Το σχέδιο του ανθρώπου που χαρακτηρίστηκε «ήρωας» του Λονδίνου
Το καλοκαίρι του 1858 ήταν πιθανόν το χειρότερο για το Λονδίνο και βρήκε την πόλη σε αδιέξοδο. Η κυβέρνηση με το ζόρι λειτουργούσε αποτελεσματικά και χιλιάδες Λονδρέζοι ήταν σε έξαλλη κατάσταση και απαιτούσαν δράση σε ένα πρόβλημα που έκανε την καθημερινότητα αφόρητη, στην κυριολεξία. Το πρόβλημα δεν ήταν πολιτικής φύσης, αλλά ζήτημα δημόσιας υγείας. Οι Λονδρέζοι είχαν παραλύσει από την ανυπόφορη δυσοσμία που ερχόταν από την επιφάνεια του ποταμού Τάμεση.
Ο Τάμεσης, το πιο φημισμένο ποτάμι της Αγγλίας, έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη ζωή των Λονδρέζων για δεκαετίες. Από εκεί έπιναν νερό όλοι οι κάτοικοι της πόλης, ενώ το απαγορευτικό κόστος για την κατάληξη των αστικών λυμάτων σε βόθρους, είχε σαν αποτέλεσμα να γίνει ένας μεγάλος βόθρος το ίδιο το ποτάμι.
Καθώς το Λονδίνο αποκτούσε ολοένα και περισσότερους κατοίκους αυξανόταν με γοργούς ρυθμούς και ο αριθμός των λυμάτων που αυτοί πέταγαν.
Τις δεκαετίες πριν το 1856 είχαν κατασκευαστεί στο Λονδίνο περίπου 400 βόθροι, αλλά αρκετοί από αυτούς ήταν σε άθλια κατάσταση. Στις αρχές του 19ου αιώνα είχαν γίνει βελτιώσεις στην παροχή νερού στους Λονδρέζους, με την αντικατάσταση των ξύλινων αγωγών νερού με σιδερένιους. Αυτή η εξέλιξη σε συνδυασμό με τις καινοτόμες, για την εποχή, τουαλέτες με καζανάκι, οι οποίες αντικατέστησαν τα δοχεία νυκτός, είχαν σαν αποτέλεσμα να αυξηθεί ο όγκος των λυμάτων. Τα λύματα από τα εργοστάσια και τα σφαγεία δυσκόλεψαν ακόμα περισσότερo την κατάσταση, με αποτέλεσμα να υπερχειλίζουν οι βόθροι και αρκετά από τα λύματα να καταλήγουν στον Τάμεση.
Το πρόβλημα ήταν περισσότερο από ορατό, αλλά η κυβέρνηση δεν είχε ιδέα πώς να το αντιμετωπίσει. Οι Λονδρέζοι συνέχιζαν να πίνουν νερό από τον Τάμεση και παράλληλα να πετάνε τα λύματά τους σε αυτόν. Αυτή η κατάσταση κράτησε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν το πρόβλημα είχε γίνει αφόρητο και ο ποταμός θεωρούνταν ένας από τους πιο μολυσμένους στον κόσμο.
Μέρος της ελίτ του Λονδίνου υποστήριζε ότι ο Τάμεσης έπρεπε να εκβάλλει στη θάλασσα και παράλληλα ήταν αναγκαία η κατασκευή ενός νέου αποχετευτικού συστήματος στην πόλη. Υποστηρικτής αυτής της ιδέας ήταν και ο φημισμένος χημικός Michael Faraday. Μάλιστα το 1855 έκανε μια βαρκάδα στον Τάμεση και έστειλε μια επιστολή στην εφημερίδα «Times» περιγράφοντας την εμπειρία του. Το γράμμα με τίτλο «Παρατηρήσεις για τις βρωμιές του Τάμεση» θα αποτελούσαν σημαντικό μέρος της επιχείρησης αποκατάστασης του ποταμού.
Ο επιστήμονας εξηγούσε πώς είχαν μεμιάς εξαφανιστεί τα κομμάτια χαρτιού που είχε ρίξει στο ποτάμι. Αυτό και μόνο αποτελούσε απόδειξη ότι ο Τάμεσης βρισκόταν σε τραγική κατάσταση και αποτελούσε, σύμφωνα με τον Faraday, «ένα καφέ μείγμα κοπριάς και βιομηχανικών αποβλήτων». Συγκεκριμένα είχε πει: «Αν αγνοήσουμε αυτό θέμα, δεν μπορούμε να περιμένουμε να το πράξουμε χωρίς να τιμωρηθούμε. Ούτε θα πρέπει να εκπλαγούμε αν μετά από αρκετά χρόνια, μια εποχή με πολύ υψηλές θερμοκρασίες μας αποδείξει πόσο απρόσεχτοι ήμασταν».
