Αξέχαστη θα μου μείνει η αυτοματοποιημένη αντίδραση μίας μαθήτριας Α’ Λυκείου όταν κάποτε, συνδιαλεγόμενοι γύρω από την τέχνη, εκθείασε ένας συμμαθητής της την συγκροτημένη ανθρώπινη μορφή που είχε αναδείξει η Ελληνική αρχαιότητα σε σχέση με τις τερατομορφίες άλλων πολιτισμών και τα διαμελισμένα σχήματα που απαντώνται στην τέχνη του σήμερα. Ευθέως τον κατηγόρησε ως «ρατσιστή».
Μετά από διάλογο, και αφού πείστηκε ότι δεν ήταν «ρατσιστικές» οι προθέσεις του συμμαθητή της, την ρώτησα πως είχε φτάσει σε αυτό το συμπέρασμα. Εκείνη απήντησε ότι στο δημόσιο σχολείο χαρακτηρίζεται ως «ρατσιστική» η οποιαδήποτε διάκριση σε πολιτισμούς και στην τέχνη που απορρέει εξ αυτών.
Τα τελευταία χρόνια, φαίνεται ότι για να φιμωθεί κάθε αντίσταση στην αθρόα εισβολή αλλοδαπών στην χώρα μας, το Υπουργείο Παιδείας έχει επικεντρωθεί τόσο στην σφυρηλάτηση του «αντιρατσισμού» στις εγκυκλίους αυτού, που τα παιδιά μας πλέον βλέπουν κάθε διάκριση με κακό μάτι. Πρόκειται για μία επικίνδυνη «υπερδιόρθωση» που όχι μόνο οδηγεί στην στρέβλωση εννοιών, αλλά και την εξουδετέρωση της ίδιας της κριτικής σκέψεως, απαραίτητη για επιβίωση ενός νέου σε έναν κόσμο τόσων επιλογών.
Και μάλιστα, ο όρος του «αντι-ρατσισμού» έχει γίνει καραμέλα στο στόμα κάθε νεοφώτιστου διεθνιστή, κάθε συστημικού δημοσιογράφου, κάθε «ξυλινό-λογου» πολιτικάντη με όλο και περισσότερους «πιστούς» να συγκροτούν ένα είδος θρησκείας γύρω από τον δαιμονοποίησή του. Άρα, εν τω ονόματι της Μνημοσύνης, καιρός είναι να κάνουμε άλλη μία επανεκκίνηση εννοιών, αναδιφόμενοι τις αλήθειες που θα τον αποδαιμονοποιήσουν.
Η λέξη «ρατσισμός» είναι σχετικά νεοσύστατη. Και μάλιστα, είναι ανύπαρκτος ο όρος σε λεξικά πριν το 1970. Άρα, πρόκειται για νεολογισμό που ουδόλως τυχαίως εισήχθη κατά την έναρξη της παγκοσμιοποίησης, τον κατακερματισμό των εθνικών οικονομιών και τον βομβαρδισμών στην Μέση ανατολή που θα προκαλούσε μαζική μετανάστευση προς δυσμάς…
Προέρχεται από το Ιταλικό λήμμα «ράτσα», δηλαδή γενιά, φυλή, που με την σειρά του προέρχεται από το Αραβικό ρήμα “ρα’ς”, που σημαίνει προέλευση, αρχή. Περικλείει την πανανθρώπινη αναζήτηση του κάθε νοήμονος ανθρώπου που ενδιαφέρεται για την δική του προέλευση, είτε είναι φυλετική, είτε πολιτισμική. Η λέξη ράτσα είναι επίσης φορτισμένη με την αγάπη που έχει η κάθε φυλή για την δική της διαφορετικότητα, την οποίαν επιθυμεί να διαφυλάξει και να διαιωνίσει. Και αυτή η διαφορετικότητα ανέκαθεν επιτυγχάνετο δια της επιλογής και του αποκλεισμού.
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης κάνει χρήση της στην Ασκητική του, όταν μας λέγει:
«Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους πρόγονους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.»
Σύμφωνα με τους αντιρατσιστές, λοιπόν, ο νομπελίστας μας συγγραφέας πρέπει να είναι «ρατσιστής», επειδή όχι μόνον μιλάει για ράτσα, αλλά και για την επιτακτική της διαιώνιση και επικράτησή της στον χώρο μας.
