελετητές μάς λένε πως ο πρώιμος εβραϊσμός δεν είχε καν έννοιες για τη μετά θάνατον ζωή και τις απέκτησε κατά τα ελληνιστικά χρόνια, από την επαφή του με τα ελληνικά βασίλεια…
Ακόμα και οι πιστοί χριστιανοί πιστεύουν πως ξέρουν πώς είναι υποτίθεται ο Παράδεισος, μόνο που η πεποίθησή τους δεν είναι ακριβώς σωστή. Ο Παράδεισος των χριστιανών έλκει την καταγωγή του από την Ιερουσαλήμ με τις 12 πύλες, καθεμία εκ των οποίων έχει το όνομα μιας από τις φυλές του Ισραήλ, αλλά και έναν άγγελο για φύλακα.
Έχει ακόμα 12 πηγές, για καθέναν από τους αποστόλους, αλλά και ένα πελώριο τείχος φτιαγμένο από υλικά που δεν συναντάς στη Γη. Εκεί θα βρεις το ποτάμι με το «νερό της ζωής», που πηγάζει από τον Θρόνο του Θεού, και τα δέντρα που παράγουν κάθε μήνα τα «φρούτα της ζωής». Όποιος ζει στον Παράδεισο, έχει το όνομα του Θεού γραμμένο στο μέτωπό του και δεν νιώθει πόνο. Ούτε χύνει δάκρυα.
Ο Παράδεισος των χριστιανών είναι ένας τόπος γαλήνης. Αντανακλά μάλιστα τις ρίζες της θρησκείας στον ιουδαϊσμό, καθώς περιλαμβάνει μια πόλη που ονομάζεται Νέα Ιερουσαλήμ, την οποία περιγράφει διεξοδικά η Αποκάλυψη του Ιωάννη. Έχει υποστηριχθεί πάντως από σπουδαίους θεολόγους πως πολλά από αυτά λειτουργούν ως μεταφορές και ο Παράδεισος δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να εκλαμβάνεται ως ένας πραγματικός τόπος «εκεί πάνω». Αλλά και πως δεν είναι η τελική κατοικία των ενάρετων, καθώς όλα θα κριθούν μετά τη Δευτέρα Παρουσία.
Η Κόλαση των χριστιανών μοιάζει αρκετά με τον Κάτω Κόσμο των αρχαίων Ελλήνων. Με φωτιές ολόγυρα, εκεί καίγονται και βασανίζονται αιωνίως οι ψυχές των αμαρτωλών. Ο Μάρκος την περιγράφει χαρακτηριστικά ως το μέρος που δεν σβήνει ποτέ η φλόγα. Στον καθολικισμό μάλιστα αρκετές ιδέες περί Κολάσεως έχουν προέλθει από την «Κόλαση» του Δάντη.
Η Καινή Διαθήκη την αφηγείται πάντως ως συνδυασμό της εβραϊκής ιδέας περί αιώνιας φωτιάς (Γέεννα) και της αρχαιοελληνικής ως αιώνιας τιμωρίας (Άδης). Για τον καθολικισμό είναι περισσότερο η τιμωρία της απομάκρυνσης της ψυχής από τον Θεό και το καλό, καθώς για να βρεθεί κάποιος στο εσωτερικό της πρέπει να πεθάνει ως αμαρτωλός και να μην έχει μετανοήσει για τα κρίματά του.
Μόνο που αυτή η Κόλαση έχει και μεταβατικό και τελεσίδικο χαρακτήρα, καθώς μετά τη Μέρα της Κρίσης και την ανάσταση των νεκρών εκεί θα καταλήξουν οι ψυχές όσων κριθούν ακατάλληλοι για τον Παράδεισο. Και θα ζήσουν εις το διηνεκές διαχωρισμένοι από τον Θεό, κάτι που δέχονται όλα τα δόγματα της χριστιανικής πίστης…
Αν ζήσεις τη ζωή σου ως ενάρετος μουσουλμάνος, τότε θα περάσεις την αιωνιότητα σε έναν κήπο όπου η θερμοκρασία είναι πάντοτε ιδανική. Εκεί, στους άνετους χρυσοποίκιλτους καναπέδες, θα σε περιμένουν καλοσχηματισμένες κοπέλες με μεγάλα, όμορφα μάτια και μεταξωτά φορέματα, θα γεύεσαι όλα τα καλά του κόσμου και θα περιβάλλεσαι από όλους σου τους αγαπημένους.
