Ηρακλής Ρεράκης,  Καθηγητής Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ

«Με το ακυρωμένο από το ΣτΕ Πρόγραμμα των Θρησκευτικών προχωράει το Υπουργείο στον προσηλυτισμό των Ορθοδόξων μαθητών»

            Το συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), με εμπεριστατωμένη από κάθε άποψη επιχειρηματολογία, ακύρωσε στις 20 Μαρτίου το πολυθρησκειακό Πρόγραμμα Σπουδών και από τότε ξεσηκώθηκε μια απίστευτη συνταγματική ανταρσία,για να καταλήξει τελικά το Υπουργείο Παιδείας σε μια απόφαση κόλαφος,να μην εφαρμόσει την απόφαση του ΣτΕ.

 

 Βλέπουμε με λύπη μας όλες αυτές τις ημέρες συνέλληνες, κληρικούς,λαϊκούς, θεολόγους, πολιτικούς και δημοσιογράφους,να ενεργούν με σκοπιμότητες, σχεδιασμούς και μεθοδεύσεις και να προσπαθούν να θολώσουν το τοπίο, να παραπλανήσουν και να προσπαθούν να αποδείξουν ότι το ΣτΕ δεν ερμηνεύει σωστά το Σύνταγμα, τους νόμους και το εθνικό και διεθνές δίκαιο και ότι ένα πολυθρησκειακό πρόγραμμα, που πολτοποιεί και προσφέρει στα παιδιά μας, με τη μορφή ενός απαράδεκτου και επικίνδυνου συνονθυλεύματος, την ορθοδοξία με τις χριστιανικές ομολογίες και τις θρησκείες,είναι στη ορθόδοξη κατεύθυνση.

Δεν είναι όμως μόνον η παρερμηνεία και η διαστρέβλωση της αλήθειας αλλά και η δίωξη που εφαρμόζουν ως όπλα επιβολής. Όποιος έχει αντιρρήσεις σε αυτήν την μετάλλαξη της ορθόδοξης συνείδησης των παιδιών σε πολυθρησκειακή, τον αναλαμβάνει η «προοδευτική» ομάδα συκοφάντησης, λασπολογίας και χλευασμού και τον μαυρίζει στο πανελλήνιο με τις χειρότερες μομφές.

Η απόφαση του ΣτΕ ήταν όντως κάτι που δεν ήθελαν και,επειδή δεν έχουν επιχειρήματα να την αντιμετωπίσουν, γι αυτό την δυσφημούν, μέσω μαύρης προπαγάνδας και συκοφαντίας. Ακολουθώντας πιστά την ίδια γραμμή της σπιλώσεως και λασπολογίας των αντιφρονούντων, στράφηκαν αυτή τη φορά, εναντίον των Συμβούλων του ΣτΕ, εκτοξεύοντας απίθανους χαρακτηρισμούς.

Βγήκε ο κ. Φίλης, ο οποίος, όπως θυμόμαστε, ήθελε να επιβάλει στους ορθόδοξους Έλληνες το ουδετερόθρησκο σχολείο και φρόνημα και τώρα βλέπει ότι το ΣτΕ του χάλασε το σχέδιοκαι εκτόξευσετα «ωραία» του για την απόφαση του ΣτΕ: Πρόκειται για «σκοταδισμό, μεσαίωνα και αναχρονισμό», για «λανθασμένη ερμηνεία του Συντάγματος». «Είναι μία απόφαση, η οποία παρερμηνεύει ή και παραβιάζει τις συνταγματικές διατάξεις». «Είναι μία μεσαιωνικού τύπου απόφαση».

Βγήκε και ο κ. Γαβρόγλου και είπε: «Δεν μας δεσμεύει η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που ακύρωσε τις αλλαγές Φίλη στο μάθημα των Θρησκευτικών. Δεν θα υποκύψουμε στο κύμα σκοταδισμού. Η απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, δεν έχει καμιά πρακτική επίπτωση και δεν αλλάζει ο πυρήνας της διδασκαλίας». «Η κυβέρνηση δε θα υποκύψει στον σκοταδισμό που κάποιοι θέλουν να φέρουν σε αυτόν τον τόπο».«Το Υπουργείο σέβεται τις δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες ωστόσο και αυτές κρίνονται ως προς τα αποτελέσματά τους και ως προς το σκεπτικό τους. Η συγκεκριμένη απόφαση πηγαίνει την εκπαίδευση και την κοινωνία πολλά χρόνια πίσω, καθώς ταυτίζεται και συντάσσεται με απόψεις ακραίων και σκοταδιστικών θεολογικών κύκλων».«Το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων δηλώνει αποφασισμένο να συνεχίσει το έργο της ανανέωσης, του πλουραλισμού και του εκδημοκρατισμού των προγραμμάτων σπουδών και των διδακτικών υλικών όλων των βαθμίδων».

Απορίας άξιο,όμως, είναι πώς οι άνθρωποι του Υπουργείου, που με τις δηλώσεις τους δείχνουν ότι δεν σέβονται όχι μόνον τον λαό και την Εκκλησία, αλλά ούτε και το στήριγμα της δημοκρατίας, το ΣτΕ, οι αποφάσεις του οποίου προσφέρουν στους πολίτες το αίσθημα της ασφάλειας και της προστασίας των δημοκρατικών δικαιωμάτων τους από τις τυχόν αντισυνταγματικές ασυδοσίες και αυθαιρεσίες των κρατικών υπηρεσιών και αποφάσεων, απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη ορισμένων εκκλησιαστικών παραγόντων, οι οποίοι, μάλιστα, δηλώνουν ότιθα συνεχίσουν να συνεργάζονται με την πολιτεία πάνω στα ακυρωμένα από το ΣτΕ προγράμματα και βιβλία – φακέλους!!

