Στη μελέτη διερευνώνται οι μεσοπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει και οι προϋποθέσεις για τη μελλοντική της ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμάται η ευρύτερη συνεισφορά της χημικής βιομηχανίας στην ελληνική οικονομία, εξετάζονται οι παράγοντες που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητά της και διατυπώνονται προτάσεις σχετικά με πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τη βιώσιμη ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα, στο ιδιαίτερα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί.
Όπως χαρακτηριστικά τονίζει το ΙΟΒΕ, “οι ρυθμίσεις που επιφέρουν ένα δυσανάλογο κόστος συμμόρφωσης στην πλειονότητα των (μικρομεσαίων) επιχειρήσεων του κλάδου, το ενεργειακό κόστος και η φορολόγηση των πρώτων υλών, όπως το φυσικό αέριο για μη ενεργειακή χρήση, οι ανεπάρκειες στη διαχείριση και στις υποδομές της εφοδιαστικής αλυσίδας χημικών, καθώς και οι αδυναμίες του συστήματος καινοτομίας, επηρεάζουν επίσης αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας χημικής βιομηχανίας”.
Το ΙΟΒΕ σημειώνει σχετικά με το φυσικό αέριο, τη φορολόγησή του ως πρώτη ύλη και το ενεργειακό κόστος τα εξής:
“Τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι οι τιμές φυσικού αερίου για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα παραμένουν υψηλότερες κατά 12% από τον μέσο όρο της ΕΕ-28. Το πρόβλημα που προκαλεί το κόστος φυσικού αερίου στην ανταγωνιστικότητα είναι, εξαιτίας της φορολογίας, οξύτερο για την εγχώρια βιομηχανία λιπασμάτων, η οποία χρησιμοποιεί άμεσα το φυσικό αέριο ως πρώτη ύλη για την παραγωγή αμμωνίας.
Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που φορολογεί το φυσικό αέριο για μη ενεργειακή χρήση. Με βάση τις πιο πρόσφατες τιμές φυσικού αερίου, ο ΕΦΚ στο φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη (1,5 ευρώ ανά GJ) αποτελεί το 17% της τελικής τιμής, ενώ η ποσοστιαία διαφορά από τις μέσες τιμές στην ΕΕ-28 διευρύνεται σε 32%, καθιστώντας ιδιαιτέρως δυσμενή τη θέση της εγχώριας βιομηχανίας λιπασμάτων (και άλλων βιομηχανιών που χρησιμοποιούν το φυσικό αέριο ως πρώτη ύλη) έναντι των ανταγωνιστών σε άλλες χώρες”.
Παράλληλα, το ΙΟΒΕ αναφέρει:
«Η παραγωγική διαδικασία σε ορισμένους τομείς της χημικής βιομηχανίας, όπως τα πετροχημικά και τα λιπάσματα, είναι έντασης ενέργειας – τόσο στο πεδίο των χημικών διεργασιών που εκτελούνται, όσο και λόγω της άμεσης χρήσης ενέργειας (φυσικού αερίου και παραγώγων πετρελαίου) ως πρώτης ύλης. Συνεπώς, ιδιαίτερα σε αυτούς τους τομείς, το ενδιαφέρον και η ανάγκη των επιχειρήσεων του κλάδου για ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας είναι τεράστιο. Μεγάλες προς τα πάνω αποκλίσεις από τις τιμές ενέργειας που χρεώνονται οι επιχειρήσεις σε άλλες χώρες επιδεινώνουν την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων επιχειρήσεων, με σοβαρές επιπτώσεις στην παραγωγή, την απασχόληση και τα οικονομικά τους αποτελέσματα. Στο πλαίσιο αυτό ενδιαφέρει ιδιαίτερα: α) το επίπεδο τιμών ενέργειας στην Ελλάδα25, οι παράγοντες που το διαμορφώνουν και οι διαφορές του σε σχέση με άλλες χώρες, και β) το κόστος χημικών πρώτων υλών που παράγονται από ενεργειακά προϊόντα, όπως το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, ιδίως σε σχέση με άλλες γεωγραφικές περιοχές…
Το πρόβλημα που προκαλεί το κόστος φυσικού αερίου στην ανταγωνιστικότητα είναι, εξαιτίας της φορολογίας, οξύτερο για την εγχώρια βιομηχανία λιπασμάτων, η οποία χρησιμοποιεί άμεσα το φυσικό αέριο ως πρώτη ύλη για την παραγωγή αμμωνίας. Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης (ΕΦΚ) στο φυσικό αέριο, ο οποίος εφαρμόστηκε ενιαία σε όλες τις χρήσεις από τον Σεπτέμβριο του 2011, μειώθηκε κοντά στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο το καλοκαίρι του 2016 για τη βιομηχανική ενεργειακή χρήση και καταργήθηκε για τη χρήση στην ηλεκτροπαραγωγή. Ωστόσο, διατηρήθηκε ο υψηλός συντελεστής ΕΦΚ για τη χρήση φυσικού αερίου ως πρώτη ύλη, παρά το γεγονός ότι η Οδηγία 2003/96/ΕΚ27 δεν έχει εφαρμογή στα ενεργειακά προϊόντα που δεν χρησιμοποιούνται ως καύσιμα κινητήρων ή θέρμανσης και συνεπώς δεν δεσμεύει τα κράτη μέλη για το ελάχιστο ύψος φορολόγησης.