Η ισλαμική εκδοχή του Παραδείσου είναι ο τελικός τόπος προορισμού του ενάρετου και του ευσεβούς πιστού και έχει πολλά κοινά με τον εβραϊκό Κήπο των Πρωτόπλαστων. Οι μουσουλμάνοι χρησιμοποιούν αρκετές λέξεις για να περιγράψουν διάφορες βαθμίδες του Παραδείσου, οι οποίες έχουν αποκτήσει με τον χρόνο το ίδιο πάνω-κάτω νόημα. Ο δικός τους Παράδεισος είναι ένας τόπος που εκλαμβάνεται κυριολεκτικά, ένα μαγικό μέρος όπου πραγματοποιούνται όλες οι επιθυμίες σου. Εκεί θα ζήσεις αιώνια ευτυχισμένος, χωρίς να έχεις ποτέ αρνητικά συναισθήματα.
Η μουσουλμανική κοσμολογία αναγνωρίζει 7 στρώματα στον Παράδεισο και άλλα 7 στην Κόλαση. «Ουρανούς» τους αποκαλεί το Κοράνι και εκεί καταλήγουν οι ενάρετοι μετά τον θνητό θάνατό τους. Υπάρχουν ωστόσο αρκετές διαφοροποιήσεις εντός του ισλαμισμού. Οι σουφιστικές παραδόσεις, για παράδειγμα, τοποθετούν τον Παράδεισο μετά τον έβδομο ουρανό, μεταξύ ογδόου και ενάτου. Στο Κεφάλαιο (Σουράτ) 21:30, για παράδειγμα (αλλά και στο 67:5), μαθαίνουμε πως ο κατώτατος ουρανός είναι το Σύμπαν, το οποίο έχει πάνω του άλλους έξι ουρανούς.
Το Κοράνι βρίθει από αναφορές (13:15, 18:31, 38:49-54, 35:33-35, 52:17-27, 78:31-34) για τις ανταμοιβές της ισλαμικής Εδέμ. Ο κήπος περιλαμβάνει ποτάμια, φρούτα και παχυλές σκιές, αλλά και κοπέλες (ή παρθένες, σε κάποιες μεταφράσεις) που περιμένουν τον πιστό. Οι μουσουλμάνοι απορρίπτουν μάλιστα την έννοια του Προπατορικού Αμαρτήματος, πιστεύοντας πως κάθε άνθρωπος γεννιέται καθαρός. Τα παιδιά που πεθαίνουν πηγαίνουν αυτομάτως στον Παράδεισο, ανεξαρτήτως της θρησκείας των γονέων τους.
Για τους μωαμεθανούς το ισοζύγιο καλών και κακών πράξεων είναι μετρήσιμο και όσο πιο πολύ κλίνει ο ζυγός προς το καλό, σε τόσο ανώτερη παραδείσια βαθμίδα θα φτάσει η άφθαρτη ψυχή. Ακόμα και η κατώτερη βαθμίδα του Παραδείσου όμως λέγεται πως είναι τουλάχιστον εκατό φορές καλύτερη από την επίγεια ζωή. Στην έβδομη μάλιστα βαθμίδα, τα σπίτια των ανθρώπων χτίζονται από χέρια αγγέλων με αποκλειστικό δομικό υλικό τον χρυσό.
Από την άλλη, υπάρχει η Κόλαση. Παράδεισος και Κόλαση αναφέρονται συνήθως στα ίδια εδάφια του Κορανίου και σε χτυπητή αντίθεση μεταξύ τους. H Κόλαση του μωαμεθανού είναι ένας τόπος για τους κακούς με τις γνώριμες φωτιές που επικρατούν στις αβρααμικές θρησκείες. Από αυτή την Κόλαση δεν γλιτώνει ο καταδικασμένος, καθώς όποιος προσπαθήσει να αποδράσει θα υποστεί χειρότερα βασανιστήρια. Και τα βασανιστήρια είναι εδώ όσο πιο φριχτά παίρνει.