Μένει κανείς πραγματικά άφωνος! Ίσως, για κάποιον άγνωστο σε μας λόγο, φαίνεται ότι δείχνουν καλοπιστία και δεν θέλουν να δεχθούν ως αληθινό αυτό που όλοι γνωρίζουν, ότι δηλαδή ο ίδιος ο Υπουργός Παιδείας και οι επί του μαθήματος των Θρησκευτικών συνεργάτες του,φαίνεται πως εκμεταλλεύονται  τον διάλογο με την Εκκλησία για τα προγράμματα και τους φακέλους, όταν,μάλιστα, ισχυρίζονταιψευδώς ότι η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον Ιούνιο του 2017, συμφώνησε ομόφωνα με τα «εκσυγχρονιστικά» τους Προγράμματα και τουςΦακέλους!

Βέβαια η Εκκλησία -και έτσι πρέπει- συνεχίζειτον διάλογό της με την Πολιτεία για όλα τα θέματα,αλλά, όταν περιμένουν οι ορθόδοξοι χριστιανοί να ακούσουν το αίτημά της για απόσυρση αυτού του ακυρωμένου από το ΣτΕ προγράμματος και ακούν για συνέχιση του διαλόγου πάνω σε αυτό, είναι βέβαιο ότι απογοητεύονται.

Διότι είναι πλέον σαφές ότιη απόφαση του ΣτΕ,έβαλε φρένο στη μεθόδευση που είχε στηθείαπό τους ανθρώπους (θεολόγους και μη) του Υπουργείου,με την οποία προσπαθούσαν να παραπλανήσουν την Εκκλησία και τον ελληνικό λαό ότι το ήδη ακυρωμένο πολυθρησκειακό πρόγραμμα είναι ορθόδοξο και έχει ορθόδοξο προσανατολισμό.

Για το πόσο ορθόδοξο είναι αποφάνθηκε με αναλυτικά και αναντίρρητα επιχειρήματα το ΣτΕ, βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους, αφού, όπως διαπίστωσε, με το Πρόγραμμα αυτό «δεν υπηρετείται ο συνταγματικός σκοπός, η ανάπτυξη δηλαδή, της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως, αλλά επιχειρείται ο κλονισμός ή και η μεταβολή αυτής. Ειδικότερα, σχολική διδασκαλία, που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή ή την αλλοίωση της θρησκευτικής αυτής συνειδήσεως των μαθητών, όπως αυτή διαμορφώνεται στο πλαίσιο της οικογενείας, θα συνιστούσε μορφή ομαδικού προσηλυτισμού ιδιαιτέρως σοβαρή, ως επέμβαση στον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο των μαθητών που δεν διαθέτουν την κριτική αντίληψη και ωριμότητα των ενηλίκων».Ίσως, από την πλευρά ορισμένων προσώπων της Εκκλησίας, δεν έχει προσεχθεί ότι η ακύρωση από το ΣτΕ της διδασκαλίας του ως άνω Προγράμματος έγινε ακριβώς επειδή δεν είναι ορθόδοξο.

 Επειδή, όπως αναφέρει η ακυρωτική απόφαση, «η διδασκαλία αυτή δεν είναι ικανή να αναπτύξει, ήτοι να εμπεδώσει και να ενισχύσει, όπως επιβάλλεται από την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 16 του Συντάγματος, την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση των μαθητών, διότι η διδασκαλία αυτή α) είναι ελλιπής κατά περιεχόμενο, β) δεν είναι αυτοτελής, αμιγής και διακριτή σε σχέση με την διδασκαλία στοιχείων αναφερομένων σε άλλα δόγματα ή θρησκείες, με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση στους μαθητές ως προς το περιεχόμενο της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας, και γ) δεν είναι επαρκής από την άποψη του χρόνου που διατίθεται γι’ αυτήν. Στις εν λόγω ελλείψεις εντάσσεται και η μη οριοθέτηση της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας με επισήμανση των χαρακτηριστικών της στοιχείων, που την διακρίνουν από άλλα χριστιανικά δόγματα και άλλες θρησκείες. Αντιθέτως, στο επίμαχο πρόγραμμα σπουδών δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην προβολή στοιχείων κοινών στην διδασκαλία τόσο της ορθόδοξης Εκκλησίας όσο και άλλων χριστιανικών δογμάτων και άλλων θρησκειών».
Παράγοντας μάλιστα, κατά το ΣτΕ, «που καθιστά το επίμαχο πρόγραμμα σπουδών απρόσφορο για την ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως είναι το γεγονός ότι η διδασκαλία στοιχείων της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως δεν γίνεται αυτοτελώς και διακριτώς, αλλά εκ παραλλήλου -πολλές φορές στο πλαίσιο της ίδιας ώρας διδασκαλίας-και ισοτίμως με τη διδασκαλία στοιχείων, συχνά υπερβολικά λεπτομερειακών, άλλων θρησκειών ή χριστιανικών ομολογιών».

ΠΗΓΗ