Η οικολογική καταστροφή δεν άργησε να έρθει τον Ιούλιο του 1858. Το θερμόμετρο είχε φτάσει στα ύψη και τα συνηθισμένα 30άρια είχαν αντικατασταθεί από τους 48 βαθμούς Κελσίου. Η στάθμη του Τάμεση έπεσε και όλα τα λύματα έμειναν στις όχθες του ποταμού. Δεν ήταν όμως μόνο η παρουσία τους που ενίσχυσε τις μυρωδιές αλλά και το γεγονός ότι λόγω των υψηλών θερμοκρασιών τα λύματα έβραζαν, κάνοντας την κατάσταση αφόρητη.
Αρκετοί ήταν οι Λονδρέζοι που λιποθυμούσαν από τη βρώμα. Ούτε το κοινοβούλιο γλίτωσε από αυτή. Οι κουρτίνες του κτιρίου που ήταν στη μεριά του ποταμού εμποτίστηκαν με χλωριούχο ασβέστιο με στόχο να καταπολεμηθεί η μυρωδιά. Ούτε αυτό όμως βοήθησε ιδιαιτέρως και τότε έπεσαν στο τραπέζι προτάσεις ακόμα και μετακόμισης της Βουλής σε άλλο σημείο της πόλης.
Η κόλαση βρισκόταν μέσα στον Τάμεση με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν δεκάδες ασθένειες. Μάλιστα πολλοί ήταν εκείνοι που υποστήριξαν ότι τρία κρούσματα χολέρας πριν το ξέσπασμα της μεγάλης δυσωδίας οφείλονταν στον Τάμεση.
Το κύριο ξέσπασμα χολέρας που χτύπησε τη Βρετανία το 1831-32 σκότωσε περισσότερους από 6.000 Λονδρέζους. Ακολούθησε δεύτερο κρούσμα το 1848-49 με περισσότερους από 14.000 νεκρούς, ενώ άλλο ένα μεταξύ 1853-54 στέρησε τη ζωή σε 10.000 κατοίκους της πόλης.
Ερευνώντας τη χολέρα του 1854 ο γιατρός John Snow είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αιτία ήταν το μολυσμένο νερό. Μάλιστα για να το αποδείξει είχε αναφερθεί σε 70 εργάτες τοπικής ζυθοποιίας οι οποίοι είχαν επιζήσει καθώς έπιναν μόνο μπίρα και καθόλου νερό! Αλλά οι κρατικοί αξιωματούχοι υγείας δεν πείθονταν με τα επιχειρήματά του θεωρώντας ότι οι άνθρωποι στο ξέσπασμα της μεγάλης δυσωδίας πέθαιναν εξαιτίας της μυρωδιάς και όχι του μολυσμένου νερού.
Η μυρωδιά και οι αρρώστιες έκαναν επιτακτικότερη όσο ποτέ τη δημιουργία ενός αποχετευτικού συστήματος. Τον Αύγουστο του 1849 ο Joseph Bazalgette διορίστηκε επικεφαλής της μελέτης για τη δημιουργία του και έφτιαξε ένα σχέδιο για τους υπονόμους του Λονδίνου που ολοκληρώθηκε το 1856.
Το σχέδιό του περιλάμβανε τα ακόλουθα σημεία: μικρούς, τοπικούς υπονόμους διαμέτρου 0,9 μέτρων που θα χύνονταν σε ένα δίκτυο μεγαλύτερων υπονόμων, το οποίο θα χυνόταν με τη σειρά του στο κύριο πλέγμα των σωλήνων εκροής διαμέτρου 3,4 μέτρων. Επίσης, ένας Βόρειος και ένας Νότιος Σταθμός προγραμματίζονταν να διαχειρίζονται τα απόβλητα σε κάθε πλευρά του ποταμού.
Το Λονδίνο είχε χωριστεί σε ζώνες: υψηλού, μεσαίου και χαμηλού επιπέδου περιοχές δηλαδή, και μια σειρά από αντλίες και σταθμούς θα αναλάμβαναν το έργο να ξαποστέλνουν τα απόβλητα στη δυτική πλευρά της πόλης. Το σχέδιο του Bazalgette επέτρεπε μια μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση στο Λονδίνο, καθώς το αποχετευτικό σύστημα μπορούσε να εξυπηρετήσει 4,5 εκατ. ανθρώπους.
Το σχέδιο πέρασε από τη Βουλή και λειτούργησε τα επόμενα χρόνια λύνοντας το πρόβλημα της δυσωδίας και μειώνοντας αισθητά και τις ασθένειες που σχετίζονταν με το μολυσμένο νερό. Μάλιστα ο ιστορικός Peter Ackroyd είχε χαρακτηρίσει τον Bazalgette τον «ήρωα του Λονδίνου».
Η μεγάλη δυσωδία έδωσε έμπνευση σε αρκετούς σκιτσογράφους της εποχής, οι γελοιογραφίες των οποίων δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες, διασκεδάζοντας τις εντυπώσεις και ασκώντας παράλληλα πίεση στην κυβέρνηση για να δώσει οριστική λύση στο πρόβλημα.