Η φωτιά δεν είναι άλλωστε παρά η αρχή των βασανιστηρίων, μιας και πρόκειται ουσιαστικά για ένα πύρινο τείχος που περιβάλλει τους φαύλους. Όποιος διαμαρτύρεται, λούζεται με καυτό νερό, «καυτό σαν λιωμένο ορείχαλκο», το οποίο καίει το πρόσωπό του. Αν και γίνεται χειρότερο, μιας και οι κολασμένοι φορούν πύρινα ρούχα και μαστιγώνονται με σιδερένιες ράβδους.
Το Κοράνι μάς λέει πως όλα αυτά θα συμβούν κατά τη Μέρα της Κρίσης, όταν ο κόσμος θα καταστραφεί και όλοι, ζωντανοί και νεκροί, θα κριθούν από τον Αλλάχ. Στην Κόλαση θα κατευθυνθούν όλοι οι άθεοι, όσοι έχουν παραβεί τους θείους νόμους ή έχουν απορρίψει τις Γραφές. Οι «εχθροί του Ισλάμ» στέλνονται κατευθείαν στην Κόλαση μετά τον θάνατό τους.
Ο βαθμός του βασανισμού έγκειται στην ποσότητα των αμαρτιών που θα έχει διαπράξει στον βίο του ο κολασμένος και τα δεινά που θα υποστεί δεν είναι μόνο σωματικά, αλλά και πνευματικά.
Και η Κόλαση έχει εφτά επίπεδα, αλλά και εφτά πύλες, τις οποίες διαβαίνουν διαφορετικές κατηγορίες αμαρτωλών, αν και εδώ υπάρχει μερίδα θεολόγων που αμφισβητούν τη μονιμότητα της Κόλασης για την καταδικασμένη ψυχή, πιστεύοντας πως είναι και στον μουσουλμανισμό μια μεταβατική κατάσταση κάθαρσης, ώστε να μετανοήσει ο άνθρωπος, να συγχωρεθεί και να μετακομίσει τελικά στον Παράδεισο…
Οι θρησκευτικές παραδόσεις της Ανατολής δεν έχουν συνήθως προσδιορισμένους Παραδείσους, καθώς εκλαμβάνονται συμβολικά ως αποδέσμευση από τα δεινά της ύπαρξης. Οι ινδουιστές πιστεύουν εξάλλου στη μετενσάρκωση και ο Παράδεισος αποκτά εδώ την έννοια της απελευθέρωσης από τον αέναο αυτό κύκλο της ζωής. Και ο μόνος τρόπος να ξεφύγεις από τις απανωτές ζωές είναι μέσω του διαφωτισμού.
Στον ινδουισμό (βραχμανισμό) υπάρχει μια απόλυτη πραγματικότητα που υπερβαίνει την αισθητηριακή εμπειρία. Όλα είναι ρευστά και εύπλαστα και εξελίσσονται μάλιστα στον ιστορικό χρόνο, καθώς η θρησκεία έχει μεταμορφωθεί εντυπωσιακά από την αρχαιότητα ως και τις μέρες μας, ανταποκρινόμενη στην εκάστοτε εποχή.
Ιερά κείμενα δεν υπάρχουν, με τον τρόπο τουλάχιστον των δυτικών μονοθεϊστικών θρησκειών, παρά «δρόμοι σωτηρίας» για το σώμα και το πνεύμα. Για τους ινδουιστές εξάλλου ο κόσμος φτάνει συνεχώς σε ένα τέλος και αρχίζει πάλι από την αρχή, με τον ρευστό αυτό χωροχρόνο να μην αφήνει περιθώρια για παγιωμένες και προϋπάρχουσες καταστάσεις.
Σύμφωνα πάντως με τα παλαιότερα κείμενα της θρησκείας, τις Βέδες, αυτό που θα θεωρούσαμε ως Παράδεισο εμείς οι Δυτικοί είναι ένα συμβολικό μέρος που σε απελευθερώνει από την πλάνη του επίγειου κόσμου. Οι πράξεις μας (κάρμα) είναι αυτές που μας συνδέουν με τον πλαστό αισθητό κόσμο -καθώς αγνοούμε τον άλλο, τον αληθινό- και μας αναγκάζουν στον ατέρμονο αυτό κύκλο ζωής και αναγέννησης, από τον οποίο δύσκολα γλιτώνεις.
