Η οικονομία της Γερμανίας προκαλεί τον φθόνο της Ευρωζώνης. Η ανάπτυξη ανέβηκε σε υψηλά πενταετίας το 2016 και η αλματώδης αύξηση των εξαγωγών έφερε το μεγαλύτερο εμπορικό πλεόνασμα στη μεταπολεμική εποχή. Η ανεργία βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα από την επανένωση της Γερμανίας. Τα περισσότερα από αυτά τα αποτελέσματα μπορούν να αποδοθούν στις σαρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε εδώ και πάνω από μια δεκαετία η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερ. Η Ατζέντα 2010, όπως είναι γνωστή η μεταρρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας και του κοινωνικού κράτους, μεταμόρφωσε τη Γερμανία, από τον «ασθενή» της Ευρώπης, στην οικονομική ατμομηχανή της.
Οπότε είναι τολμηρή η κίνηση του Μάρτιν Σουλτς, του κεντροαριστερού υποψηφίου που θα διεκδικήσει την καγκελαρία από την Άνγκελα Μέρκελ, να αμφισβητήσει ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του κόμματός του. Αυτό έκανε στην πραγματικότητα ο νέος ηγέτης του SPD την περασμένη Δευτέρα, όταν διακήρυξε πως τα οφέλη στην αποτελεσματικότητα ήρθαν εις βάρος της κοινωνικής αλληλεγγύης και όταν υποσχέθηκε να βάλει στο επίκεντρο της προεκλογικής εκστρατείας του την κοινωνική δικαιοσύνη. Αν και παρουσίασε λίγες συγκεκριμένες προτάσεις, δήλωσε ότι το κόμμα του έκανε λάθη και άφησε να εννοηθεί ότι ως καγκελάριος θα επανεξετάσει βασικά σημεία των μεταρρυθμίσεων.
Ο Μ. Σουλτς έδωσε νέα πνοή σε μια εκλογική μάχη που φαινόταν να έχει προδεδικασμένο αποτέλεσμα, κάνοντας έξυπνους πολιτικούς υπολογισμούς. Έχει ξανακερδίσει ορισμένους πρώην υποστηρικτές του SPD οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει το κόμμα πηγαίνοντας είτε προς το πιο αριστερό Die Linke είτε προς τη λαϊκιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD στα δεξιά), γιατί αισθάνθηκαν πως είχαν προδοθεί από την Κεντροαριστερά.
Απευθύνεται επίσης στις βάσιμες ανησυχίες για την κατάσταση της αγοράς εργασίας της Γερμανίας. Οι νέοι δεν αντιμετωπίζουν τα ίδια εμπόδια στην εργασία όπως οι Γάλλοι ή οι Ισπανοί, αλλά υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να ανησυχούν για την εργασιακή ασφάλεια δεδομένου ότι αυξάνεται διαρκώς ο αριθμός των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ενώ μεγαλώνει το ποσοστό των χαμηλόμισθων στο εργατικό δυναμικό και τώρα πλησιάζει στα επίπεδα των παραδοσιακά πιο άνισων αγγλοσαξονικών οικονομιών. Η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας έχει αυξηθεί, αλλά πολλές γυναίκες εργάζονται λιγότερες ώρες για χαμηλότερους μισθούς. Πολλοί άνθρωποι επίσης ανησυχούν πως τα προσόντα που κάποτε τους εγγυούνταν μια καλή δουλειά δεν θα τους εξασφαλίζουν πλέον το μέλλον τους σε έναν κόσμο ραγδαίας αυτοματοποίησης.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι ο επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας πρέπει να σκίσει τις μεταρρυθμίσεις που οδήγησαν σε επίπεδα – ρεκόρ τη δημιουργία θέσεων εργασίας και έδωσαν στη γερμανική βιομηχανία τα μέσα για να γίνει ανταγωνιστική. Ειδικότερα, δεν θα ήταν έξυπνο να γίνουν οικονομικά απρόσιτες δεσμεύσεις για να προστατευτούν οι συντάξεις του Δημοσίου, δεδομένου του κόστους από τη γήρανση του πληθυσμού. Αλλά υπάρχει σίγουρα λόγος να επανεξεταστεί η Ατζέντα 2010 και να αναζητηθούν τρόποι για να στηριχτούν τα εισοδήματα και να μειωθεί η εξάρτηση της οικονομίας από την εξωτερική ζήτηση. Η Γερμανία, όπως όλες οι ανεπτυγμένες χώρες, πρέπει να σκεφτεί σοβαρά πώς θα προσαρμόσει το κράτος πρόνοιας και τις εργασιακές σχέσεις στα μεταβαλλόμενα μοτίβα της απασχόλησης.
Είναι φυσικά πιο εύκολο να απευθύνεις έκκληση για κοινωνική δικαιοσύνη από το να την πετύχεις. Ο κύριος Σουλτς θα διακινδυνεύσει να αποξενώσει τους κεντρώους ψηφοφόρους όταν έρθει η ώρα να παρουσιάσει τις πολιτικές του, ειδικά αν αφορούν μεγαλύτερη φορολόγηση του πλούτου ή μέτρα που ενοχλούν τις επιχειρήσεις.
Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τις προτάσεις του Μ. Σουλτς, η προθυμία του να στραφεί στα ζητήματα αυτά είναι καλοδεχούμενη. Υπάρχει χώρος για νέες ιδέες στη γερμανική πολιτική σκηνή έπειτα από 12 χρόνια συνασπισμών υπό την ηγεσία της Άνγκελα Μέρκελ, η οποία, παρά τον ηγετικό ρόλο σε διεθνές επίπεδο, δεν έχει αναλάβει πρωτοβουλίες για σοβαρές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό τα τελευταία χρόνια.
Ο δημόσιος διάλογος πρέπει να απομακρυνθεί από το δηλητηριώδες θέμα της μετανάστευσης και της ταυτότητας και να περάσει σε οικονομικά ζητήματα που μεγαλώνουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να αποκαταστήσουν την αξιοπιστία τους στους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης τα κεντροαριστερά κόμματα της Ευρώπης και για να επανεφεύρουν τον εαυτό τους ως μια πραγματική δύναμη της αντιπολίτευσης.