Της ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΠΑΝΑ, κοιν. λειτουργού, φοιτ. ΠΜΣ Δημόσιας Υγείας
Επιμέλεια: Απόστολος Βανταράκης, αναπλ. καθηγητής, Τμ. Ιατρικής, Παν/μιο Πατρών
Φυλετικός ρατσισμός ονομάζεται η αρνητική διάκριση και ο αποκλεισμός ευάλωτων κοινωνικών ομάδων ή κατηγοριών ατόμων που προσδιορίζονται με βάση τα φυλετικά και τα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά. Αν και ο ρατσισμός φαίνεται να αποτελεί διαχρονικό χαρακτηριστικό των κοινωνιών σε όλο τον κόσμο, υπάρχει συνεχής συζήτηση για την προέλευσή του. Μερικοί μελετητές βρίσκουν στοιχεία ρατσισμού σε όλη την καταγεγραμμένη ιστορία, ενώ άλλοι εντοπίζουν ουσιαστική εμφάνιση στη μεσαιωνική Ευρώπη. Οι απαρχές του ρατσισμού εντοπίζονται τον 16ο αιώνα, όταν ο δυτικός κόσμος με τους κατακτητικούς πολέμους υποδούλωσε ή εξολόθρευσε τους αυτόχθονες της Αμερικής, τους μαύρους της Αφρικής, τους ασιατικούς και αραβικούς πληθυσμούς, νομιμοποιώντας με τον πρωτοεμφανιζόμενο ρατσισμό τη λευκή κυριαρχία στους έγχρωμους λαούς.
Ο όρος «ρατσισμός» δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα και αναφέρεται στον προσδιορισμό των φυλετικών σχέσεων που υπάρχουν στις δυτικές κοινωνίες. Στην διάρκεια του 20ου αιώνα, οι εκρήξεις ρατσιστικής βίας που οφείλονταν στον φυλετικό ρατσισμό σε Ευρώπη, ΗΠΑ και Ν. Αφρική ήταν αλλεπάλληλες και με πολλά θύματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα βίαιης ρατσιστικής συμπεριφοράς αποτελεί η δράση της Κου Κλουξ Κλαν, μιας μυστικής αμερικάνικης οργάνωσης που δημιουργήθηκε το 1965 μετά τον εμφύλιο πόλεμο και ήταν υπέρ των φυλετικών διακρίσεων.
Ο φυλετικός ρατσισμός σε παγκόσμιο επίπεδο σχετίζεται και με τα θέματα της υγείας.
Οι ανισότητες στην υγεία, αναφορικά με τον φυλετικό ρατσισμό, έχουν αναπτυχθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Οι εθνικές – φυλετικές διαφορές στην υγεία είναι μεγάλες και διαδεδομένες, όσον αφορά τα αποτελέσματα της υγείας. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο φυλετικός ρατσισμός είναι μόνο μία από τις πολλές αιτίες που διαμορφώνουν τις εθνικές ανισότητες στην παγκόσμια Δημόσια Υγεία. Στις ανισότητες αυτές συμβάλλουν οι γενετικές, κοινωνικοπολιτισμικές και κοινωνικοοικονομικές διαφορές μεταξύ των εθνοτικών ομάδων. Οι κοινωνικοπολιτισμικοί και κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες είναι σημαντικοί παράγοντες των εθνοτικών ανισοτήτων της υγείας. Η γενετική ποικιλομορφία αντιπροσωπεύει μόνο ένα μικρό ποσοστό των εθνικών ανισοτήτων στην υγεία. O ρατσισμός επηρεάζει την υγεία και την ευημερία, το κάνει σε αλληλεπίδραση με άλλες μορφές καταπίεσης, το ίδιο σημαντικές με τον ρατσισμό, όπως είναι ο σεξισμός και η κοινωνική τάξη – θέση. Ο ρατσισμός εκδηλώνεται στις κοινωνίες μέσω της άνισης κατανομής της εξουσίας (πόροι, ευκαιρίες, οφέλη, ικανότητες κ.λπ) μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και επηρεάζει την υγεία και την ευημερία των ομάδων αυτών.
Πεποιθήσεις, συμπεριφορές, κανόνες και πρακτικές των διάφορων κοινωνικών ομάδων σχετίζονται επίσης με τον ρατσισμό. Το φαινόμενο της συστημικής καταπίεσης είναι, επίσης, συνδεδεμένο με τον ρατσισμό, αφού διαμορφώνει τον τόπο κατοικίας, τις συνθήκες διαβίωσης, και την κοινωνικοοικονομική θέση του ατόμου. Οι κοινωνικές τοποθετήσεις ενός ατόμου μέσα στο σύστημα γίνονται το σκηνικό, πάνω στο οποίο η διαπροσωπική καταπίεση διαπράττεται. Η διαπροσωπική καταπίεση μεταξύ των ατόμων συντελεί στην αύξηση των διαφορών μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Τέλος, υπάρχουν διακρίσεις σχετικές με τον πολιτισμό, τη γλώσσα, την εθνικότητα, και τη θρησκεία.
Ο ρατσισμός ως καθοριστικός παράγοντας για τη Δημόσια Υγεία
Η μελέτη του ρατσισμού ως καθοριστικού παράγοντα για τη Δημόσια Υγεία έχει, μέχρι σήμερα, επικεντρωθεί κυρίως στην αποδοχή πως οι φυλετικές διακρίσεις επηρεάζουν την υγεία μέσω διαφόρων αναγνωρισμένων «οδών» όπως:
- Μειωμένη πρόσβαση στη στέγαση, την εκπαίδευση και την απασχόληση.
