Η παραπάνω φωτογραφία είναι από το Λονδίνο και τις εκδηλώσεις της 1ης Μαΐου
(«Εργατικής Πρωτομαγιάς»), όπου κάθε χρόνο βρίσκουν την ευκαιρία οι (κυρίως) δυτικοί
νοσταλγοί του κομμουνισμού να παρελαύνουν, να επιδεικνύουν τα σφυροδρέπανα και τις
σφιγμένες γροθιές τους και να απλώνουν τα διάφορα πανιά τους με τις φωτογραφίες των
αιμοσταγών ηγετών του κουμμουνισμού.
Εδώ λοιπόν, βλέπουμε πανί με τον «πατερούλη» Στάλιν και πίσω του διακρίνεται η μορφή του Λένιν. Αυτό που ίσως δεν προσέξατε είναι ότι δίπλα (αριστερά όπως κοιτάτε) υπάρχει πλακάτ υπέρ του χιτζάμπ και κατά της λεγόμενης «ισλαμοφοβίας».
Το πλακάτ λέει: «Κάτω τα χέρια από το χιτζάμπ» (“Hands off the hijab”). Το hijab είναι η μαντήλα που φοράνε οι μουσουλμάνες, με την οποία καλύπτουν τα μαλλιά και τον λαιμό. Ένα γρήγορο μάθημα ιστορίας θα δίδασκε ότι το “Hands off the hijab” (και το περί «ισλαμοφοβίας») θα έπρεπε καλύτερα να απευθυνθεί στον… «πατερούλη», ο οποίος εάν γνώριζε ότι τα ορφανά του μετά από χρόνια τον συνδέουν με το «δικαίωμα στο hijab», θα τα έστελνε με συνοπτικές διαδικασίες σε ένα από τα πολλά γκουλάγκ της ΕΣΣΔ, αφού βέβαια τα περνούσε πρώτα από «δίκη».
Ας δούμε κάποια γεγονότα.
Περίπου ενενήντα χρόνια πριν, οι σταλινικοί προσπάθησαν να εξαλείψουν τις ασιατικές θρησκευτικές και πολιτιστικές πρακτικές των λαών της Κεντρικής Ασίας. Μια τέτοια ανεπιθύμητη πρακτική, ήταν το γνωστό κάλυμμα που φορούσαν οι μουσουλμάνες (hijab). Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, οι μπολσεβίκοι στο Ουζμπεκιστάν ξεκίνησαν την λεγόμενη “Korenizatsiya” (ρώσσικα: коренизация), την πολιτική της «εθνικοποίησης» ή της «εντοπιότητας». Θεωρούσαν το παραδοσιακό ισλαμικό γυναικείο κάλυμμα ως φραγμό σε αυτό που έλεγαν εθνικοποίηση, ενώ στην ουσία εννοούσαν ομογενοποίηση.
Έτσι αποφάσισαν οι μουσουλμάνες να πάψουν να καλύπτονται δημόσια και να γίνουν πιο «επαναστατικές». Έλπιζαν να ολοκληρώσουν αυτό το έργο μέχρι τον Οκτώβριο του 1927, εγκαίρως για τη δέκατη επέτειο της «επανάστασης» των Μπολσεβίκων.
Στο Ουζμπεκιστάν, οι κομματικοί εγκάθετοι αποφάσισαν να ξεκινήσουν από εκείνους στους οποίους είχαν την μεγαλύτερη πρόσβαση. Ως εκ τούτου, προσπάθησαν να αλλάξουν τα ήθη και τα έθιμα εκείνων που βρίσκονται ήδη στο Κομμουνιστικό Κόμμα του Ουζμπεκιστάν. Αυτό έφερε τους κομμουνιστές Ουζμπέκους μπροστά στο δίλλημα: τι θα υπερισχύσει; Το Κόμμα ή το τοπικό / θρησκευτικό έθιμο; Τελικά (όπως συμβαίνει σχεδόν πάντοτε) υπερίσχυσε το θρησκευτικό έθιμο. «Δεν μας παρατάνε οι κομμουνιστές. Πρώτα ο Αλλάχ!», είπαν.