Μόνο αν αποδεσμευτείς από την άγνοιά σου και συνειδητοποιήσεις την πραγματική, υπερβατική, ζωή θα απαλλαχθείς από το φορτίο της ύπαρξης. Σε κάποια ινδουιστικά δόγματα υπάρχουν ωστόσο περισσότερο ορισμένοι Παράδεισοι, μια σαφής ινδουιστική κοσμολογία δηλαδή, που αποτελείται από οχτώ επίπεδα. Μια σειρά από παραδεισένιους κόσμους κοντολογίς όπου περνούν λίγο καιρό οι δίκαιοι και οι ενάρετοι μέχρι την επόμενη μετενσάρκωσή τους.
Αυτοί που έχουν κάνει καλό δηλαδή στο συγκεκριμένο επίγειο πέρασμά τους, μόνο που δεν είναι έτοιμοι ακόμα για το μεγάλο βήμα της απελευθέρωσης. Κάποιες ινδουιστικές παραδόσεις μιλούν για τον Παράδεισο, την υψηλότερη βαθμίδα των ουράνιων κόσμων, και είναι το μέρος όπου θα κατοικήσει η απελευθερωμένη ψυχή μέσα στην αιώνια ομορφιά και το φως.
Για τον ινδουισμό δεν είναι τελικός σκοπός ο Παράδεισος, καθώς όπου υφίσταται δεν είναι παρά εφήμερος και συνδέεται με το σώμα. Ο Παράδεισος είναι κι αυτός ατελής λοιπόν, άλλο ένα όνομα για την εγκόσμια υλική ζωή. Πάνω από τον επίγειο κόσμο υπάρχουν εξάλλου κι άλλοι νοητοί κόσμοι και πολλά μπορούν να συμβούν από την αλληλεπίδρασή τους.
Στο ίδιο μοτίβο κινείται και η Κόλαση (Σαμσάρα). Καθώς όλα συνδέονται με την αέναη αυτή αλληλουχία γέννησης-θανάτου-μετενσάρκωσης, κάθε ένοικος Κόλασης ή Παραδείσου θα επιστρέψει αναγκαστικά σε κάποια σφαίρα και θα κατοικήσει σε μια νέα ύπαρξη, μέχρι να ολοκληρωθεί κι αυτός ο κύκλος.
Όπως είπαμε, ο ινδουισμός δεν διέπεται από σταθερές αρχές και παραδεδομένες δοξασίες, κι έτσι σε κάποια δόγματά του υφίσταται μιας μορφής Κόλαση (Ναράκα), ένας κυριολεκτικός Κάτω Κόσμος όπου οι ψυχές περνούν διάφορα βασανιστήρια σύμφωνα με τις αμαρτίες τους στον πλαστό επίγειο κόσμο προκειμένου να εξιλεωθούν. Όποιος έκλεψε τον πλούτο του άλλου, τη γυναίκα ή τα παιδιά του στην επίγεια ζωή, για παράδειγμα, θα δεθεί με σχοινιά και θα αφεθεί να λυσσάξει της πείνας και της δίψας και θα δαρθεί μετά μέχρι λιποθυμίας. Όσο γι’ αυτόν που έζησε σε βάρος των άλλων, θα τιμωρηθεί από ένα τρομακτικό πλάσμα που τρέφεται με τις σάρκες του.
Η παραμονή των κολασμένων όμως είναι κι εδώ προσωρινή και ανάλογα με την κάθαρση της ψυχής, ο καταδικασμένος θα επιστρέψει (γιατί θα επιστρέψει αναγκαστικά) στη ζωή σε ανώτερα ή κατώτερα επίπεδα. Κάποια κείμενα περιγράφουν αυτόν τον τόπο ως έναν απύθμενο σκοτεινό λάκκο και υφίστανται δεινά για τις αμαρτίες.
