Για μία ακόμα φορά ο εκλογικός νόμος μπαίνει δυνάμει στο τραπέζι στο πλαίσιο του ανοίγματος προς το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ που εδώ και καιρό επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Το Μαξίμου δεν έχει κανένα πρόβλημα να προχωρήσει στο σπάσιμο της αχανούς Β’ Αθηνών, όπως την έχει ζητήσει η Γεννηματά. Δεν παραλείπει, όμως, να βάζει στο τραπέζι και το ενδεχόμενο να επαναφέρει στη Βουλή την απλή αναλογική με σκοπό να υπερψηφισθεί αυτή τη φορά από 200+ και ως εκ τούτου να ισχύσει στις επόμενες εκλογές.
Προφανώς, θα το πράξει εάν έχει εξασφαλίσει τη σύμφωνη γνώμη του ΚΙΝΑΛ, κάτι που δεν φαίνεται προς το παρόν πιθανόν. Κι αυτό, επειδή η Γεννηματά έχει προειδοποιηθεί από την σκληρά αντι-ΣΥΡΙΖΑ πτέρυγα του κόμματός της πως αυτό θα ήταν casus belli, αιτία εσωκομματικού πολέμου. Αυτός, άλλωστε, ήταν ο λόγος που δεν ψήφισε την απλή αναλογική και το καλοκαίρι του 2016, όταν το σχετικό νομοσχέδιο πήγε στη Βουλή.
Προφανώς, δεν είναι η πρώτη φορά και δεν θα είναι η τελευταία που το εκλογικό σύστημα χρησιμοποιείται από την εκάστοτε συμπολίτευση για να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες. Όσο λάθος, όμως, είναι μία κυβέρνηση να αλλάζει το εκλογικό σύστημα ανάλογα με τις ανάγκες της, άλλο τόσο λάθος είναι να καθιερωθεί συνταγματικά η απλή αναλογική (και οποιοδήποτε άλλο εκλογικό σύστημα), όταν ο ένας από τους δύο πυλώνες του πολιτικού συστήματος (εν προκειμένω η ΝΔ) είναι κατηγορηματικά αντίθετη. Το Σύνταγμα είναι ο καταστατικός χάρτης της Πολιτείας. Ως τέτοιος οφείλει να είναι ο κοινός παρονομαστής και όχι η επιβολή της όποιας περιστασιακής πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας.
Ενδεχόμενο ακυβερνησίας
Το επιχείρημα αυτό έχει ισχύ και για όσους θεωρούν ότι η απλή αναλογική είναι το ενδεδειγμένο εκλογικό σύστημα. Πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις. Στην ελληνική πολιτική σκηνή, υπάρχουν δύο μεσαίου μεγέθους κόμματα (η Χρυσή Αυγή και το ΚΚΕ), τα οποία είναι από χέρι έξω από τις ζυμώσεις για σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας. Το ίδιο ισχύει και για τα αριστερά αντιμνημονιακά κόμματα που διεκδικούν την είσοδό τους στη Βουλή (η ΛΑΕ του Λαφαζάνη, η Πλεύση Ελευθερίας της Κωνσταντοπούλου και το νεόδμητο κόμμα του Βαρουφάκη).
Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, αυτό σημαίνει ότι εκτός από τα δύο μεγάλα κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ) στο παιχνίδι του σχηματισμού κυβέρνησης δυνητικά συμμετέχει το ΚΙΝΑΛ της Γεννηματά και εάν εξασφαλίσουν την είσοδό τους στη Βουλή η Ένωση Κεντρώων του Λεβέντη και οι ΑΝΕΛ του Καμμένου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι για να σχηματισθεί η αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα πρέπει ή να συνεργασθούν τα δύο μεγάλα κόμματα ή ένα από αυτά να συνεργασθεί με το ΚΙΝΑΛ και ενδεχομένως αυτό να μην φθάνει και να χρειάζεται και τρίτος εταίρος.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω το ενδεχόμενο να προκύψει πρόβλημα ακυβερνησίας συγκεντρώνει από αρκετές έως πολλές πιθανότητες. Εκτός αυτού, εγείρεται και ένα άλλο πρόβλημα. Η εφαρμογή της απλής αναλογικής θα δώσει ένα δυσανάλογα αποφασιστικό πολιτικό ρόλο στα μικρά κόμματα του ενδιάμεσου χώρου, δεδομένου ότι η εναλλακτική λύση της κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού στην Ελλάδα (ΣΥΡΙΖΑ με ΝΔ) είναι μάλλον ανέφικτη.
Η σημερινή συνταγματική διάταξη που προβλέπει ότι εάν ψηφισθεί νέο εκλογικό σύστημα θα εφαρμόζεται από τις μεθεπόμενες εκλογές (εκτός εάν υπερψηφισθεί από τουλάχιστον 200 βουλευτές) είναι μία κάποια ρήτρα προστασίας. Προφυλάσσει σε μεγάλο βαθμό από τον κίνδυνο κάθε κυβέρνηση να ψηφίζει εκλογικό σύστημα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των συγκυριακών πολιτικοεκλογικών αναγκών της.
Πηγή: https://slpress.gr