Ωστόσο, τις προάλλες, διάβαζα ότι τέτοια εποχή, η φύσις ναι μεν οργιάζει, αλλά το πράττει επιλεκτικώς. Ακόμη και τα λουλούδια, δια των οσμών και των χρωματισμών τους, απωθούν συγκεκριμένες «ράτσες» εντόμων, όπως τις μύγες, ενώ ελκύουν άλλες, όπως τις μέλισσες, για την γονιμοποίησή τους.
Πως αλλιώς, εξ άλλου; Δια της επιλογής και της απόρριψης έχουν εξελιχθεί όλα τα ήδη στον πλανήτη μας, ακόμη και οι πολιτισμοί μας. Ό, τι πιο ωραίο έχει προκύψει, έχει επιτευχθεί δια της απόρριψης και της επιλογής, είτε πρόκειται για την τέχνη, που δια της αφαίρεσης του άξεστου υλικού αναδύεται η τέλεια μορφή, είτε για την οινοποιεία, όπου επιλέγονται συγκεκριμένες «ράτσες» σταφυλιών αποκλείοντας κάθε ανεπιθύμητη πρόσμιξη στο βαρέλι ώστε η ζύμωση να παράγει τον άριστον οίνον.
Όμως, σύμφωνα με την λογική των «αντιρατσιστών», όχι μόνον θα πρέπει να καταδικάζουμε και την ίδια την φύση ως ρατσιστική που τολμάει να οργιάζει επιλεκτικά κάθε άνοιξη, αλλά να νοιώθουμε και ενοχές όταν θέλουμε να αποφύγουμε κάποιες γειτονιές στην πρωτεύουσά μας επειδή οι φυλές που κατοικούν εκεί δεν είναι και τόσο φιλόξενες. Κι ας μη ξεχάσουμε αυτή την ρατσίστρια θεά Αφροδίτη, που εκδήλωσε την απέχθειά της για τον κουτσό και άσχημό της σύζυγο, τον Ήφαιστο, απατώντας τον με τον σφριγηλό Άρη! Κι όμως, έτσι μόνο μπόρεσε να γεννήσει την όμορφή της κόρη, την Αρμονία!
Και μιας και μιλούμε για ερωτικές συνάψεις, πόσους άλλους υποψήφιους έπρεπε να απορρίψουν οι γονείς μας, ώστε να σμίξουν και να γεννήσουν τον καθένα από εμάς, και κατόπιν σε πόσους έχουν ανοίξει και σε πόσους άλλους έχουν κλείσει την πόρτα των σπιτιών τους; Μήπως είναι κι αυτοί ρατσιστές;
Πως θα χαρακτηρίζουν τον εαυτό τους οι αυτοχριζόμενοι «αντιρατσιστές» όταν αποκλείουν αντιφρονούντες από τα παρεάκια τους, ή όταν οι ίδιοι επιλέγουν με ποίους θα συνδιαλλαχτούν και με ποίους όχι; Πόσες, μα πόσες φορές έχουμε ακούσει συνανθρώπους μας να παραπονιούνται για την ανυπόφορη «καμπουλοποίηση» περιοχών στην Αθήνα με το υποκριτικό πρόθεμα: «Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά….»
Ωστόσο, δεν υπάρχει μεγαλύτερη στρέβλωση της αλήθειας από την αναφορά πολιτικάντιδων και αμόρφωτων δημοσιογράφων στην ελληνική αρχαιότητα για να στηρίξουν τις «αντιρατσιστικές» τους απόψεις. Μνημονεύοντας την Αθηναϊκή δημοκρατία και την αρχαιοελληνική «φιλοξενία» για να επιβάλλουν την πολιτική ορθότητα που τους πληρώνει, όχι μόνον αποκαλύπτουν την ιστορική τους άγνοια αλλά διαπράττουν ύβρη κατά του Ελληνικού πολιτισμού, μετατρέποντας την έννοια της φιλοξενίας σε «ξενολαγνεία» και τον θεσμό της «δημοκρατίας» σε αυτόν της «αναρχοκρατίας.»