Κατόπιν αυτών των αναπάντεχων εξελίξεων, οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων έγιναν «ταξικές σχέσεις» και οι γυναίκες αναγνωρίστηκαν ως το «προλεταριάτο που έπρεπε να απελευθερωθεί», από την εξουσία των μελών της παραδοσιακής (και ανδροκρατούμενης) οικογένειας. Αυτή η προσέγγιση περί «ακάλυπτου κεφαλιού» ανάγκαζε τις γυναίκες να επιλέξουν τον τρόπο που θα επέλεγαν να ζήσουν την ζωή τους.
Περιττό να πούμε ότι οι Μπολσεβίκοι δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν μια «ακάλυπτη» δέκατη επέτειο της Επανάστασής τους. Ως εκ τούτου, αύξησαν τις προσπάθειές τους. Μέχρι το 1928, αυτή η αποτυχία της «απο-κάλυψης» οδήγησε σε ακόμα πιο επιθετικό Proverka (έλεγχο) των κομμουνιστών του Ουζμπεκιστάν. Τα μέλη του κόμματος υποβάλλονταν σε επιθεωρήσεις και αξιολογήσεις για την συμπεριφορά της οικογένειά τους και η ιδιωτική τους ζωή έπρεπε να παραβιαστεί προκειμένου να μετρηθεί η «επαναστατική τους ειλικρίνεια». Τα υπόλοιπα θέματα στις σχέσεις των δύο φύλων, όπως οι γάμοι ανήλικων, η περιορισμένη δημόσια ζωή των γυναικών και το εμπόριο τιμής της νύφης, σταδιακά οδηγήθηκαν σε ένα μόνο ζήτημα: την παρουσία ή την απουσία του hijab στα μέλη της οικογένειας.
Ο προσδιορισμός της πολιτικής για τα φύλα ως πρωταρχικής σημασίας για την σταλινική ατζέντα ήταν συγκεκριμένος για την Κεντρική Ασία, αλλά αποτέλεσε προηγούμενο για άλλες επεμβάσεις στην ιδιωτική ζωή σε σταλινικές «εκκαθαρίσεις» αλλού. Η παράνοια των μπολσεβίκων είχε συγκεντρώσει πολλά θέματα σε μια οπτικά αναγνωρίσιμη πρακτική και στη συνέχεια αντιμετώπισε αυτή την πρακτική ως το σύνολο της «προόδου» προς την «εθνική αφομοίωση» (ομογενοποίηση).
Το παρακάτω είναι από κομμουνιστικό site:
Η επίθεση του Στάλιν στο Ισλάμ (έτσι ακριβώς!)
Επιδιώκοντας να συγκεντρώσει και να ενισχύσει τον έλεγχό της, η αυξανόμενη σταλινική γραφειοκρατία διαπίστωσε ότι ο ρωσικός εθνικισμός θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρό εργαλείο στο να γίνουν οι εργαζόμενοι ως κύρια εθνική ομάδα – που ήταν οι Ρώσοι – μια συμπαγής βάση για το καθεστώς και για το λόγο αυτό, επιτίθετο όλο και περισσότερο στις «εθνικιστικές αποκλίσεις» στις μη ρωσικές δημοκρατίες, ενθαρρύνοντας την αναγέννηση του ρωσικού σοβινισμού.
Καθώς αυτές οι τάσεις έγιναν ισχυρότερες από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, οι σταλινικοί άρχισαν να σχεδιάζουν μια επιθετική επίθεση στο Ισλάμ υπό την αιγίδα της καταπολέμησης των «εγκλημάτων που βασίζονται στα έθιμα», εστιάζοντας στα «δικαιώματα των γυναικών» και ειδικά στο Ουζμπεκιστάν και το Αζερμπαϊτζάν. Το σύνθημα της εκστρατείας ήταν το «Hujum», μια λέξη που σήμαινε «επίθεση» στις γλώσσες της Κεντρικής Ασίας. Μετά από δύο χρόνια μεγάλης αναποτελεσματικής προπαγάνδας, το hujum εισήλθε σε φάση μαζικής δράσης στις 8 Μαρτίου 1927 – την Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας. Στις μαζικές συναντήσεις κλήθηκαν οι γυναίκες να βγάλουν το ισλαμικό κάλυμμα: μικρές ομάδες ντόπιων γυναικών αναμενόταν να έρθουν στο βάθρο και να ρίξουν τα πέπλα τους στην φωτιά!
