Μαίρη Σαρπ (Σύμβουλος και εισηγήτρια για την νομιμότητα του Μνημονίου:  “Η προσφυγή στο μηχανισμό ήταν το τελευταίο καταφύγιο για να αποτραπεί η χρεοκοπία της χώρας. Ταυτόχρονα η ανάγκη προσφυγής στο μηχανισμό στήριξης μας οδηγεί στην ανάγκη να λάβουμε πρόσθετα μέτρα, για να εγγυηθούν οι εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τη χρηματοδότηση των αναγκών μας, αλλά και για να βγούμε ασφαλείς από την κρίση. …”.

Η κυρία Αϊρίν-Εβελυν-Μικέλα-Μαίρη Σαρπ, που γεννήθηκε το 1954 στην Καλαμάτα, είναι η νέα πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας… 

 

 Ήταν αυτή, που το 2010, έκρινε με την εισήγησή της, θετικό το ΠΡΩΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ.

 
ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ;;; (ακολουθεί η εισήγησή της).
 
Είναι η ίδια , που ως εισηγήτρια θα εκδικάσει την προσφυγή για την ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ, που υπέβαλαν 7 δικηγόροι και οι εφοριακοί…
 
Δεν νομίζω πως περιμένετε κάτι διαφορετικό από… απόρριψη των προσφυγών…
 
Είναι … ελληνικό το επώνυμό της ή μήπως… “περιουσιακό”;;;
 
Κι έχεις και τον παραιτηθέντα  Σακελλαρίου,  να μας λέει πως πρέπει ο ελληνικός λαός να εμπιστεύεται την … δικαιοσύνη…
 
ΡΕ, ΔΕΝ ΠΑΤΕ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ!
 
 Καλλιόπη Σουφλή
 
 

Εισήγηση στην υπόθεση του «Μνημονίου»

 

 
Εισηγήτρια: Ειρήνη Σαρπ, 
Σύμβουλος Επικρατείας
 
 
 
Με το ν. 3833/2010 «Προστασία της Εθνικής Οικονομίας- Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (Α΄ 40/15.3.2010), και ειδικότερα με τις διατάξεις του κεφαλαίου Α΄ (άρθρα 1-5) υπό τον τίτλο«Μέτρα για τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και εισοδηματική πολιτική έτους 2010» μειώνονται οι αποδοχές των υπηρετούντων, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, στον στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, κατά παρέκκλιση οποιασδήποτε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης ή συμφωνίας (άρθρο 1) αναδρομικά από 1.1.2010 (άρθρο 20 παρ. 1), ορίζεται νέο όριο στις συνολικές αποδοχές και πρόσθετες αμοιβές ή απολαβές όλων των εργαζομένων στον στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα (άρθρο 2) αναδρομικά από 1.3.2010 (άρθρο 20 παρ. 2), και καθορίζεται η εισοδηματική πολιτική της Κυβέρνησης για το έτος 2010 (άρθρο 3). 
 
 
Με την πρώτη προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 2/14924/0022/1.4.2010 πράξη του Υφυπουργού Οικονομικών, που φέρει τον τίτλο «Παροχή Οδηγιών για την υλοποίηση εισοδηματικής πολιτικής έτους 2010», κοινοποιήθηκαν στις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στον πίνακα αποδεκτών οι διατάξεις του ανωτέρω ν. 3833/2010, προκειμένου αυτές να ενημερωθούν και να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για την εφαρμογή τους. 
 
 

 

Με το ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα Κράτη – Μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α΄ 65/6.5.2010), και ειδικότερα με τις διατάξεις του άρθρου τρίτου, αποδοχές και επιδόματα των υπηρετούντων, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, στον στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, που είχαν ήδη μειωθεί με τον προαναφερθέντα ν. 3833/2010, μειώνονται περαιτέρω, κατά παρέκκλιση οποιασδήποτε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης ή συμφωνίας. Εξάλλου, ορίζεται, κατά ενιαίο τρόπο, το ύψος των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, τόσο των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, όσο και των συνταξιούχων όλων των φορέων κύριας ασφάλισης, και καθορίζονται οι προϋποθέσεις καταβολής τους. 
 
