Πώς αποτιμά η αγορά τη νέα φάση της διαπραγμάτευσης. Οι επενδυτές σε ρόλο… Πυθίας, οι προσδοκίες, οι κίνδυνοι και τα μεγάλα στοιχήματα. Ερώτημα το πακέτο μέτρων και τι θα σημαίνει για την οικονομία.
Έτσι, τώρα στο προσκήνιο βρίσκονται τα σενάρια για το πού θα κλείσει και τι θα περιλαμβάνει το νέο πακέτο μέτρων. Και, πάνω απ’ όλα, το αποτύπωμα που αυτό το πακέτο θα έχει στην πραγματική αγορά και πώς θα επιδράσει στην οικονομική ζωή της χώρας, σε μια περίοδο που οι κύριοι οικονομικοί δείκτες δείχνουν αναιμική βελτίωση ή κόπωση -και γενικώς οι απαισιόδοξοι πληθαίνουν.
Μέχρι, λοιπόν, να καταλήξουν οι διαπραγματεύσεις και η αγορά να αποκτήσει σαφή σημεία αναφοράς, η κατάσταση θα είναι εξ ορισμού ασταθής, η ανακωχή αγοραστών – πωλητών εύθραυστη και η χώρα θα πορεύεται με μεγάλα μέτωπα ανοιχτά εμπρός της…
Η κίνηση του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου της Αθήνας σε ένα μικρό εύρος τιμών εδώ και πολύ καιρό, εξέλιξη που δεν διαφοροποιήθηκε ούτε και μετά το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, δείχνει δύο τουλάχιστον πράγματα:
1 Η αγορά είχε προεξοφλήσει σε γενικές γραμμές το περιεχόμενο της συμφωνίας, κρατώντας την ψυχραιμία της σε σενάρια Grexit, αλλά και σε ενδεχόμενα πρόωρης προσφυγής στις κάλπες.
2 Οι επενδυτές δεν ενθουσιάστηκαν από το περιεχόμενο της συμφωνίας (ουδέτερη πορεία τιμών και μάλιστα με χαμηλό όγκο συναλλαγών), θεωρώντας πως πολλά ζητήματα παραμένουν ανοιχτά και πως σειρά αρκετών καθι δύσκολων θεμάτων απομένει να κλείσει μέχρι τον Μάιο, όταν η χώρα θα βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο λόγω επικείμενης έλλειψης ρευστότητας.
Όλοι, λοιπόν, είναι ευχαριστημένοι από τη συμφωνία του Eurogroup, γιατί κυρίως έδειξε πως όλοι οι εμπλεκόμενοι (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Γερμανία, Κομισιόν, ESM) δεν έχουν ως πρόθεσή τους την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη (τουλάχιστον στην παρούσα φάση) και πως η ελληνική κυβέρνηση έχει αποφασίσει να πάρει και αυτήν τη φορά το κόστος των νέων σκληρών μέτρων, παρά τα χαμηλά της δημοσκοπικά ποσοστά και τα εσωτερικά ζητήματα που υπάρχουν στον ΣΥΡΙΖΑ.
Από την άλλη πλευρά όμως, υπάρχουν τα παρακάτω ακόμη δεδομένα:
1 Η θετική αξιολόγηση δεν έχει γίνει και νέα χρηματοδότηση δεν έχει υπάρξει. Ενδεικτική άλλωστε είναι η θέση του κ. Π. Λιαργκόβα (επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή) ότι ο δρόμος μέχρι την τελική συμφωνία είναι μακρύς, ασαφής μέχρι στιγμής, και ότι η ευθύνη των αποφάσεων για τον χρόνο και τον τρόπο υλοποίησης βρίσκεται στα χέρια της κυβέρνησης.
2 Ο στόχος της ένταξης στον μηχανισμό ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο, ενώ το ζήτημα των μέτρων για το χρέος μετατέθηκε τελικά για το δεύτερο εξάμηνο του 2018 -και μάλιστα υπό προϋποθέσεις.
3 Η νέα αυτή καθυστέρηση (θυμίζουμε πως η δεύτερη αξιολόγηση ήταν να κλείσει τον περασμένο Νοέμβριο, για να μην πούμε από τον Φεβρουάριο του 2016) διατηρεί το κλίμα αβεβαιότητας στην οικονομία και συνεχίζει επίσης να επιδρά ανασταλτικά στην πορεία της ελληνικής οικονομίας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι σήμερα πολύ λίγοι μιλούν για ανάπτυξη της τάξεως του 2,7% (τον στόχο που είχε τεθεί στο κλείσιμο του 2016), ενώ αντίθετα οι περισσότεροι ρίχνουν τον πήχη χαμηλότερα και από το 1,5% ή και το 1%. Ήδη, παράγοντες της αγοράς δηλώνουν πως ο Ιανουάριος του 2017 ήταν ο χειρότερος Ιανουάριος των τελευταίων εννέα ετών σε ό,τι αφορά τη ζήτηση στα super markets και γενικότερα τα μηνύματα από τους περισσότερους κλάδους για το πρώτο δίμηνο του έτους είναι ανησυχητικά.