Ο συγγραφέας μιας πρόσφατης ιστορίας του hujum επισημαίνει ότι, στα πρώτα χρόνια της μπολσεβίκικης εξουσίας, ελάχιστα είχε εισέλθει στο μυαλό των μπολσεβίκων η ιδέα της ενθάρρυνσης – πόσο μάλλον του εξαναγκασμού των μουσουλμάνων γυναικών να αρνηθούν το ισλαμικό πέπλο. Πράγματι, η πολιτική του κόμματος πριν από το 1926 ήταν ότι η αποκάλυψη της κεφαλής των μουσουλμάνων γυναικών δεν θα έπρεπε να αποτελεί κεντρικό θέμα της προσοχής του Zhenotdel (του Τμήματος Γυναικών) και αρκετοί μπολσεβίκοι σε θέσεις εξουσίας ισχυρίζονταν ότι αυτό ήταν κάτι πρόωρο ή χειρότερο, ότι θα αποσπούσε την προσοχή, κάτι που θα έβλαπτε τα συμφέροντα του κόμματος.
Ο αρχηγός του Κόκκινου Στρατού Mikhail Frunze, δήλωσε το Μάιο του 1920 στις 118 αντιπροσώπους του Πρώτου Κογκρέσου των Γυναικών του Τουρκεστάν – όλες τους φορούσαν πέπλα – ότι στα μάτια των σοβιετικών αρχών το paranji τους (το μακρύ πέπλο που έφτανε σχεδόν στο έδαφος) δεν υπονοούσε κάτι αρνητικό για αυτές ή τις πολιτικές τους προοπτικές, προσθέτοντας ότι «κάτω από το paranji χτυπά μια αξιότιμη καρδιά, κάτω από το paranji μπορεί κάποια να υπηρετήσει πιστά την επανάσταση και το paranji κρύβει μερικές φορές έναν θαρραλέο ανιχνευτή του Κόκκινου Στρατού».
Αντίθετα, το hujum θέλησε να πείσει τις γυναίκες με την δύναμη της προπαγάνδας. Ο στόχος ήταν «να δημιουργηθεί ένας συνεκτικός σοβιετικός πληθυσμός στον οποίο όλοι οι πολίτες θα έλαβαν την ίδια εκπαίδευση, θα απορροφούσαν την ίδια ιδεολογία και θα ταυτίζονταν με το σοβιετικό κράτος στο σύνολό του». Αναπόφευκτα, το hujum έγινε αντιληπτό από τη συντριπτική πλειοψηφία του αυτόχθονου πληθυσμού ως κάτι το «ξένο», μια αναγκαστική επιβολή «Ρώσων αποικιοκρατών». Η εκστρατεία πραγματοποιήθηκε εν μέσω έντονων φυλετικών εντάσεων μεταξύ των ρωσικών και των ιθαγενών πληθυσμών της Κεντρικής Ασίας.
Μια συχνή πράξη συμβολικής βίας ήταν να τρίβουν Ρώσοι στα χείλη μουσουλμάνων χοιρινό λίπος ή να τους αναγκάζουν να τρώνε χοιρινό.