 
Με τη δεύτερη προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 2/35981/0022/28.5.2010 πράξη του Υφυπουργού Οικονομικών γνωστοποιήθηκαν στις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στον πίνακα αποδεκτών οι διατάξεις του ανωτέρω ν. 3845/2010, προκειμένου αυτές να ενημερωθούν και να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για την εφαρμογή τους. 
 
 
Περαιτέρω, με την τρίτη προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. Φ8000/14254/1097/6.7.2010 κοινή απόφαση των Υφυπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (Β΄ 1033/7.7.2010), η οποία εκδόθηκε με βάση την εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 15 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, ρυθμίσθηκαν οι προϋποθέσεις, ο τρόπος και χρόνος καταβολής από τους οργανισμούς κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, πλην του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων, των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων – Πάσχα και επιδόματος αδείας. 
 
 

 

Τέλος, με την κρινόμενη αίτηση προσβάλλονται καταστάσεις μισθοδοσίας και βεβαιώσεις αποδοχών των περιλαμβανομένων στο δικόγραφο φυσικών προσώπων, από τις οποίες προκύπτει η περικοπή των αποδοχών τους, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των προαναφερθέντων νόμων 3833/2010 και 3845/2010.
 
 

 

Στο άρθρο 1 παρ. 1 και 2 περίπτ. θ΄ του ν. 1406/1983 (Α΄ 182), όπως η περίπτωση θ΄ της παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ. 3 του ν. 2721/1999 (Α΄ 112), ορίζεται ότι: «1. Υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σε αυτή. 2. Στις διαφορές αυτές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά: α) … θ) Τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου». 
 
 
Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 2 περίπτ. θ΄ του ν. 1406/1983, όπως ισχύει, ως διοικητική διαφορά ουσίας που γεννάται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά τις κάθε είδους αποδοχές του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, θεωρείται τόσον εκείνη η οποία αφορά δεδουλευμένες αποδοχές, δηλαδή αποδοχές αναφερόμενες σε ορισμένο παρελθόν χρονικό διάστημα, όσον και εκείνη που γεννάται από την αμφισβήτηση της νομιμότητας διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως, η οποία αφορά την ενεστώσα μισθολογική κατάσταση των ανωτέρω υπαλλήλων (βλ. Σ.τ.Ε. 3502/2009 Ολομ., επίσης βλ. Σ.τ.Ε. 185, 597/2010, 213, 577, 2231/2009, 1482/2008, 518/2007, 1893, 1894/2006, 3621, 3622/2002). 
 
 
Η εκδίκαση δε των ανωτέρω διαφορών υπάγεται στο τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 217) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κατά το οποίο η σε πρώτο βαθμό εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στο τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο. 
 
 
Εξάλλου, το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991 (Α΄ 150) ορίζει ότι «Στις διοικητικές διαφορές ουσίας ή ακύρωσης, αν το διοικητικό δικαστήριο κρίνει ότι στερείται αρμοδιότητας, επειδή η υπόθεση υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου διοικητικού δικαστηρίου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο αυτό. … 
 
 
 Το ίδιο ισχύει, και για το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν κρίνει ότι το ενώπιόν του εισαγόμενο ένδικο μέσο ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου διοικητικού δικαστηρίου. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Στις ακυρωτικές υποθέσεις, για τις οποίες προβλέπει ειδικώς το άρθρο 1 του ν. 702/1977, το Συμβούλιο της Επικρατείας, εάν κρίνει ότι η υπόθεση είναι της αρμοδιότητας του διοικητικού εφετείου, μπορεί να παραπέμψει σε αυτό ή να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει κατ’ ουσίαν».

 

 
 
Στην προκειμένη περίπτωση, από την αμφισβήτηση της νομιμότητας των προσβαλλομένων με την κρινόμενη αίτηση ατομικών πράξεων (βεβαιώσεων αποδοχών και μισθοδοτικών καταστάσεων) γεννάται διοικητική διαφορά ουσίας ως προς τις αποδοχές προσωπικού του Δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, η εκδίκαση της οποίας υπάγεται, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 1 παρ. 2 περ. θ΄ του ν. 1406/1983, όπως ισχύει, στην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου. 
 