Αναφορικά με τη σημασία της ενέργειας και του ενεργειακού κόστους στη χημική βιομηχανία θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε τα εξής:
– Το 2015, η κατανάλωση καυσίμων και ηλεκτρικής ενέργειας από τη χημική βιομηχανία στην Ελλάδα, περιλαμβανομένης της βιομηχανίας φαρμάκου, έφτασε τις 222 χιλιάδες τόνους ισοδύναμου πετρελαίου (toe). Αυτό το μέγεθος αντιστοιχεί περίπου στο 7% της κατανάλωσης ενέργειας από τη βιομηχανία στην Ελλάδα το ίδιο έτος και ήταν κατά 27% χαμηλότερο συγκριτικά με το 1990 (Διάγραμμα 5.7). Συνεπώς, η κατανάλωση ενέργειας στην εγχώρια χημική βιομηχανία έχει περιοριστεί αρκετά.
– Με εξαίρεση το φυσικό αέριο και τα απόβλητα, στα οποία σημειώθηκε σημαντική αυξητική μεταβολή, η κατανάλωση των υπόλοιπων πηγών ενέργειας (πετρέλαιο, ηλεκτρική ενέργεια και στερεά καύσιμα) έχει μειωθεί σημαντικά από το 1990. Οι αλλαγές στη σύνθεση της παραγωγής της χημικής βιομηχανίας και η υποκατάσταση μεταξύ των πηγών ενέργειας εξηγούν εν μέρει αυτές τις μεταβολές.
– Ένας άλλος παράγοντας που έχει συμβάλει στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας της χημικής βιομηχανίας είναι η βελτίωση της ενεργειακής της αποδοτικότητας. Πράγματι, η ενεργειακή ένταση της χημικής βιομηχανίας (δείκτης κατανάλωσης ενέργειας ως προς τον δείκτη παραγωγής χημικών) έχει βελτιωθεί δραστικά την περίοδο 1990-2015 και μάλιστα σημαντικά περισσότερο από τον μέσο όρο της Μεταποίησης στην Ελλάδα (Διάγραμμα 5.8). Ειδικότερα, ο δείκτης ενεργειακής έντασης της χημικής βιομηχανίας το 2015 εκτιμάται ότι ήταν χαμηλότερος κατά 45% συγκριτικά με το 1990, όταν στο σύνολο της Μεταποίησης βρισκόταν σε επίπεδο λίγο υψηλότερο από το 1990. Η αύξηση της βαρύτητας των βιομηχανικών κλάδων έντασης ενέργειας στην εγχώρια Μεταποίηση εξηγεί ενδεχομένως αυτές τις μεταβολές. Επιπλέον, όμως, αναδεικνύεται η προσαρμογή της χημικής βιομηχανίας και η σημαντική αύξηση της ενεργειακής της παραγωγικότητας».
Με αφορμή τα παραπάνω, το ΙΟΒΕ προτείνει την άμεση κατάργηση του ΕΦΚ στο φυσικό αέριο για μη ενεργειακή χρήση. Όπως σημειώνει, «η μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να επιτευχθεί με βελτίωση ανταγωνιστικότητας της αγοράς χονδρικής μέσω της σύζευξης με γειτονικές αγορές (Ιταλία, Βουλγαρία), την προώθηση των διασυνδέσεων με τα μη συνδεδεμένα νησιά που θα περιορίσει τις χρεώσεις ΥΚΩ, και τη μείωση του ΕΦΚ στην ηλεκτρική ενέργεια για τους βιομηχανικούς καταναλωτές στη μέση τάση».