Ο ίδιος ο πολιτισμός μας εκφράστηκε σε όλο του το μεγαλείο κατά την αρχαιότητα ακριβώς επειδή η κάθε πόλις-κράτος λειτουργούσε αποκλειστικώς προς το συμφέρων των δικών τους πολιτών, αποκλείοντας συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα στους μετοίκους από άλλες Ελληνικές πόλεις. Ακόμη και η «Δημοκρατική» Αθήνα, επέβαλε πρόστιμο στους μη Αθηναίους που ήθελαν να διαμείνουν εν Αθήναις, το περίφημο μετοίκιον. Και ενώ δεν υπήρχε ένα ενιαίο ελληνικό κράτος, αλλά, τουναντίον, συχνές ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ πόλεων, εν τούτοις όλοι οι Έλληνες ζεύγνυαν τας χείρας κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες αποκλείοντας συμμετοχή σε κάθε μη Έλληνα στο γένος.
Με άλλα λόγια, ο λαμπρότερος πολιτισμός του Δυτικού κόσμου υπήρξε τόσο «ρατσιστικός» που ακόμη και η τέχνη του απέκλειε την ανάδειξη κάποιου άλλου φυλετικού είδους εκτός από αυτό που θαύμαζαν οι εν Ελλάδι κατοικούντες ως πρότυπον ομορφιάς. Και τόσο, μα τόσο όμορφο ήταν αυτό που παρήγαγε η «ρατσιστική» αυτή προσέγγιση στην γλυπτική, που ακόμη και στις μέρες μας, η ανά την υφήλιο εκδήλωση θαυμασμού για έναν ωραίο νέο, ή μία ωραία νέα δεν είναι άλλη από το: «Μοιάζει με Έλληνα θεό!» ή «Θυμίζει Ελληνίδα θεά!» αντιστοίχως.
Τα χρόνια πέρασαν, βάρβαροι κατακτητές ήλθαν και παρήλθαν στον Ελληνικό χώρο, αλλά αυτή η φυλετική μας ομορφιά φαίνεται να άντεξε αρκετά ώστε ακόμη και έως πρόσφατα εντυπωσίαζε ξένους διανοούμενους, όπως τον Αμερικανό συγγραφέα Χένρυ Μίλερ, ο οποίος, κατά την προπολεμική του επίσκεψη στην τότε πολύ πτωχότερη Ελλάδα, εντυπωσιάστηκε τόσο από το είδος ανθρώπου που συνάντησε εδώ, που έγραψε το μνημειώδες έργο του, τον «Κολοσσό του Μαρουσίου».Και μάλιστα έχοντας γνωρίσει και τον δικό μας Σεφέρη, μας γράφει το εξής για την Ελληνική ομορφιά που συνάντησε στο σπίτι του ποιητή, καταφερόμενος άκρως «ρατσιστικά» κατά της ίδιας του της «ράτσας»:
«Αργότερα εκείνο το βράδυ, είχα την ευχαρίστηση να γνωρίσω μερικές Ελληνίδες, φίλες της αδελφής του Σεφεριάδη. Εδώ πάλι εντυπωσιάστηκα από την απουσία αυτών των κραυγαλέων ελαττωμάτων που κάνουν ακόμα και τις πιο όμορφες Αμερικανίδες ή Αγγλίδες να φαίνονται αναμφίβολα άσχημες σε σύγκριση. Η Ελληνίδα, ακόμη κι αν είναι καλλιεργημένη, είναι πάνω απ’ όλα γυναίκα. Από αυτήν απορρέει ένα διαφορετικό άρωμα. Σε ζεσταίνει και σε συναρπάζει…. Η κοινή Ελληνοπούλα που βλέπει κανείς στον δρόμο υπερτερεί έναντι της αντίστοιχης Αμερικανίδας σε όλα τα σημεία. Πάνω από όλα έχει χαρακτήρα και ανατροφή, ένας ακτύπητος συνδυασμός που παράγει αθάνατη ομορφιά και που πάντα θα κάνει τους απογόνους αρχαίων λαών να ξεχωρίζουν από τα μπάσταρδα ξεφυτρώματα του Νέου Κόσμου.» -Χένρυ Μίλλερ, Ο Κολοσσός του Μαρουσίου, 1941-
Και εφόσον μόνον δια της συγκρίσεως μπορεί να διακρίνει και να ξεχωρίσει κάποιος τις ποιότητες, μετά από την επίσκεψή του στην χώρα μας, ο Χένρι Μίλερ έγραψε το επόμενο του έργο για να περιγράψει την γενέτηρά του, με τίτλο «The air-conditioned Nightmare» (Ο Κλιματιζόμενος Εφιάλτης).