 
Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να παραπεμφθεί προς εκδίκαση, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 1968/1991, ως προς το μέρος αυτό στο αρμόδιο κατά τόπο (ενόψει του άρθρου 7 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας σε συνδυασμό με το άρθρο μόνον κεφ. Α΄ περ. 1 του π.δ/τος 404/1978, Α΄ 83) Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, για να εκδικασθεί ως προσφυγή ουσίας. Τίθεται το ζήτημα αν δύναται το Δικαστήριο να διακρατήσει και να εκδικάσει την κρινόμενη αίτηση και κατά το ανωτέρω μέρος της. Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι η δυνατότητα αυτή παρέχεται από το εδάφιο β΄ του προαναφερθέντος άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991 μόνο για τις ακυρωτικές διαφορές του άρθρου 1 του ν. 702/1977. 
 
Το Δικαστήριο, όμως, ερμήνευσε διασταλτικά την ανωτέρω διάταξη, κρίνοντας ότι η ευχέρεια αυτή του Συμβουλίου της Επικρατείας να κρατήσει και να εκδικάσει ακυρωτική διαφορά του ν. 702/1977, που εισήχθη αναρμοδίως απ’ ευθείας στο Δικαστήριο αυτό, ισχύει, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, για κάθε άλλη υπόθεση ακυρωτικής αρμοδιότητας που υπάγεται εκάστοτε από το νόμο σε πρώτο βαθμό στα διοικητικά δικαστήρια (βλ. Ολ. ΣτΕ 3193/2000), υπό την προϋπόθεση ότι ως προς την διακρατούμενη υπόθεση επιτρέπεται η άσκηση εφέσεως ενώπιόν του (βλ. Ολ. ΣτΕ 735, 736/2008). 
 
Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι και στην περίπτωση, που κατ’ αρχήν η δικαστική αμφισβήτηση συγκεκριμένης διοικητικής πράξεως δημιουργεί διαφορά ουσίας, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει την δυνατότητα να κρατήσει και να εκδικάσει τη διαφορά, εφόσον: 
 
α) η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί συνέπεια ή «παρακολούθημα» της εκδόσεως άλλης πράξεως, που ανήκει στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, η οποία επίσης προσβάλλεται με το ίδιο δικόγραφο, και 
 
β) εν τοις πράγμασι, ο δικαστής της ουσίας μόνο ακυρωτικώς θα μπορούσε να ελέγξει τη νομιμότητά της (βλ. Σ.τ.Ε. 796/2009). Εν προκειμένω, όμως, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές. 
 
 
Και τούτο διότι οι προσβαλλόμενες ατομικές πράξεις (βεβαιώσεις αποδοχών, μισθοδοτικές καταστάσεις) δεν αποτελούν «παρακολούθημα» κάποιας εκ των προσβαλλομένων πράξεων, δεδομένου ότι οι συνέπειες, που επιφέρουν οι ατομικές αυτές πράξεις (περικοπή αποδοχών εκάστου των αιτούντων φυσικών προσώπων), επέρχονται ευθέως εκ του νόμου και όχι από τις προσβαλλόμενες πράξεις, εκ των οποίων οι δύο πρώτες, ως ερμηνευτικές εγκύκλιοι, δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα και η τρίτη αφορά σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών. 
 
 
Θα μπορούσε, πάντως, να υποστηριχθεί ότι, ενόψει των προβαλλόμενων με την κρινόμενη αίτηση λόγων, με τους οποίους δεν αμφισβητούνται πραγματικά περιστατικά, αλλά η συμφωνία ή μη με το Σύνταγμα των διατάξεων, με τις οποίες προβλέφθηκε η περικοπή των αποδοχών εν ενεργεία υπαλλήλων του Δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα και κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες ατομικές πράξεις, το Δικαστήριο μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και κατά το μέρος που αφορά τις ατομικές αυτές πράξεις για λόγους οικονομίας της δίκης. 
 
