Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη [email protected]
Μη αναστρέψιμη φαίνεται να είναι η κατάργηση της υποχρέωσης εμφιάλωσης προϊόντων με γεωγραφική ένδειξη εντός της περιοχής της γεωγραφικής ένδειξης στο πλαίσιο της αλλαγής του ευρωπαϊκού κανονισμού για τα αλκοολούχα ποτά, εξέλιξη που εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους για την εγχώρια παραγωγή αποσταγμάτων (ούζο, τσίπουρο, μαστίχα κ.λπ.), με την ερχόμενη εβδομάδα να θεωρείται κρίσιμη, αφού αναμένεται να κλειδώσει η τελική θέση του Συμβουλίου της Ε.E.
Ειδικότερα, μετά την έγκριση της πρότασης του νέου κανονισμού την 1η Μαρτίου από το Ευρωκοινοβούλιο, το θέμα βρίσκεται στην Ειδική Επιτροπή Γεωργίας (Special Committee on Agriculture -SCA) που επεξεργάζεται ένα νέο κείμενο του Συμβουλίου και εφόσον αυτό εγκριθεί (στη συνεδρίαση της 23ης/4/2018) θα αποτελεί και τη νέα θέση του Συμβουλίου για τους τριμερείς διαλόγους (Ευρωκοινοβουλίου, Συμβουλίου & Επιτροπής Ε.Ε.). Η Επιτροπή και μέλη Ευρωκοινοβουλίου εργάζονται ήδη στη βάση του ότι οι τριμερείς διάλογοι θα είναι σε θέση να ξεκινήσουν προς το τέλος του Μαΐου.
Η θέση της Κομισιόν είναι ότι η υποχρέωση εμφιάλωσης εντός της οικείας γεωγραφικής περιοχής συνιστά περιορισμό του ελεύθερου εμπορίου στην Ε.E.
Από πλευράς Ευρωκοινοβουλίου στο κείμενο που υιοθετήθηκε κατά τη ψηφοφορία της 1ης Μαρτίου αναφέρεται ότι «τα μέλη θεωρούν ότι οι υπάρχουσες γεωγραφικές ενδείξεις για τις οποίες έχει ήδη υποβληθεί αντίστοιχος τεχνικός φάκελος πρέπει αυτομάτως να προστατευθούν ως γεωγραφικές ενδείξεις από τον νέο κανονισμό και δεν θα πρέπει να χάσουν την προστασία τους μετά την εφαρμογή της νέας ρύθμισης».
Αυτή η θέση δημιουργεί συγκρατημένη αισιοδοξία στις ελληνικές επιχειρήσεις παραγωγής αποσταγμάτων, καθώς οι τεχνικοί φάκελοι γεωγραφικής ένδειξης που κατέθεσε η Ελλάδα, στους οποίους προβλέπεται η εμφιάλωση των αποσταγμάτων εντός της γεωγραφικής ζώνης, έγιναν αποδεκτοί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ωστόσο, στις απαντήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εξέταση των ελληνικών τεχνικών φακέλων αναφέρεται ότι «η παρούσα εξέταση έχει περιοριστεί στον ορισμό μιας ΓΕ, όπως αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 110/2008, άλλα θέματα όπως η αραίωση και/ή η εμφιάλωση μπορεί να εξεταστούν χωριστά», ενώ επίσης σημειώνεται ότι «οι αρνητικές οικονομικές συνέπειες που ενδέχεται να έχουν τέτοιου είδους περιορισμοί στους παραγωγούς, ιδίως στους μικρούς παραγωγούς, και στις επιχειρήσεις σε άλλα κράτη-μέλη, θα πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά από τις αρχές της χώρας σας, ιδίως ελλείψει διαδικασίας ένστασης. Σημειωτέον ότι αυτό δεν αποκλείει την εξέταση και τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις από άλλες υπηρεσίες της Επιτροπής και ότι θα χρειαστεί η έγκριση του Σώματος των Επιτρόπων στο τέλος της διαδικασίας εξέτασης».
Από πλευράς ελληνικής πολιτείας, στην κοινή θέση της ειδικής διαρκούς επιτροπής ευρωπαϊκών υποθέσεων και της διαρκούς επιτροπής οικονομικών υποθέσεων, που υιοθετήθηκε μετά τη σχετική συνεδρίαση τον περσινό Μάρτιο, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «το εθνικό δίκαιο κρίνει ότι λόγω της ιδιαίτερης φύσεως των αλκοολούχων ποτών, ενυπάρχει ο κίνδυνος υποβάθμισης των ποιοτικών χαρακτηριστικών ή δόλιας επέμβασης στο προϊόν (νόθευση, υποκατάσταση) κατά τη μεταφορά τους “χύμα” προς εμφιάλωση, ενώ είναι γνωστό ότι για πολλά τέτοια προϊόντα δεν είναι δυνατόν ο εκ των υστέρων αναλυτικός έλεγχος να αποδείξει τη νοθεία ή την παραποίησή τους. Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει πολλάκις δικαιώσει αυτήν την άποψη, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στη διασφάλιση της προστασίας προϊόντων γεωγραφικής ένδειξης, καθόσον μάλιστα πρόκειται για προϊόντα με υψηλή φήμη, αναγνωρισιμότητα και αξία. Επιπλέον, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι στη συνείδηση του καταναλωτή των αλκοολούχων ποτών γεωγραφικής ένδειξης η εμφιάλωση αποτελεί μέρος αναπόσπαστο της διαδικασίας παραγωγής του προϊόντος».
Την ίδια ώρα, η ελεύθερη εμφιάλωση μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για εξ ολοκλήρου παραγωγή ούζου/τσίπουρου σε οποιοδήποτε περιοχή. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, με ένα κεφάλαιο της τάξεως των 300 -500 χιλ. ευρώ μπορεί να δημιουργηθεί αποστακτήριο το οποίο θα έχει τη δυνατότητα να παράγει 600-700 κιβώτια ημερησίως. Σε επίπεδο Ε.Ε. υπάρχουν μεγάλα εμφιαλωτήρια που με την ενεργοποίηση του νέου κανονισμού έχουν τη δυνατότητα να προσθέσουν στις γραμμές τους εμφιάλωση ενός ελληνικού αποστάγματος και θα μπορούσαν να πράξουν το ίδιο και σε ένα «ελληνικού τύπου» απόσταγμα που θα παράγεται στη δική τους περιοχή. Το ενδεχόμενο αυτό μάλιστα ενισχύεται με γνώμονα ότι τα ελληνικά αποστάγματα εμφανίζουν υψηλές εξαγωγικές αποδόσεις, με το 70% των εσόδων της εγχώριας αποσταγματοποιίας να αφορά τις εξαγωγές.