Βαφτίστηκαν «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Εφαρμόστηκαν ή εφαρμόζονται σαν να ήταν αλάθητο θρησκευτικό δόγμα παντού, από τη Γερμανία ώς τη Ρουμανία και από την Ελλάδα ώς τη Γαλλία. Και όμως δέκα χρόνια από την αρχή της ευρωκρίσης και δεκαπέντε από τη γερμανική «Ατζέντα 2010», που έγινε το υποχρεωτικό πρότυπο για όλη την ήπειρο, δεν υπάρχει κανένα εμπειρικό δεδομένο που να αποδεικνύει την αποτελεσματικότητα της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας –τουναντίον: ακόμα και οι πιο συντηρητικοί φορείς (Κομισιόν, ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΟΟΣΑ) παραδέχονται πλέον, άλλοτε ανοιχτά άλλοτε εμμέσως, πως τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα περίμεναν και πως είναι ώρα αλλαγών.
Γιατί τότε η ελληνική πλευρά πρέπει να πιει το πικρό ποτήρι ώς την τελευταία στάλα;
Τo είχε θέσει εξαιρετικά ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζοζέ Μπαρόζο (σήμερα στέλεχος της Goldman Sachs), στον λόγο του για την κατάσταση της Ενωσης το 2012: «Η Επιτροπή αντιλαμβάνεται πως τα κράτη-μέλη εφαρμόζουν τις πιο σφοδρές μεταρρυθμίσεις, πως αυτό φέρνει στερήσεις και πως υπάρχουν μερικές φορές πολύ επίπονες και δύσκολες προσαρμογές. Αλλά μόνο μέσω αυτών των μεταρρυθμίσεων μπορούμε να φτάσουμε σε ένα καλύτερο μέλλον».
Με άλλα λόγια, «no pain, no gain» ή ελληνικότερα «αν δεν ματώσεις, δεν θα προκόψεις».
Ο μεταρρυθμιστικός οίστρος είχε βέβαια ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα.
Η Γερμανία είχε ήδη από το 2003 θεσπίσει την «Ατζέντα 2010», μια σειρά μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας, η οποία καταγράφηκε αργότερα ως «γερμανικό θαύμα» και ως τέτοιο ακόμα και σήμερα έχει λάβει μαγικές διαστάσεις στη συνείδηση των φορέων πολιτικής σε όλη την Ευρώπη.
Ακόμα νωρίτερα η έννοια του flexicurity (συνδυασμός ευελιξίας και ασφάλειας) είχε γίνει επίσημη πολιτική της Ε.Ε. από τον καιρό που επίτροπος Απασχόλησης ήταν η Αννα Διαμαντοπούλου.
«Θρησκευτικό δόγμα»
Ο Ολιβιέ Μπλανσάρ υπήρξε για χρόνια ο επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αλλά έγινε ευρύτερα γνωστός όταν σε έκθεσή του διαπίστωσε το λάθος του Ταμείου στον υπολογισμό των πολλαπλασιαστών.
Παρά τις διαφωνίες του με το ελληνικό πρόγραμμα ο Μπλανσάρ δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την οικονομική ορθοδοξία. Τώρα όμως λέει στο Investigate Europe: «Μέχρι το 2009 δεν δινόταν και πολύ μεγάλη σημασία στις περιβόητες διαρθρωτικές αλλαγές». Αλλά ξαφνικά έγιναν «σλόγκαν» στο στόμα κάθε οικονομολόγου. «Επικράτησε η άποψη πως η έξοδος από την κρίση περνούσε από την αποδυνάμωση των συνδικάτων και την ευελιξία στους μισθούς».
Και φυσικά «αυτός ήταν ένας τρόπος για τους υπουργούς Οικονομικών και τις κεντρικές τράπεζες να μεταφέρουν την ευθύνη αλλού». Ο Μπλανσάρ χαρακτηρίζει την εμμονή με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις «θρησκευτικό δόγμα».
Σύμφωνα με μελέτη του ILO (Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας), από το 2008 ώς σήμερα έχουν θεσπιστεί πάνω από 400 «μεταρρυθμίσεις» της αγοράς εργασίας στις αναπτυγμένες χώρες και την Ε.Ε., σχεδόν όλες στην κατεύθυνση της απορρύθμισης, εκτελώντας τη γνωστή συνταγή: αν οι εργαζόμενοι είναι φτηνοί, αν ο εργοδότης μπορεί να απολύσει χωρίς πολλά πολλά, τότε οι επιχειρήσεις θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, η ανεργία θα πέσει και η οικονομία θα αναπτυχθεί.
