Τις υποχωρήσεις εκείνες που θα γείρουν την πλάστιγγα της διαπραγμάτευσης υπέρ μιας επί της αρχής συμφωνίας για την αξιολόγηση και θα ξορκίσουν το φάντασμα του Eurogroup της 20ής Φλεβάρη του 2015, που βύθιζε την οικονομία στη δημοσιονομική ασφυξία, αναζητά η κυβέρνηση στη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών την Δευτέρα.

Αν και μέχρι στιγμής συμφωνία δεν υπάρχει, με την κλεψύδρα να έχει πλέον αδειάσει για το ορόσημο της 20ής Φεβρουαρίου, κυβερνητικοί αξιωματούχοι μιλώντας στην «Επένδυση» επιμένουν πως «υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια πολιτική συμφωνία». Και αυτό διότι είναι η πρώτη φορά που όλες οι πλευρές προσέρχονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με αποκρυσταλλωμένα τόσο τα σημεία διαφωνίας τους όσο και τις «εκπτώσεις» στις οποίες καλούνται να προβούν για να βγει λευκός καπνός στις Βρυξέλλες.

Το γεγονός ότι η χώρα δεν θα βρεθεί αντιμέτωπη με μεγάλες χρηματοδοτικές υποχρεώσεις μέχρι τον Ιούλιο και ο κίνδυνος νέων καθυστερήσεων, που νομοτελειακά θα εμπλέξουν το ελληνικό ζήτημα στις προεκλογικές περιόδους Ολλανδίας, Γαλλίας και Γερμανίας, είναι ένα σενάριο που δεν θέλει ούτε η ελληνική κυβέρνηση αλλά ούτε και η Ευρώπη, όπως διαβεβαίωσε με σχετικές δηλώσεις του ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόφσκις. Εκτός αυτού, είναι εκ των ων ουκ άνευ για την Αθήνα και η πρόσβαση στο φθηνό χρήμα της ΕΚΤ μέσω του QE, για το οποίο οι πιθανότητες λιγοστεύουν στην περίπτωση αδιεξόδου στο Eurogroup και νέων μακρόσυρτων διαπραγματεύσεων μετά και την 9η Μαρτίου, οπότε θα συνεδριάσει το Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη Φρανκφούρτη. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο φαίνεται να είναι αρνητική η απάντηση του Μεγάρου Μαξίμου στο σενάριο για «σπάσιμο» της αξιολόγησης με εκταμίευση των χρημάτων τώρα και ολοκλήρωσή της μετά τις γερμανικές εκλογές. Και τούτο, διότι κάτι τέτοιο ενταφιάζει την προσδοκία ένταξης στο QE, που αποτελεί δεδηλωμένο στόχο της κυβέρνησης, προκειμένου να υπάρξει ανάσα ρευστότητας αλλά και αναπτυξιακή προοπτική στην ελληνική οικονομία.

Κυβερνητικές πηγές, πάντως, ύστερα από τις δημόσιες αλλά και παρασκηνιακές επαφές της περασμένης εβδομάδας σημειώνουν πως έχει διαμορφωθεί ένα πλαίσιο συζήτησης με τους δανειστές το οποίο φέρει θετικό πρόσημο. Οι ίδιες πηγές, στον απόηχο και των δηλώσεών τους μέσα στην εβδομάδα, υπαινίσσονται πως στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται τόσο ο Πιέρ Μοσκοβισί όσο και ο επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, με το ΔΝΤ και τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, να αποτελούν, ακόμη, ερωτήματα. Οι δύο πρώτοι, πάντως, τις τελευταίες ημέρες είναι αυτοί που έχουν σηκώσει το βάρος του συντονισμού στις οργιώδεις παρασκηνιακές διπλωματικές προσπάθειες για να επιτευχθεί συμφωνία τη Δευτέρα και να απομακρυνθεί η Ελλάδα αλλά και η Ευρώπη από τα «αχαρτογράφητα νερά» μιας νέας όξυνσης της ελληνικής κρίσης στην πιο κρίσιμη καμπή της Γηραιάς Ηπείρου, λόγω Τραμπ και διογκούμενου ευρωσκεπτικισμού.

