Είναι ο αγαπημένος ζωγράφος των εφοπλιστών, οι πίνακές του σημειώνουν ρεκόρ στις δημοπρασίες, κοσμούν το Προεδρικό Μέγαρο, βρίσκονται σε συλλογές μουσείων και τραπεζών.
Οχι τυχαία, αφού ο Κωνσταντίνος Βολανάκης θεωρείται ο «πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας», οι υποβλητικές, ολοζώντανες συνθέσεις του με ιστιοφόρα, ατμόπλοια, καΐκια σφύζουν από ένταση, φως, χρώμα, μοναδικές λεπτομέρειες. Θεαματικές σκηνές από ιστορικές ναυμαχίες, όπως της Σαλαμίνας ή του Ναβαρίνου, εντυπωσιακές πυρπολήσεις, φουρτουνιασμένες θάλασσες μα και ειδυλλιακά ήρεμα λιμάνια φιλοτέχνησε ο «ναύαρχος» της ελληνικής ζωγραφικής με ρεαλιστικές αλλά και ρομαντικές πινελιές.
Κι όμως αυτός ο σπουδαίος ακαδημαϊκός ζωγράφος, εκπρόσωπος της Σχολής του Μονάχου που γνώρισε δόξες στη Γερμανία και την Αυστρία, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του φτωχός και δυστυχισμένος στην Αθήνα, φτιάχνοντας έργα επί παραγγελία…
Τους λάτρεις της κλασικής ζωγραφικής (και όχι μόνο) ετοιμάζεται να υποδεχτεί το Ιδρυμα Εικαστικών Τεχνών & Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη με την έκθεση «Κωνσταντίνος Βολανάκης: ο πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας», που εγκαινιάζεται στις 7 Φεβρουαρίου και περιλαμβάνει περισσότερα από 70 έργα του καλλιτέχνη, μεγάλων διαστάσεων, που αποτυπώνουν τη βαθιά του αγάπη και γνώση για τη θάλασσα και τα πλοία.
Πολύτιμα έργα της συλλογής Πάνου Λασκαρίδη μαζί με τη «Ναυμαχία του Ναβαρίνου κατά Garneray» του Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδας, τη «Ναυμαχία της Σαλαμίνας» (1882) του Αρχηγείου Ναυτικού, τα «Ιστιοφόρα» (1886-1890) της Εθνικής Τράπεζας, την «Εξοδο του Αρεως» (1894) της Συλλογής Ευαγγέλου Αγγελάκου, τα «Ιστιοφόρα» του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης, «Το λιμάνι του Βόλου» της Πινακοθήκης Ε. Αβέρωφ, «Το λιμάνι του Πειραιά» (1886) της Δημοτικής Πινακοθήκης Πειραιά, «Η αποβίβαση» του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, το «Ιστιοφόρο σε φουρτουνιασμένη θάλασσα» (1890-1895) της Συλλογής Alpha Bank, «Πριν από την καταιγίδα» της Εθνικής Πινακοθήκης αποκαλύπτουν το προσωπικό ύφος ενός μεγάλου θαλασσογράφου.
«O Κωνσταντίνος Βολανάκης σε όλη την καλλιτεχνική του διαδρομή (1856-1907), με βαθιά ζωγραφική αίσθηση και αμείωτο ενθουσιασμό, έστρεψε το βλέμμα του στην απόδοση της θάλασσας, σαν να αποζητούσε να αποκαλύψει τα μυστικά της, την αυθεντική αλήθεια που αντιστέκεται στην αδυσώπητη ροή του χρόνου και κερδίζει την αιωνιότητα.
Η ζωή των πλοίων, τα λιμάνια με τις συναθροίσεις των ιστιοφόρων παρασύρουν τον θεατή σε ένα φανταστικό ταξίδι», επισημαίνει ο επιμελητής της έκθεσης Τάκης Μαυρωτάς στον πολυσέλιδο κατάλογό της. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1837, φοίτησε στο Ελληνικό Σχολείο Ερμούπολης Σύρου και πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Ανδρέα Κριεζή.
Στη συνέχεια εργάστηκε στην Τεργέστη, αρχικά ως λογιστής για τον έμπορο ζάχαρης Αφεντούλη, ο οποίος εκτίμησε το ταλέντο του στη ζωγραφική και ανέλαβε να τον στείλει στη Βασιλική Ακαδημία των Τεχνών στο Μόναχο. Ο Βολανάκης ταξίδεψε στη Βιέννη, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Βενετία για να γνωρίσει τη μεγάλη ζωγραφική.
Η Ιστορία πάντα τον συγκινούσε «και ήταν αλληλέγγυος με τα πάθη και τον αγώνα εκείνων που υποστήριζαν την ελευθερία τους», επισημαίνει ο Τ. Μαυρωτάς. Οταν το 1866 πήρε μέρος στον διαγωνισμό της αυστριακής κυβέρνησης για την απεικόνιση της «Ναυμαχίας της Λίσσας», ταξίδεψε στην Αδριατική «για να εμπνευστεί από τον τόπο της σφοδρής σύγκρουσης ανάμεσα στον πολυάριθμο στόλο της Ιταλίας και τη μικρή δύναμη της Αυστριακής Αυτοκρατορίας, που έληξε με τον θρίαμβο των Αυστριακών.
Εναν χρόνο αργότερα παρουσίασε τον εντυπωσιακό αυτό πίνακα στην Καλλιτεχνική Εκθεση της Βιέννης, ο οποίος αγοράστηκε από τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ». Συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις της Καλλιτεχνικής Εταιρείας του Μονάχου, ενώ το 1877 ο πολυσυζητημένος πίνακάς του «Η ναυμαχία του Τραφάλγκαρ» αγοράστηκε από το υπουργείο Ναυτικών της Αγγλίας.
Το 1883 ο Βολανάκης, μαζί με τη σύζυγό του Φανή Ιωάννου-Χρηστίδου και τα δύο τους παιδιά, εγκαταστάθηκε στον Πειραιά αναλαμβάνοντας την έδρα της Στοιχειώδους Γραφικής και Αγαλματογραφίας στο Σχολείο Τεχνών, ενώ αργότερα ίδρυσε μια δική του σχολή ζωγραφικής.
Αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα και άρχισε να κάνει έργα μέτριας αισθητικής, ακόμα και για «κορνιζάδικα», παίρνοντας αρνητικές κριτικές. «Είμαι δυστυχής, διότι εγεννήθην καλλιτέχνης και η τύχη μου τέτοιο τέλος θα έχει», έγραφε για τις δύσκολες στιγμές του, που τον οδήγησαν μέχρι και σε απόπειρα αυτοκτονίας. Αφησε την τελευταία του πνοή στον αγαπημένο του Πειραιά το 1907.