Η συνταγή δεν επιβλήθηκε μόνο στις χώρες υπό τον έλεγχο της τρόικας. Η δεύτερη και η τρίτη οικονομίες της ευρωζώνης (Γαλλία και Ιταλία) βρέθηκαν κατηγορούμενες από τη γερμανική ηγεσία ότι δεν μεταρρυθμίζονται αρκετά.
Επί της θητείας του Ολι Ρεν ως επίτροπου Οικονομικών, η Κομισιόν προώθησε με υπερβάλλοντα ζήλο την ευελιξία και την επισφάλεια ως «πολιτικές φιλικές προς την απασχόληση».
Αναλόγως ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι απείλησε τις κυβερνήσεις της Ιταλίας και της Ισπανίας πως, αν δεν προχωρήσουν στην απορρύθμιση (υποχώρηση συλλογικών συμβάσεων, μείωση μισθών, διευκόλυνση απολύσεων), θα χάσουν την αξιοπιστία τους.
Το 2016 η επίτροπος για την Απασχόληση Μαριάν Τάισεν απαίτησε από την Ελλάδα «βαθιές μεταρρυθμίσεις» στην αγορά εργασίας, με στόχο να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα, να ενισχυθεί η ανάπτυξη και να καταπολεμηθεί η ανεργία.
«Περισσότερη ευελιξία από μόνη της σίγουρα δεν είναι αρκετή. Αλλά είναι ένα χρήσιμο στοιχείο. Και αυτό βλέπουμε και σε άλλα κράτη-μέλη. Αν κοιτάξουμε τις συστάσεις της Επιτροπής για άλλα κράτη-μέλη στο πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης, βλέπουμε ότι η ευελιξία δουλεύει».
Η ευελιξία «δουλεύει»: σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, ένας στους τρεις εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα έχει σύμβαση μερικής απασχόλησης και μέσο μισθό 382 ευρώ τον μήνα.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η Ελλάδα καταλαμβάνει το υψηλότερο ποσοστό ακούσιας μερικής απασχόλησης μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. (περίπου το 72% από όσους εντάσσονται στη μερική απασχόληση).
Η πραγματικότητα αυτή δεν είναι αποκλειστικά ελληνική. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στην ευρωζώνη περισσότεροι από 5,5 εκατομμύρια άνθρωποι βρήκαν δουλειά από το 2012 και πέρα.
Και όμως τέσσερις στις πέντε νέες θέσεις εργασίας είναι μερικής απασχόλησης ή ορισμένου χρόνου.
Πανευρωπαϊκή κούρσα προς τον πάτο
Αντίστοιχη των αριθμών η κοινωνική πραγματικότητα όπως προκύπτει από το επιτόπιο ρεπορτάζ του Investigate Europe σε 11 ευρωπαϊκές χώρες:
Παρότι η οικονομία είναι στο καλύτερο σημείο της εδώ και δέκα χρόνια, σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια εκατομμύρια Ευρωπαίοι ζουν σε συνθήκες ακραίας εργασιακής ανασφάλειας συχνά κάτω από τα επίπεδα αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Κομψοί νεολογισμοί επιστρατεύονται για να περιγράψουν τη νέα τυπολογία της ατυπικής εργασίας: mini jobs και flexi-jobs, stages (πρακτική άσκηση) και εργασία με vouchers (κουπόνια), συμβάσεις zero-hour (μηδενικών ωρών) και job sharing (επιμερισμού θέσεων εργασίας), εργασία on-call και on-demand κοκ.
Επίτροποι και υπουργοί Οικονομικών συστηματικά αποδυνάμωσαν ή κατάργησαν θεμελιώδεις θεσμούς προστασίας των εργαζομένων όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Αντιστοίχως πριμοδοτούν τις μορφές ευέλικτης εργασίας με αποτέλεσμα περισσότερη ανισότητα και συνθήκες εργασίας που παραβιάζουν τις ευρωπαϊκές συνθήκες.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και η Κομισιόν εδώ και χρόνια ακολουθούν θεωρίες και υποθέσεις που έχουν αποδειχθεί λανθασμένες στην επιστημονική τους βάση και μη ρεαλιστικές στην εφαρμογή τους.