4 Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η δεύτερη αξιολόγηση κλείνει με επιτυχία μέσα στο επόμενο δίμηνο ή τρίμηνο, θα απομένουν μόλις λίγοι μήνες για την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, με αποτέλεσμα να δούμε και πάλι νέο μπαράζ διαπραγματεύσεων και πιθανόν νέων αβεβαιοτήτων.
Αξίζει τον κόπο;
Σ’ αυτό το περιβάλλον, ο Έλληνας επενδυτής καλείται να προβλέψει πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, κάνοντας την… Πυθία, καθώς οι άγνωστοι της εξίσωσης είναι πολλοί περισσότεροι από τους σταθερούς της συντελεστές. Και το εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι: Αξίζει τελικά κάτι τέτοιο τον κόπο;
Γνωστός παράγοντας της χρηματιστηριακής αγοράς εκφράζει τον σκεπτικισμό του δηλώνοντας στο Euro2day.gr: «Μπορεί ο Γενικός Δείκτης να κυμαίνεται γύρω στις 650 μονάδες, αλλά αυτό πολύ λίγα πράγματα σημαίνει για το εάν ένα χρηματιστήριο είναι φτηνό ή ακριβό. Υπάρχουν πολλές μετοχές που ουσιαστικά διαπραγματεύονται σε επίπεδα Δείκτη 1.500 μονάδων, άλλες σε επίπεδο 2.500 μονάδων και άλλες βρίσκονται ακόμη σε υψηλά δεκαετίας! Αν, λοιπόν, ισχύει αυτό που λέγεται από ορισμένους ότι αντιμετωπίζουμε ένα επίπεδο κινδύνου ανάλογο με αυτό του 2012 και του 2015, τότε τα πράγματα από χρηματιστηριακής άποψης είναι χειρότερα από τότε, γιατί απλά οι τρέχουσες αποτιμήσεις των καλών μετοχών σήμερα βρίσκονται σε σαφώς υψηλότερα επίπεδα».
Γενικότερα, υπάρχει σε πολλούς η εντύπωση πως οι προσδοκώμενες αποδόσεις δεν είναι σε θέση να αντισταθμίσουν τους υπάρχοντες κινδύνους και γι’ αυτό άλλωστε προτείνονται χαρτοφυλάκια με μεγάλα ποσοστά μετρητών, επαρκή διασπορά και προσεκτικές τοποθετήσεις.
Από την άλλη πλευρά, οι πιο αισιόδοξοι στέκονται στο μέγεθος των μερισματικών αποδόσεων. Τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων στην Ελλάδα κυμαίνονται μόλις στο 0,5%, ενώ η απόδοση του δεκαετούς γερμανικού κρατικού ομολόγου περιορίζεται στο 0,3%. Την ίδια στιγμή, αμυντικές ελληνικές εταιρείες προσφέρουν μερισματικές αποδόσεις της τάξεως του 1%-3%, ενώ σοβαρές κυκλικές εισηγμένες ακόμη και μεγαλύτερες μερισματικές αποδόσεις.
Ένα δεύτερο επιχείρημα που εκφράζεται από τους ίδιους κύκλους είναι ότι αν επαναληφθούν τα έντονα σκηνικά κινδύνου του καλοκαιριού του 2012 και του 2015, τότε ίσως η τοποθέτηση αποταμιεύσεων να είναι περισσότερο ασφαλής όταν επενδύεται σε ορισμένες μετοχές, σε σχέση με το να ήταν τοποθετημένες στις τράπεζες.
«Σε περίπτωση Grexit οι τραπεζικές καταθέσεις θα χάσουν πιθανότατα ένα 50%-70% της αξίας τους, ενώ αντίθετα σε πολλές μετοχές οι όποιες απώλειες θα είναι σαφώς μικρότερες. Στο σενάριο επίσης ενός bail in μίας ή περισσότερων τραπεζών, οι ανασφάλιστες καταθέσεις (ποσά άνω των 100.000 ευρώ ανά τράπεζα και ΑΦΜ) θα υποστούν μεγαλύτερη ζημία σε σχέση με τους μετόχους ενός εξαγωγικού ομίλου. Άρα, σε αντίθεση με ό,τι μαθαίναμε στη χρηματιστηριακή θεωρία, ο κίνδυνος σήμερα στην Ελλάδα δεν περιορίζεται μόνο στις μετοχές, αλλά επεκτείνεται ακόμη και σε επενδύσεις που θεωρούνται “μηδενικού ρίσκου”, όπως οι καταθέσεις και πόσο μάλλον τα κρατικά ομόλογα. Ορισμένες μετοχές ίσως να αποδειχθούν λιγότερο επικίνδυνες από τις λεγόμενες επιλογές μηδενικού ρίσκου».
Ειδικότερα τώρα σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, χαρακτηριστική είναι η άποψη ότι «Αυτό που γνωρίζω είναι ότι θα δώσουν πολύ σημαντικές αποδόσεις μετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίησή τους. Αυτό όμως που δεν ξέρω είναι το αν η ανακεφαλαιοποίηση του Δεκεμβρίου του 2015 ήταν η τελευταία ή αν θα ακολουθήσει ακόμη μία το 2018»…
Στέφανος Kοτζαμάνης
Πηγή: http://www.euro2day.gr