- Αυξημένη έκθεση σε παράγοντες κινδύνου (π.χ. φυλετική βία).
- Μειωμένη συμμετοχή σε υγειείς συμπεριφορές (π.χ. σωματική άσκηση, ύπνος).
- Αυξημένη εμπλοκή σε ανθυγιεινές συμπεριφορές (π.χ. κατανάλωση οινοπνεύματος και κάπνισμα) είτε άμεσα ως αντιμετώπιση του στρες είτε έμμεσα μέσω μειωμένης αυτορρύθμισης.
- Η σωματική βλάβη ως αποτέλεσμα ρατσιστικών συμπεριφορών.
Είναι αναμφισβήτητο ότι οι πιο σημαντικές επιπτώσεις του ρατσισμού στην υγεία πραγματοποιούνται μέσω θεσμικών μηχανισμών και είναι δύσκολο να μετρηθούν σε τυποποιημένες επιδημιολογικές μελέτες. Ο φυλετικός διαχωρισμός, δηλαδή ο φυσικός διαχωρισμός των ατόμων σε διαφορετικές κατοικημένες περιοχές, είναι ένα παράδειγμα τέτοιου θεσμικού μηχανισμού. Αυτός ο διαχωρισμός μπορεί να επηρεάζει αρνητικά την υγεία των κάτοικων με πολλαπλούς τρόπους, οδηγώντας σε ανισότητες στην υγεία.
Τέτοιοι μηχανισμοί μπορεί να είναι:
- Η φτώχεια
- Η υποβαθμισμένη, ανθυγιεινή εργασία
- Τα ανθυγιεινά φυσικά και κοινωνικά περιβάλλοντα (έκθεση σε τοξικές περιβαλλοντικές ουσίες)
- Οι περιοχές με αυξημένα επίπεδα εγκληματικότητας
- Η ιατρική περίθαλψη κατώτερης ποιότητας στις συγκεκριμένες περιοχές, η οποία συμβάλλει στις φυλετικές ανισότητες στις υπηρεσίες πρόληψης, διαλογής, διάγνωσης, θεραπείας και αποκατάστασης
Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις επιπτώσεις των διακρίσεων και ειδικότερα του ρατσισμού, έχει οδηγήσει σε μια σειρά μελετών για αυτό το θέμα τα τελευταία χρόνια. H πρώτη μεταανάλυση επικεντρώθηκε ειδικά στις φυλετικές διακρίσεις και διαπίστωσε ότι ο ρατσισμός σχετίζεται περισσότερο με την κακή ψυχική υγεία και λιγότερο με την σωματική υγεία. Όσον αφορά στην ψυχική υγεία, ο ρατσισμός σχετίζεται με την κατάθλιψη και το άγχος. Σχετικά με τη σωματική υγεία, τα σημερινά στοιχεία δείχνουν ότι ο ρατσισμός δεν συνδέεται με την αρτηριακή πίεση ή την υπέρταση, αλλά ότι είναι εμφανής η σχέση του με την αύξηση βάρους και την παχυσαρκία. Yπάρχουν επίσης αναμφισβήτητα στοιχεία ότι ο ρατσισμός συνδέεται με συμπεριφορές όπως το κάπνισμα και η κατάχρηση ουσιών.
Σύμφωνα με τις μελέτες, υπάρχουν αρκετές πιθανές αντιδράσεις στον ρατσισμό που σχετίζονται με την υγεία. Αυτές μπορεί να είναι γνωστικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές. Οι μελέτες γενικά δείχνουν ότι η αποφυγή/παθητική αντιμετώπιση του ρατσισμού τείνει να επιδεινώσει τις βλαβερές επιπτώσεις του ρατσισμού στην υγεία, ενώ η δραστική αντιμετώπιση βελτιώνει τις αρνητικές επιπτώσεις του ρατσισμού.
Υπάρχει σημαντικό ενδιαφέρον για τις επιπτώσεις της επαγρύπνησης σε θέματα ρατσισμού, ως απάντηση στην αντιμετώπιση του ρατσισμού. Ενώ η επαγρύπνηση είναι μια μορφή αντιμετώπισης που προλαμβάνει το ρατσισμό, στο άλλο άκρο του φάσματος του ρατσισμού, η αδράνεια μπορεί να προκαλέσει νέες αιτίες ρατσισμού. Μια από τις πιο επείγουσες απαιτήσεις για τις μελλοντικές έρευνες είναι να προχωρήσουν από τον διαπροσωπικό ρατσισμό στον συστημικό ρατσισμό. Για παράδειγμα, η πρώτη συγκριτική μελέτη σχετικά, έδειξε ότι η έκθεση στον ρατσισμό σε ένα πλαίσιο υγειονομικής περίθαλψης δημιουργεί μεγαλύτερη ψυχολογική δυσφορία στους «παραλήπτες» από ότι ο ρατσισμός που παρατηρείται στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Η μελέτη του ρατσισμού σχετικά με τη Δημόσια Υγεία είναι πολύπλοκη και ευμετάβλητη. Σημαντικός περιορισμός, όσον αφορά τη σύγκριση των μελετών στον τομέα του ρατσισμού και της υγείας είναι η πληθώρα των εργαλείων που χρησιμοποιούνται για την άμεση εκτίμηση των εμπειριών του ρατσισμού. Θα πρέπει να πραγματοποιηθεί περισσότερη μελέτη σχετικά με τους παράγοντες που επηρεάζουν την αντίληψη, την απόδοση και την αναφορά του ρατσισμού.
*Από την Έντυπη Έκδοση – Ιατρικό Ένθετο – Λόγοι Υγείας
Πηγή: http://pelop.gr