Εσωστρεφής η οικονομία, μικραίνει η αγορά, χαμηλές επενδύσεις στην έρευνα

Αν υποτεθεί ότι στη νέα παγκοσμιοποιημένη οικονομία οι εταιρείες τεχνολογίας – νεοφυείς αλλά και καθιερωμένες – αποτελούν τον μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας αυτής, τότε όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι στην Ελλάδα ο μοχλός αυτός έχει… σπάσει.

Σε μια περίοδο που όλες οι χώρες παρακολουθούν με έντονο ενδιαφέρον τις εξελίξεις στον χώρο των start ups και φροντίζουν ώστε οι εταιρείες αυτές να έχουν όσο το δυνατόν καλύτερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση – άλλωστε η πλουσιότερη σήμερα εταιρεία στον κόσμο, η Apple, ξεκίνησε ως ένα εγχείρημα από το γκαράζ του σπιτιού των ιδρυτών της –, στην Ελλάδα τα πράγματα ακολουθούν αντίστροφη, απογοητευτική πορεία.

Συρρίκνωση
Σύμφωνα με τα στοιχεία μελέτης της Endeavor Greece, η οποία στηρίζεται με τη σειρά της στα στοιχεία του ΓΕΜΗ, η αγορά τεχνολογίας στην Ελλάδα βρίσκεται εδώ και κάμποσα χρόνια σε φάση επικίνδυνης στασιμότητας.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι στο διάστημα 2012 – 2016 ακόμα και κλάδοι της οικονομίας που εκ φύσεως έχουν εξωστρεφή χαρακτήρα και διεθνή προσανατολισμό, όπως η τεχνολογία, κατέγραψαν μείωση του αριθμού των νέων επιχειρήσεων. Ενώ το 2012 στην Ελλάδα συστάθηκαν 1.167 νέες επιχειρήσεις στον κλάδο της τεχνολογίας, ο αντίστοιχος αριθμός το 2016 περιορίστηκε μόλις σε 857, καταγράφοντας μείωση της τάξεως του 27%.
Το ακόμα πιο ανησυχητικό στοιχείο της μελέτης, όμως, προκύπτει από τη συνολική θεώρηση της ελληνικής οικονομίας, η οποία δείχνει ακόμα και σήμερα, ύστερα από εννέα χρόνια ύφεσης και επτά χρόνια μνημονίων, να συνεχίζει να… ομφαλοσκοπεί.
Από τα στοιχεία της μελέτης προκύπτει ότι η ελληνική επιχειρηματικότητα παραμένει εγκλωβισμένη σε εσωστρεφείς τομείς, όπως η εστίαση και το λιανεμπόριο, ενώ η «μεγάλη στροφή» σε εξαγωγική επιχειρηματικότητα παραμένει όνειρο θερινής νυκτός: το 84% των νέων επιχειρήσεων συνεχίζει να εστιάζει σε κλάδους με κατά βάση εγχώριο προσανατολισμό και την κατανάλωση (εστίαση, μπαρ, καφετέριες, λιανεμπόριο, λογιστικές / συμβουλευτικές υπηρεσίες), παρά τις τεράστιες μειώσεις εισοδήματος που έχουν υποστεί οι καταναλωτές.
Η μελέτη σημειώνει μεν ότι το ποσοστό είναι μειωμένο σε σχέση με το αντίστοιχο 88% του 2012, ωστόσο τονίζει ότι η μείωση αυτή δεν αποτελεί στοιχείο μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας σε μια πιο εξωστρεφή και εξαγωγική οικονομία – κάθε άλλο μάλιστα…