Οι χώρες της Ευρώπης βρίσκονται παγιδευμένες σε μία κούρσα προς τον πάτο σε ό,τι αφορά τους μισθούς και εργασιακά δικαιώματα, κάτι που καθιστά τις εθνικές λύσεις ανεπαρκείς.
Ο πόνος ξεκάθαρος. Το κέρδος όμως ποιο ήταν;
Η απομυθοποίηση του ευρωπαϊκού success story έρχεται και από μη αναμενόμενες πλευρές. Το 2017 σε έκθεσή της η τράπεζα Merrill Lynch διαπίστωσε πως «η βελτίωση στην ποσότητα των θέσεων εργασίας αντισταθμίζεται από τη σημαντική χειροτέρευση της ποιότητάς τους. […] Σχεδόν στο σύνολό της η αύξηση του βασικού ποσοστού απασχόλησης από το 2013 μπορεί να αποδοθεί στις χαμηλής ποιότητας θέσεις εργασίας».
Επιστρέφοντας στη φορμουλα του Μπαρόζο («no pain, no gain»), το κομμάτι του πόνου είναι ξεκάθαρο. Το κέρδος όμως ποιο ήταν;
Η δέσμευση των εμπνευστών και των εφαρμοστών των μεταρρυθμίσεων έπιασε τόπο; Η απάντηση θα εκπλήξει πολλούς, αλλά είναι σχεδόν ομόφωνη.
Δεν υπάρχει η παραμικρή απόδειξη πως οι μεταρρυθμίσεις αυτές οδήγησαν σε αύξηση της απασχόλησης και της ανάπτυξης. Το εκπληκτικό μάλιστα δεν είναι το παραπάνω συμπέρασμα αλλά το ποιοι το ενστερνίζονται.
Καμία σύνδεση μεταρρυθμίσεων – ανάπτυξης
Ρωτήσαμε τον Λάζλο Αντορ, επίτροπο Απασχόλησης από το 2010 ώς το 2014:
– Θεωρείτε πως η υπόσχεση ότι η απορρύθμιση της εργασιακής νομοθεσίας θα έφερνε ανάπτυξη επιτεύχθηκε;
«Συνολικά, η απάντηση είναι όχι».
– Ως οικονομολόγος συμφωνείτε πως με βάση τα εμπειρικά δεδομένα η προστατευμένη αγορά εργασίας εμποδίζει την ανάπτυξη;
«Οχι, η σύνδεση είναι ελάχιστη ή και μηδενική μεταξύ των δύο».
Τι αξία έχει η άποψη του πρώην επίτροπου τη στιγμή που σε επίπεδο πολιτικής πραγματικότητας, είτε πρόκειται για τη Γαλλία του Μακρόν είτε για τη νέα γερμανική κυβέρνηση (με υπουργό Οικονομικών σοσιαλδημοκράτη), είτε για την Ελλάδα του ΣΥΡΙΖΑ, τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει;
Και όμως κάτι έχει αλλάξει: ορισμένοι από τους πιο συντηρητικούς οργανισμούς -ακριβώς οι ίδιοι που επέβαλαν τις μεταρρυθμίσεις με ζήλο «θρησκευτικού δόγματος»- παραδέχονται, χαμηλόφωνα μεν, δημόσια δε, πως έκαναν λάθος, έστω κι αν δεν το λένε με αυτά τα λόγια.
Το ΔΝΤ το 2015 διαπίστωσε πως «η ρύθμιση ή μη της αγοράς εργασίας δεν βρέθηκε να έχει στατιστικά σημαντικές επιπτώσεις στην ολική παραγωγικότητα».
Στο ίδιο μήκος κύματος ο φιλικός προς την οικονομία της αγοράς ΟΟΣΑ: «Οι περισσότερες εμπειρικές μελέτες που ερευνούν τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων οι οποίες ενισχύουν την ευελιξία σε βάρος της προστασίας των εργαζομένων δείχνουν πως η θετική επίδρασή τους στην απασχόληση είναι μηδενική ή έστω περιορισμένη».
Ακόμα και ο υπέρμαχος των μεταρρυθμίσεων πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι πλέον είναι πολύ ανήσυχος για τις παράπλευρες ζημιές.