«Λυδία λίθος» για τυχόν συμφωνία είναι το δημοσιονομικό μονοπάτι που θα ακολουθηθεί για μετά τη λήξη του προγράμματος το 2018. Αυτό αποτελεί και το βασικό «αγκάθι» μεταξύ του ΔΝΤ, από τη μια, και των ευρωπαϊκών θεσμών και της κυβέρνησης, από την άλλη, που επιμένουν στη βάση των θετικών οικονομικών προβλέψεων της Κομισιόν. Εφόσον γεφυρωθεί η απόσταση για τα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά, πηγές του Μεγάρου Μαξίμου εμφανίζονται σίγουρες πως «είναι ζήτημα ημερών το κλείσιμο της αξιολόγησης σε τεχνικό επίπεδο». Σε αυτό το πλαίσιο, θετικά εκλαμβάνονται από το κυβερνητικό επιτελείο οι δηλώσεις αμφισβήτησης της συμμετοχής του ΔΝΤ ακόμα και μέσα από τον γερμανικό συνασπισμό, όπως εκφράστηκαν και από τον Μάνφρεντ Βέμπερ, πυροδοτώντας μίνι εμφύλιο στο Βερολίνο.

Τι δίνει – τι θέλει να πάρει η Αθήνα για να κλείσει η συμφωνία

Το στίγμα για τις προθέσεις και τα πεδία υποχώρησης του Μεγάρου Μαξίμου έδωσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, κατά τη συνάντηση που είχε με τον Πιέρ Μοσκοβισί. «Φτάνει πια με τη λιτότητα στην Ελλάδα», σημείωσε ο πρωθυπουργός, με τον υπουργό Επικρατείας και κυβερνητικό εκπρόσωπο, Δημήτρη Τζανακόπουλο, να επαναλαμβάνει εμφατικά πως «η κυβέρνηση διαπραγματεύεται μια συμφωνία πως δεν θα περιλαμβάνει ούτε ένα ευρώ πρόσθετη λιτότητα».

Ετσι, παρά τη σιγή ασυρμάτου που έχει σημάνει η Ηρώδου Αττικού, για να μην μετατραπεί εκ νέου η διαπραγμάτευση σε τηλεοπτικό «Big Brother», θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια την πορεία της αξιολόγησης, όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο ότι, εφόσον επιτευχθεί συμφωνία στα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά, η κυβέρνηση μπορεί να αποδεχθεί τη νομοθέτηση μέτρων για να καμφθούν οι αντιδράσεις του ΔΝΤ και να μετέχει στο πρόγραμμα προς ικανοποίηση του Βερολίνου, υπό την προϋπόθεση αυτά να συνοδεύονται από ένα προκαθορισμένο πακέτο αντισταθμιστικών. Στόχος είναι, όπως σημειώνουν καλά ενημερωμένες πηγές για τις εν εξελίξει παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, η απόλυτη τιμή του δημοσιονομικού κόστους για τους πολίτες από τις υποχωρήσεις στις οποίες θα προβεί η κυβέρνηση να είναι μηδενική, αφού θα εξισορροπείται από ένα πακέτο στοχευμένων ελαφρύνσεων αντίστοιχου δημοσιονομικού μεγέθους. Πληροφορίες αναφέρουν, δε, πως, αν και η προνομοθέτηση μέτρων θα αφορά την περίοδο μετά το 2019, καταβάλλονται προσπάθειες το πακέτο των αντισταθμιστικών να τεθεί σε ισχύ από φέτος, καθιστώντας το έτι περαιτέρω ελκυστικό τόσο για τους πολίτες όσο και για την κυβερνητική πλειοψηφία.

Με τον τρόπο αυτό το Μέγαρο Μαξίμου επιχειρεί να μειώσει την τοξικότητα της επιβαλλόμενης, αλλά υποχρεωτικής λιτότητας με έναν προωθητικό συμβιβασμό με αντίβαρα. Στόχος είναι να μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο της «κοινωνικά βιώσιμης και πολιτικά ανεκτής συμφωνίας», με το βλέμμα τόσο στις νέες επιβαρύνσεις και τον κοινωνικό και δημοσκοπικό αντίκτυπο που αυτές θα επιφέρουν όσο και στις αγωνίες της κυβερνητικής πλειοψηφίας και τυχόν «ατυχήματα» κατά την ψήφιση στην επικείμενη νέα κοινοβουλευτική δοκιμασία.

Από την εφημερίδα “Επένδυση”