Παρά το γεγονός ότι ινδουισμός, βουδισμός και ταοϊσμός έχουν τελείως διαφορετικές προσλαμβάνουσες για τη μεταθανάτια ζωή, περισσότερο μεταφορικές Κολάσεις και Παραδείσους δηλαδή παρά υλιστικές, υπάρχουν ρεύματά τους που εκλαμβάνουν τις έννοιες με παραπλήσιο τρόπο με τον μονοθεϊστικό δυτικό…
Ο μόνος τρόπος να περάσει ο βουδιστής στον Παράδεισο, τη Νιρβάνα, είναι να μην το θέλει! Κι αυτό γιατί το κλειδί της φώτισης, ώστε να γίνει κάποιος πεφωτισμένος και να μπορεί να εισέλθει στην ανώτερη αυτή μορφή ζωής δηλαδή, είναι η απάρνηση της επιθυμίας, κάθε επιθυμίας.
Το εγώ θα πρέπει να καταστρατηγηθεί ολότελα για να αγγίξει ο πιστός τη Νιρβάνα, ώστε να ζήσει μετά χωρίς έννοιες και θέλω. Για τον βουδισμό εξάλλου όλα τα δεινά και τα βάσανα εκπορεύονται από την επιθυμία, μια παγίδα που μας κρατά εγκλωβισμένους στον ιστό της ψευδαίσθησης που αποκαλούμε «εαυτό». Ο Βούδας κήρυξε πως η επιθυμία είναι η φλόγα που μας καίει, προκαλεί όλα τα πάθη και μας κρατά δέσμιους σε αυτόν τον αιώνιο κύκλο ζωής και θανάτου, μιας και δεν σταματά με το επίγειο τέλος.
Η Νιρβάνα είναι ο νοητός τόπος όπου σβήνει αυτή η φωτιά, παίρνοντας μαζί της όλα όσα μας ταλαιπωρούν στη ζωή και ολοκληρώνοντας τον κύκλο της μετενσάρκωσης. Ο Βούδας άντλησε πολλά από τη βραχμανική παράδοση, όπως τις επίγειες πράξεις (κάρμα) αλλά και τις έννοιες του Παραδείσου και της Κόλασης, όπως αναδύονταν αυτές με τον γνώριμο ρευστό τρόπο στις ινδουιστικές λατρείες.
Ο Παράδεισος του βουδιστή χαρακτηρίζει μια υπερβατική κατάσταση που επιτυγχάνεται με την άσκηση και τον διαλογισμό. Στη Νιρβάνα εξαλείφεται ο πόνος που εκπορεύεται από τις διαδοχικές μετενσαρκώσεις και το εγώ χάνει τελικά τους λόγους και τα στοιχεία της ύπαρξής του, καθώς η φώτιση υποδεικνύει την αληθινή ζωή, μια ζωή που δεν έχει καμία σχέση με την ψευδαίσθηση του αισθητού κόσμου.
Κάποιες βουδιστικές παραδόσεις εκλαμβάνουν ωστόσο τη Νιρβάνα λιγότερο συμβολικά, μιλώντας μας για μια απόλυτη κατάσταση όπου το είναι και το μη είναι παύουν να διαπερνιούνται αντιφατικά, καθώς λούζονται από αυτό το αρχέγονο φως της συνείδησης. Επίσης αφηρημένος και συχνά αμφίσημος, ο βουδιστικός Παράδεισος ανοίγεται στον πιστό μόνο όταν εκείνος απωλέσει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του και κυρίως τις θνητές επιθυμίες του. Όταν εκμηδενίσει ουσιαστικά την ύπαρξή του, ώστε να περάσει στην απολύτρωση της ψυχής από τα εγκόσμια δεινά. Και τον καταλαβαίνεις φυσικά μόνο όταν τον βιώσεις.
