Εργα τριών Ελληνίδων συνθετριών παρουσίασε η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών (ΦΟΑ) υπό τον Βύρωνα Φιδετζή στο Μέγαρο Μουσικής (27/3/2018). Υποστηριγμένα από πολύ καλές, άρτια προετοιμασμένες ερμηνείες, τα ίδια τα έργα αποδείχτηκαν πολλαπλώς ενδιαφέροντα. Ταυτόχρονα, η ακρόασή τους σε σχέση με το πού, πότε και πώς γράφτηκαν γεννούσε επιτακτικές δεύτερες και τρίτες σκέψεις για την περίφημη ελληνικότητα της ελληνικής μουσικής: Υπάρχει; Δεν υπάρχει; Πού και πότε έχει νόημα να την αναζητά κανείς;
Ελεύθερη από φανταστικές δουλείες και ψεύτικες προφάσεις, η ιδιωτική ΦΟΑ (ιδρ. 2016) έχει παραλάβει πλήρως την παρουσίαση και οργανωμένη προβολή της ιστορικής ελληνικής μουσικής από την ΚΟΑ, που σπανιότατα αντιμετώπισε την ελληνική μουσική έξω από μια λογική τήρησης προσχημάτων. Με πρόεδρο τον καθηγητή Μουσικολογίας Νίκο Μαλιάρα και καλλιτεχνικό διευθυντή τον αρχιμουσικό Βύρωνα Φιδετζή, η νεοσύστατη ορχήστρα παρουσιάζει με ιδιαίτερη φροντίδα, καταγράφει, προβάλλει και εκδίδει στην εμπορική δισκογραφία γνωστά ή και άγνωστα ελληνικά έργα Επτανήσιων συνθετών, συνθετών της Εθνικής Σχολής και του μοντερνισμού. Η συναυλία άφησε πάρα πολύ καλές εντυπώσεις. Καθώς ακούσαμε και τα τρία έργα για πρώτη φορά, αναπόδραστα το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στη γνωριμία με αυτά.
Η βραδιά στο ΜΜΑ ξεκίνησε με τις πρώτες ελληνικές εκτελέσεις δύο έργων της Μαριώς-Φωσκαρίνας Δαμασκηνού (1850-1920/21), συνθέτριας κερκυραϊκής καταγωγής, που γεννήθηκε, έζησε και δημιούργησε στο Παρίσι της εποχής των Γκουνό, Μασνέ, Σεν-Σανς. Η «Βενετσιάνικη σουίτα» και «Η χωριατοπούλα» της ήσαν δυο ανάλαφρα, καλογραμμένα κομμάτια με διάφανη ενορχήστρωση και συμβατικά εθνικό χρώμα στο ύφος μουσικής μπαλέτου ή των αντίστοιχων δημοφιλών συνθέσεων του Μασνέ. Αμφότερα δόθηκαν με ακρίβεια, ταιριαστή ελαφράδα, ρυθμική ζωντάνια.
Ακολούθως ο Γιώργος Κωνσταντίνου έπαιξε πολύ καλά το πολλαπλά συναρπαστικό –και απαιτητικό- «Κοντσέρτο για πιάνο» (1938/40) της Κρητικιάς Ρένας Κυριακού (1917-1994). Πρόκειται για ιδιαίτερα ενδιαφέρον, μουσικά ερεθιστικό δημιούργημα μιας εξαιρετικά ταλαντούχας πιανίστριας/συνθέτριας, που διέπρεψε στην Ευρώπη του ώριμου Μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στην κατοχική Αθήνα το 1943, με την ΚΟΑ υπό τον Θεόδωρο Βαβαγιάννη και τη συνθέτρια στο πιάνο.
Η ίδια το ξαναέπαιξε το 1954 στη Γενεύη με την Ορχήστρα της Ρωμανικής της Ελβετίας υπό τον Εντμόντ Απια αλλά η ηχογράφηση χάθηκε. Στα νεότερα χρόνια το ερμήνευσε η Δόμνα Ευνουχίδου με την ΚΟΑ υπό τον Μίλτο Λογιάδη (2009). Στο μεγάλης διάρκειας κοντσέρτο κυριαρχούν γνώριμα μοντερνιστικά ακούσματα του γαλλικού –αλλά όχι μόνον- Μεσοπολέμου: προχωρημένες αρμονίες, ενορχήστρωση ατμοσφαιρική, εμπρεσιονίζουσα, γεμάτη ευρηματικές «εκπλήξεις», πιανιστική γραφή αμελωδική, χειμαρρώδης και, πλην λιγοστών εξαιρέσεων, α λα Μπάρτοκ χρήση του οργάνου ως κρουστού, καθώς επίσης συγκρουσιασκή και αντι-σολιστική λειτουργία του σε σχέση προς την ορχήστρα. Σαφώς εγκεφαλική, η μουσική ρέει αφήνοντας μιαν αίσθηση πυρετώδους οργανωμένου χάους που αρθρώνεται περιστασιακά σε παροξυσμικές κορυφώσεις δράσης και σε μυστηριακά, σκοτεινά ατμοσφαιρικά επεισόδια.
Ο ακροατής με ευρύ φάσμα ακουσμάτων συλλαμβάνει ηχητικές στιγμές/μνήμες από Μπάρτοκ, Ραβέλ, Μαρτινού αλλά και –παρ’ ότι το κοντσέρτο γράφτηκε προπολεμικά- προδρομικά ακούσματα από τον μεταπολεμικό Ανρι Τομαζί και άλλους, γεγονός που –τολμώ να πω- πιστοποιεί τη βαθιά εγγραφή της Κυριακού στο συνεχές της γαλλικής μουσικής της εποχής.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με μία από τις πρώτες –δίπλα σ’ αυτές του Καλομοίρη- ελληνικές συμφωνίες: τη «Συμφωνία σε σι ελάσσονα» της γερμανοσπουδαγμένης Κεφαλονίτισσας Ελένης Λαμπίρη (1888-1960). Παρ’ ότι γραμμένο στα 1920/21, το έργο δεν μοντερνίζει και απέχει από τη νεοσύστατη καλομοιρική Εθνική Σχολή. Αντίθετα η γραφή του είναι απερίφραστα υστερορομαντική, καταφανώς φορτισμένη από βαρύ ψυχολογικό φορτίο θλίψης. Το μελωδικό υλικό αλλά και το ξετύλιγμα της συμφωνικής αφήγησης απηχούν κεντροευρωπαϊκά πρότυπα και πατούν συχνά επάνω στην «Παθητική» του Τσαϊκόφσκι. Ενα ωραίο, λυρικό έργο ενός μοναχικού καλλιτέχνη, το οποίο ασφαλώς αξίζει να ξανακούσουμε.
ΥΓ.: Η συστηματική χρήση κριτηρίων προβολής και ανάδειξης αγνοημένων περιοχών του ρεπερτορίου με βάση εξωμουσικές διακρίσεις, όπως «μουσική από γυναίκες», επιτρέπει να ακουστούν αρκετά τέτοια έργα μαζί, όμως δεν βοηθά να αντιμετωπιστούν αυτά ως «κανονικά» δίπλα σε άλλα καθιερωμένα, ρίχνοντας γέφυρες χρειαζούμενων συσχετισμών και συγκρίσεων που, ενδεχομένως, να οδηγήσουν σε ένταξη στο ρεπερτόριο.