Λαμβάνοντας όλες αυτές τις αλήθειες υπ’όψιν, λοιπόν, πρέπει να αναρωτηθούμε, κόντρα στον απανωτό βομβαρδισμό στα σχολεία των παιδιών μας, στις τηλεοράσεις μας, στον κινηματογράφο των τελευταίων δεκαετιών, και στον ξύλινο λόγο των πολιτικάντιδων που έχουν γεμίσει την κάθε χώρα του Δυτικού κόσμου με ασύμβατα πολιτισμικά στοιχεία, εάν το δικαίωμα ενός ανθρώπου, μιας φυλής, ενός έθνους να επιλέξει με ποίους θα συμβιώσει στον χώρο του πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «ρατσιστικό», και ακόμη χειρότερα, να ποινικοποιείται η δυσαρέσκειά του στην γκετοποίηση των πόλεών του από αλλόφυλους δια επιβεβλημένων αντιρατσιστικών νόμων…
Και αυτό το ερώτημα είναι εύλογο, κυρίως επειδή η ποινικοποίηση της έκφρασης δυσαρέσκειας μίας κοινωνίας για μία αλλοδαπή ή αλλόφυλη ομάδα ανθρώπων που ίσως απειλεί την συνοχή και ακεραιότητά της αντιβαίνει στους κανόνες της ίδιας της φύσεως. (Για να μην μιλήσουμε για την φυσική απέχθεια που υπάρχει μεταξύ φυλών ανά τον πλανήτη, με περίτρανο παράδειγμα την αχαλίνωτη διαφυλετική βία σε πολυφυλετικές περιοχές σε Αμερική και Ευρώπη.)
Πρέπει να μας προβληματίσει το γεγονός, λοιπόν, ότι εφόσον είναι πλέον ιστορικώς τεκμηριωμένο ότι ουδείς αξιόλογος πολιτισμός, ή κοινωνία, ευδοκίμησε μέσα από πολυφυλετικές και πολυπολιτισμικές συνάψεις στον ίδιο χώρο, γιατί τέτοια εμμονή και τόσα κρατικά προγράμματα υπέρ της πολυπολιτισμικότητος, αλλά και της ομογενοποιημένης αντίληψης που πρέπει να υιοθετηθεί με κάθε κόστος ώστε να επιτευχθεί το αδιάκριτο ανακάτεμα των πάντων;
Μήπως επειδή μία «διεθνώς ομογενοποιημένη νοοτροπία» σημαίνει «ομογενοποιημένες υλικές ορέξεις» χειραγωγήσιμων άεθνων καταναλωτών;
Μήπως η όλη αυτή αντιρατσιστική εκστρατεία ουσιαστικά καταστρέφει αυτό που υποτίθεται ότι προστατεύει; Δηλαδή την διαφορετικότητα των πολιτισμών και των φυλών;
Εάν η κάθε φυλή και το κάθε έθνος στον πλανήτη μας έχει την δική του ομορφιά να προσφέρει στην πολυπολιτισμικότητα του πλανήτη, όπως το κάθε βαρέλι κρασί διαθέτει το δικό του άρωμα και υφή γεύσεως να προσφέρει στον ουρανίσκο του γευσιγνώστη, τότε θα πρέπει να πράξουμε «ρατσιστικά» διαφυλάττοντας τις διαφορετικότητές μας ως κόρη οφθαλμού.
Εξ άλλου, χωρίς διακρίσεις, χωρίς σύνορα, είτε αυτά είναι φυσικά είτε πολιτισμικά, που η διαφορετικότητα;
-Παναγιώτης Τερπάνδρου Ζαχαρίου –
ΠΗΓΗ