Άλλες πάλι παραδόσεις της θρησκείας δέχονται αρκετούς Παραδείσους, μόνο που είναι όλοι τους τμήμα της αισθητηριακής πλάνης. Όσοι συγκεντρώσουν αρκετό καλό κάρμα (προβούν σε επίγειες ηθικές πράξεις δηλαδή), μπορεί να αναγεννηθούν σε έναν από αυτούς, αν και θα παραμείνουν μόνο για λίγο, καθώς η ατελής ψυχή θα τραβήξει αναγκαστικά τον δρόμο της για τη μετενσάρκωση σε κάποιο ανθρώπινο ή μη ον. Ακόμα και γι’ αυτές όμως, ο πραγματικός, αιώνιος, Παράδεισος είναι μόνο η απόδραση από την απαράβατη αναγκαιότητα των διαδοχικών μετενσαρκώσεων και η αφύπνιση (φώτιση).
Στο ίδιο μήκος κύματος πάντα, η βουδιστική κοσμολογία αναγνωρίζει ένα παροδικό Σύμπαν στο οποίο τα όντα μετακινούνται μεταξύ διαφορετικών κόσμων. Ο κόσμος του ανθρώπου δεν είναι έτσι παρά ένας μόνο «τόπος» ή «μονοπάτι» σε αυτό το κατακόρυφο συνεχές με τους -προσωρινούς- Παραδείσους που υπάρχουν πάνω από την ανθρώπινη σφαίρα και τους αντίστοιχους κόσμους των ζώων, των πνευμάτων και των δαιμονικών υπάρξεων που υφίστανται στη βάση.
Η Κόλαση είναι και για τον βουδιστή η ατέρμονη αυτή αλληλουχία ζωής και θανάτου, αν και υπάρχουν ρεύματα που κάνουν λόγο για μια άλλης μορφής Κόλαση. Είναι εκεί που θα παραμείνει η ψυχή για 49 ημέρες μετά τον θάνατο του θνητού και είτε θα περάσει στη Νιρβάνα είτε θα αναγεννηθεί ξανά.
Η Κόλαση είναι αυτή η μεταβατική κατάσταση, ένα «μεταξύ», αν και στην ουσία υπάρχουν πολλά «μεταξύ». Η ινδουιστική Κόλαση (Ναράκα) ενυπάρχει σε κάποια δόγματα του βουδισμού -περισσότερο ως Καθαρτήριο-, αν και διαφέρει από τη χριστιανική Κόλαση σε δύο βασικά σημεία: πρώτον, όσοι καταλήγουν εδώ δεν είναι αποτέλεσμα θείας κρίσης ή τιμωρίας και δεύτερον, η παραμονή στη Ναράκα είναι προσωρινή, έστω κι αν η προσωρινότητα μετρά ακόμα και εκατοντάδες εκατομμύρια ή ακόμα και πεντάκις εκατομμύρια χρόνια.
Στην Κόλαση δεν πηγαίνει εξάλλου ο άνθρωπος, αλλά (ξανα-)γεννιέται εκεί ως αποτέλεσμα του κάρμα του, που μετρήθηκε και βρέθηκε λειψό. Ή σώθηκε στην πορεία των τόσων μετενσαρκώσεων. Υπάρχουν πάντως ιερά κείμενα του βουδισμού στα οποία ο Βούδας περιγράφει λεπτομερώς τις Κολάσεις ως μια σειρά από σπηλιές που εκτείνονται κάτω από τον κόσμο των ανθρώπων (τη Γη). Εκεί ενυπάρχουν οχτώ Καυτές Κολάσεις και οχτώ Ψυχρές Κολάσεις και τα κατώτερα επίπεδά τους περιέχουν, πλάι στην αγωνία και το μαρτύριο της ύπαρξης, ακόμα και βασανιστήρια, «ατέλειωτο πόνο», όπως λέει.
Όπως όμως και σε κάθε άλλη σφαίρα αναγέννησης, η μετενσάρκωση στην Κόλαση είναι προσωρινή, παρά το γεγονός ότι τα δεινά μπορεί να επιμείνουν για αιώνες ή και χιλιάδες χρόνια πριν ξαναγεννηθείς στον αισθητό κόσμο. Ο βουδισμός διδάσκει πως μόνο αν ξεφύγεις από τον ατέλειωτο κύκλο των μετενσαρκώσεων θα βρεις την αιώνια λύτρωση και όλα τα άλλα δεν είναι παρά εφήμερα πράγματα μιας ύπαρξης που ζει στην πλάνη…