Σε ομιλία του το καλοκαίρι του 2017 έριξε στις «διαρθρωτικές αλλαγές» (και ειδικότερα στην ενίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων) την ευθύνη για την καθήλωση των μισθών παρά την ανάπτυξη της οικονομίας. Και όσο οι μισθοί είναι στάσιμοι, ο πληθωρισμός παραμένει σε τόσο χαμηλά επίπεδα απαγορεύοντας στον κ. Ντράγκι την αύξηση των επιτοκίων.
Πριν από μερικές εβδομάδες, σε μια σειρά ερωταποκρίσεων με Ευρωπαίους νέους, ο πρόεδρος της ΕΚΤ κινήθηκε σε μια παραλλαγή τού «ευημερούν οι αριθμοί και πένονται οι πολίτες».
Αφού αναφέρθηκε στους αριθμούς που δείχνουν ανάπτυξη και μείωση της ανεργίας, κράτησε έναν τεράστιο αστερίσκο: «Ομως πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Οι αριθμοί κρύβουν διαφορετικές πραγματικότητες, ειδικότερα σε ό,τι αφορά την ποιότητα των θέσεων εργασίας, η οποία πρέπει να βελτιωθεί. Υπάρχουν πολλές προσωρινές δουλειές, πολλές δουλειές μερικής απασχόλησης».
Η Κομισιόν τι έχει να πει για όλα αυτά; Πιο συγκεκριμένα τι έχει να πει η επίτροπος Απασχόλησης, Μαριάν Τάισεν, που όπως είδαμε το 2016 πίεζε την Ελλάδα για ακόμα περισσότερη ευελιξία;
«Είναι πολύ προβληματική η κατάσταση» σχολίασε στο Investigate Europe η Τάισεν. «Εμποδίζει τους νέους να φύγουν από το σπίτι των γονιών τους, δεν μπορούν οι ίδιοι να αγοράσουν σπίτι ή να πάρουν σημαντικές αποφάσεις και όλο αυτό εξασθενεί την οικονομία».
Και κατέληξε: «Οσο πιο επισφαλείς είναι οι δουλειές, τόσο λιγότερο παραγωγική είναι η οικονομία».
■ Το προσεχές χρονικό διάστημα, η ελληνική κυβέρνηση, ασθμαίνουσα να κλείσει και την τελευταία αξιολόγηση, θα κληθεί να αποδεχτεί νέα δέσμη «μεταρρυθμίσεων» στα εργασιακά.
Αν το ένα τρίτο της τρόικας (ΔΝΤ) διαπιστώνει πως δεν υπάρχει σχέση αιτίας – αιτιατού ανάμεσα στην απορρύθμιση και την ανάπτυξη· αν το δεύτερο τρίτο (ΕΚΤ) ανησυχεί που η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων κρατάει καθηλωμένους τους μισθούς· αν, τέλος, το τρίτο τρίτο (Κομισιόν) πιστεύει ότι η επισφαλής εργασία βλάπτει την οικονομία… γιατί τότε η ελληνική κοινωνία πρέπει να πιει το πικρό ποτήρι ώς την τελευταία στάλα;
Την έρευνα έκαναν για το Investigate Europe οι Ινγκεμποργκ Ελίασεν (Νορβηγία), Ελίσα Ζιμάντκε (Γερμανία), Νικόλας Λεοντόπουλος (Ελλάδα), Μαρία Ματζόρε (Ιταλία), Λεϊλά Μινιάνο (Γαλλία), Κρίνα Μπόρος (Ρουμανία / Βρετανία), Πάουλο Πένια (Πορτογαλία), Χάραλντ Σούμαν (Γερμανία), Βόιτσεκ Τσίεζλα (Πολωνία).
Εκτός από την «Εφημερίδα των Συντακτών», που είναι ο εταίρος του Investigate Europe στην Ελλάδα, η έρευνα για τα εργασιακά δημοσιεύεται σε ΜΜΕ σε όλη την Ευρώπη: Der Tagesspiegel, Die Tageszeitung, Der Freitag (Γερμανία), EU Observer (Βρυξέλλες), Basta! (Γαλλία), Il Fatto Quotidiano (Ιταλία), Publico (Πορτογαλία), Infolibre (Ισπανία), Aftenbladet, Bergens Tidende (Νορβηγία), Newsweek Polska (Πολωνία), Falter (Αυστρία), Dagens Arbete (Σουηδία), Ugebrevet A4 (Δανία), The Black Sea (Ρουμανία), Pod crto (Σλοβενία).
Πηγή: https://www.efsyn.gr