Τάσεις σταθεροποίησης
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύονται στη μελέτη του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για την Πληροφορική (ΕΙΤΟ) και του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πληροφορικής & Επικοινωνιών Ελλάδας (ΣΕΠΕ) σχετικά με την παγκόσμια αγορά πληροφορικής για το 2017, προκύπτει ότι για την Ελλάδα κατά την τρέχουσα χρονιά εκτιμάται ότι η συγκεκριμένη αγορά αναμένεται να καταγράψει τάσεις σταθεροποίησης και μείωσης του ρυθμού πτώσης.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι κατά το 2016 η εγχώρια βιομηχανία κινήθηκε αρνητικά 1,9% (έναντι πτώσης 2,6% το 2015 και 1,3% το 2014). Για το 2017 ο κλάδος περιμένει οριακή μείωση 0,9%. Η αξία της αγοράς ΤΠΕ στην Ελλάδα, κατά το 2017, προβλέπεται ότι θα βρεθεί στα επίπεδα των 5,583 δισ. ευρώ, ενώ το 2016 κινήθηκε στα 5,633 δισ.
Η αγορά πληροφορικής στην Ελλάδα αναμένεται φέτος να περιορίσει τις απώλειες στο 0,5%, όταν το 2016 η πτώση ήταν 3,1%, ενώ η αγορά είχε υποχωρήσει κατά 4,8% το 2015. Σε απόλυτα μεγέθη η αξία της αγοράς το 2016 κυμάνθηκε στα 1,605 δισ. ευρώ, με τις εκτιμήσεις για το 2017 να δείχνουν μείωση στο 1,597 δισ.
Με αρνητικό πρόσημο ολοκλήρωσε το 2016 ο τομέας τηλεπικοινωνιών, που, κατά το 2017, θα καταγράψει και περαιτέρω μείωση. Η αγορά τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 1,4% το 2016, με την πτώση για το 2017 να είναι μικρότερη, στο -1% (ο κλάδος είχε υποστεί απώλειες 1,7% το 2015 και 6% το 2014). Η αξία της εγχώριας αγοράς τηλεπικοινωνιών υπολογίζεται ότι διαμορφώθηκε το 2016 σε 4,028 δισ. ευρώ, ενώ η αντίστοιχη επίδοση για το 2017 προβλέπεται να είναι στα 3,986 δισ.

Χαμηλές δαπάνες
Και, επειδή τεχνολογία χωρίς έρευνα δεν μπορεί να υπάρξει, έρχεται και ο ΟΟΣΑ και βάζει το… τελευταίο καρφί, τοποθετώντας την Ελλάδα ουραγό των χωρών – μελών του, όσον αφορά τις επενδύσεις για έρευνα και ανάπτυξη (το περίφημο Research & Development ή R&D).
Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία του 2015, η Ελλάδα δαπάνησε για R&D μόλις το 0,96% του ΑΕΠ της και κατέλαβε την 32η θέση στη σχετική κατάταξη του ΟΟΣΑ, τη στιγμή που οι πρώτες χώρες της κατάταξης (Ισραήλ, Νότια Κορέα, Ιαπωνία, Σουηδία κ.λπ.) δαπανούν άνω του 4% του ΑΕΠ τους για έρευνα και ανάπτυξη. Μάλιστα, η εικόνα του 2015 είναι… καλύτερη από αυτήν του παρελθόντος, καθώς οι δαπάνες για R&D το 2014 ισοδυναμούσαν με το 0,84% του ΑΕΠ, ενώ το 2011 έφθαναν μόλις στο 0,67% του ΑΕΠ.
Από τη μελέτη του ΟΟΣΑ προκύπτει, επίσης, ότι στην Ελλάδα η έρευνα και ανάπτυξη χρηματοδοτείται κυρίως από το κράτος, καθώς σε αυτό αντιστοιχεί το 52,7% των κονδυλίων R&D, ενώ η υπόλοιπη χρηματοδότηση προέρχεται κατά 31,8% από τις επιχειρήσεις, κατά 12,8% από το εξωτερικό (κοινοτικά προγράμματα και ξένες επιχειρήσεις) και κατά 2,7% από άλλους εθνικούς φορείς. Το ανησυχητικό είναι ότι οι επιχειρήσεις, που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να δίνουν το καλό παράδειγμα, απασχολούν στην Ελλάδα μόλις το 14,3% του συνόλου των ερευνητών της χώρας.