Η εθελοντική τρέλα του hujum, προάγγελος της αναγκαστικής κολεκτιβοποίησης του Στάλιν, ήταν μια αποτυχία και μια καταστροφή για το κόμμα. Η συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών που δημοσίως έβγαζαν το πέπλο τους, το έβαζαν πάλι γρήγορα, γεγονός που ομολογείται από εσωτερικά έγγραφα του κόμματος. Στη συνέχεια υπήρξε μια αντίδραση κατά της εκστρατείας, που εκδηλώθηκε με ένα κύμα φόβου, εχθρότητας και τελικά βίας. Υπήρξε σημαντική αύξηση παρουσίας σε ισλαμικές προσευχές και συναντήσεις σε τζαμιά, εκτεταμένη απόσυρση των παιδιών των μουσουλμάνων, ιδίως κοριτσιών, από τα σχολεία της Σοβιετικής Ένωσης και αύξηση των παραιτήσεων των ντόπιων νέων από την Κομμουνιστική Νεολαία.
Γυναίκες που εμφανίζονταν ακάλυπτες έπεφταν θύματα παρενόχλησης και εκφοβισμού στους δρόμους, ενώ σε μερικά χωριά βιάζονταν από συμμορίες νεαρών και αρκετές δολοφονούνταν από τους συγγενείς τους. Μέχρι τα μέσα του 1928 η βία ήταν πλήρης και στόχευε οποιονδήποτε, άντρα ή γυναίκα που είχε οποιαδήποτε – έστω και μακρινή – σχέση με την «πολιτιστική επανάσταση». Χιλιάδες πέθαναν.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί το Ισλάμ στη Σοβιετική Ένωση. Χρειάστηκαν δεκαετίες για να ανταποκριθεί το κόμμα στην υπόσχεσή του για εξάλειψη του paranji. Έπρεπε να φτάσουμε στην δεκαετία του 1950 και του 1960, για να γίνουν σπάνια τα πέπλα στους δρόμους της Κεντρικής Ασίας.
Το 1998 κυκλοφόρησε η ουζμπέκικη ταινία “Voiz” (Orator/ Ομιλητής) Πάνω: δύο σκηνές από την ταινία. Η πρώτη δείχνει κάψιμο χιτζάμπ ως μέρος του hujum. Η υπόθεση: Στην Τασκένδη του 1915, ο Iskander (Bosh Rollarda) είναι ένας σαραντάρης οδηγός σε πίστες καρτ, ο οποίος ζει με τις τρεις συζύγους του.
Όταν μια συμπτωματική συνάντηση με τρεις μπολσεβίκους του δίνει τη δυνατότητα να συζητήσει μαζί τους σχετικά με την πολιτική, συνειδητοποιεί ότι έχει ένα ταλέντο να μιλάει. Όταν έρχεται η «επανάσταση», ο Iskander αρχίζει να ταξιδεύει διαδίδοντας το μπολσεβίκικο μήνυμά του και σύντομα ανεβαίνει στις τάξεις της πολιτικής ιεραρχίας. Αλλά όταν ο παραδοσιακός μουσουλμανικός τρόπος ζωής του έρχεται σε σύγκρουση με τις πεποιθήσεις των αρχών, αρχίζουν τα προβλήματα. Στην ταινία εμφανίζεται η Mairam Fazilovna, «επαναστάτρια» και τοπική κομισάριος, η οποία αντιπροσωπεύει την «απελευθερωμένη γυναίκα της Ανατολής».
Η συντρόφισσα Mairam συνάπτει σχέση με τον Iskander, αλλά συλλαμβάνεται για «στρέβλωση της πολιτικής του Κομμουνιστικού Κόμματος» και ρίχνεται στη φυλακή. Στη φυλακή γεννά τον μοναδικό γιο του Iskander. Ο Iskander φοβάται να διεκδικήσει το παιδί γιατί μπορεί να κατηγορηθεί ότι είχε σχέση με έναν «εχθρό του λαού». Τελικά, οι τρεις σύζυγοι του Iskander μεγαλώνουν το αγόρι ως δικό τους παιδί, επειδή είναι γιος του αγαπημένου τους κυρίου και συζύγου αλλά και καρπός της «επαναστατικής αγάπης».
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ / από εδώ, εδώ, εδώ κι εδώ
kokkinosouranos