Τις μεγάλες αποκλίσεις στο βαθμό συμμετοχής στα φορολογικά βάρη αποκαλύπτει η πρόσφατη έρευνα που εκπόνησε το IOBE για λογαριασμό του Οργανισμού διαΝΕΟσις.

Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην έρευνα που πρόσφατα δόθηκε στη δημοσιότητα, το 2015 το 20% των Ελλήνων φορολογούμενων δήλωνε το 53% του συνολικού εισοδήματος και πλήρωσε το 80% των συνολικών φόρων εισοδήματος φυσικών προσώπων.

Αντιθέτως το υπόλοιπο 80% των φορολογούμενων (στο συγκεκριμένο έτος αντιστοιχεί σε άτομα με εισόδημα μέχρι €19.000) δήλωνε το 47% του συνολικού εισοδήματος και πλήρωσε το 20% των συνολικών φόρων εισοδήματος φυσικών προσώπων.

Όπως εξηγούν οι συντάκτες της έκθεσης, η παραπάνω διαφορά στην επιβάρυνση των φορολογουμένων εν μέρει εξηγείται από τις διαφορές στο μέσο εισόδημα και την προοδευτικότητα των συντελεστών φορολογίας.

Ωστόσο, αυτό που φαίνεται να καθιστά ένα μικρό κομμάτι φορολογουμένων «υποζύγιο» του υπόλοιπου τμήματος είναι «η στενότητα της φορολογικής βάσης στην Ελλάδα και η εκτεταμένη φοροδιαφυγή που ουσιαστικά «παραβιάζουν την αρχή της οριζόντιας ισότητας».

Με άλλα λόγια «άτομα με την ίδια φοροδοτική ικανότητα δεν φαίνεται να χαίρουν της ίδιας φορολογικής αντιμετώπισης, είτε λόγω διαφορετικών συντελεστών και εξαιρέσεων που ακόμα υπάρχουν στο νομοθετικό πλαίσιο, είτε λόγω εκτεταμένης φοροδιαφυγής».

Στην έκθεση σημειώνεται επίσης ότι «σε σύγκριση με το 2008, η κατανομή του εισοδήματος δεν άλλαξε σημαντικά κάτι που υποδηλώνει ότι ο περιορισμός των εισοδημάτων ήταν σχετικά ομοιόμορφος στο μεγαλύτερο εύρος εισοδημάτων.
Ωστόσο, οι αυξήσεις των συντελεστών, η κατάργηση του αφορολόγητου και ο περιορισμός των εκπτώσεων και άλλων απαλλαγών από τον φόρο εισοδήματος, επηρέασαν περισσότερους φορολογούμενους, οι οποίοι παλαιότερα δεν συνεισέφεραν στα έσοδα από τους φόρους εισοδήματος.

Ετσι το 2008, το 60% των φορολογούμενων δήλωνε το 25% του φορολογούμενου εισοδήματος και πλήρωνε το 1% των φόρων, ενώ το 80% των φορολογούμενων δήλωνε το 49% του εισοδήματος και πλήρωνε το 15% του φόρου εισοδήματος»

Το παράδοξο

Την ίδια στιγμή το φορολογικό σύστημα της Ελλάδας παρουσιάζει ή συμβάλει σε ένα ακόμη παράδοξο. Ενώ  ως προς τη διανεμητική του λειτουργία (υπεραπλουστεύοντας τα βάρη που το ελληνικό φορολογικό σύστημα υποτίθεται ότι αφαιρεί από τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα)η Ελλάδα παρουσιάζει τον δεύτερο υψηλότερο βαθμό προοδευτικότητας ανάμεσα σε 22 χώρες – μέλη του ΟΟΣΑ, οι επιδόσεις της χώρας στους πραγματικούς δείκτες ανισότητας και φτώχειας είναι σημαντικά κατώτερες σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ:

Συγκεκριμένα, ο συντελεστής ανισότητας GINI με βάση το διαθέσιμο εισόδημα στην Ελλάδα ανήλθε σε 34,3% το 2015 (έναντι 27,0% στην ΕΕ), ενώ ο κίνδυνος φτώχειας για το ίδιο έτος βρισκόταν σε 22,5% (έναντι 14,4% στην ΕΕ).

Κάθε χρόνο 2,5 φορολογικά νομοσχέδια

Στην έκθεση επισημαίνεται επίσης η πολυνομία που χαρακτηρίζει το ελληνικό φορολογικό σύστημα:

«Το σύστημα φορολογίας εισοδήματος στην Ελλάδα παραμένει πολύπλοκο και ασταθές, όπως προκύπτει από τις συνεχείς αλλαγές συντελεστών, και από το πλήθος των εκπτώσεων και φοροαπαλλαγών για διαφορετικές κατηγορίες φορολογουμένων.

Έτσι «την περίοδο 2002-2015 ψηφίστηκαν 36 αμιγώς φορολογικοί νόμοι (2,6 νόμοι ανά έτος), με μέσο όρο 78 άρθρα και 68 σελίδες ανά νόμο. Οι νομοθετικές παρεμβάσεις δεν περιορίστηκαν όμως στους αμιγώς φορολογικούς νόμους, καθώς ψηφίστηκαν επιπλέον περίπου 40, συναφείς με τη φορολογία, διατάξεις διάσπαρτες σε άλλους νόμους ανά έτος».

Εφοριακοί στα γκισέ και όχι στους ελέγχους

«Σχετικά με το κόστος διαχείρισης του φορολογικού συστήματος, προβληματίζει το πολύ υψηλό ποσοστό ενασχόλησης των εργαζομένων της φορολογικής διοίκησης σε διοικητικές υπηρεσίες (56,3% στην Ελλάδα το 2013, έναντι 27,2% το 2013 κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ)», σημειώνεται στην έκθεση και προστίθεται: «Αυτή η διοικητική επιβάρυνση στερεί από τη φορολογική διοίκηση πόρους για παραγωγικότερες διαδικασίες, όπως ο έλεγχος φορολογικών υποθέσεων.

Πηγή: http://www.kathimerini.gr