 
Στην περίπτωση αυτή πρέπει να διαταχθεί ο χωρισμός του δικογράφου ως προς τις πράξεις αυτές, οι οποίες δεν είναι συναφείς με την τρίτη προσβαλλόμενη πράξη. 
 
 

 

Με τις δύο πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις του Υφυπουργού Οικονομικών παρασχέθηκαν οδηγίες στις αρμόδιες υπηρεσίες για την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3833/2010 και του ν. 3845/2010 αντίστοιχα. Συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί αν οι πράξεις αυτές έχουν εκτελεστό χαρακτήρα. Οι εγκύκλιοι, με τις οποίες αποδίδεται η έννοια ισχυουσών νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων και παρέχονται οδηγίες ή διευκρινίσεις για την εφαρμογή τους (ερμηνευτικές εγκύκλιοι), αποτελούν πράξεις εσωτερικής φύσεως, οι οποίες δεν παράγουν έννομες συνέπειες για τους διοικουμένους, αλλά εξαντλούν τη δεσμευτική τους ισχύ εντός του πλαισίου της Διοικήσεως, δεσμεύουν δηλαδή μόνον τα διοικητικά όργανα, στα οποία απευθύνονται, και, ως εκ τούτου, δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα. 
 
 
Συνεπώς, αίτηση ακυρώσεως, που στρέφεται κατά ερμηνευτικής εγκυκλίου απορρίπτεται ως απαράδεκτη (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2576-7/1980, 3210/1984, 700/1986, 2152/1987, 1331-2, 1489, 3224/2000, 2961-2/2001, 513/2003, 965-8, 1183, 2173/2004, 1828, 1979, 2267/2005, 2817-9/2007, 28/2008, 614/2009). Αντιθέτως, οι εγκύκλιοι, με τις οποίες εισάγονται, κατά τρόπο δεσμευτικό για το όργανα της Διοικήσεως και τους διοικουμένους, ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα κατ’ απόκλιση ή προς συμπλήρωση των διατάξεων για την εφαρμογή των οποίων εκδίδονται (κανονιστικές εγκύκλιοι), αποτελούν κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οι οποίες, ελλείψει δημοσιεύσεώς τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είναι ανυπόστατες (πρβλ. Σ.τ.Ε. 329/2009, 1446/2008, 1633/2002, 2110/2000, 271, 2627/1992, 1465/1984, 2072/1976). 
 
 
Οι στρεφόμενες κατά των πράξεων αυτών αιτήσεις ακυρώσεως απορρίπτονται, κατ’ αρχήν, ως απαράδεκτες, εφόσον, όμως, η Διοίκηση έχει ήδη προβεί στην εφαρμογή των εν λόγω πράξεων, οι κατ’ αυτών στρεφόμενες αιτήσεις γίνονται, κατ’ εξαίρεση, δεκτές για λόγους ασφαλείας του δικαίου, προκειμένου να διαπιστωθεί έναντι πάντων το ανίσχυρο αυτών, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των προβαλλομένων κατ’ αυτών λόγων ακυρώσεως (βλ. Σ.τ.Ε. 1204/2006, 2144/2002, 951/2000, 1055/1978). 
 
 
Εξάλλου, στην περίπτωση που προσβάλλεται ατομική πράξη, η οποία ερείδεται επί εγκυκλίου που φέρει κανονιστικό χαρακτήρα και είναι ανυπόστατη λόγω μη δημοσιεύσεως, η ατομική αυτή πράξη δεν έχει νόμιμο έρεισμα και είναι ακυρωτέα, λόγω της πλημμέλειας αυτής της κανονιστικής εγκυκλίου, το κύρος της οποίας ελέγχεται παρεμπιπτόντως (πρβλ. Σ.τ.Ε. 271/1992, 1446/2008).

 

Από το περιεχόμενο της πρώτης προσβαλλομένης πράξεως (υπ’ αριθ. 2/14924/0022/1.4.2010 του Υφυπουργού Οικονομικών) προκύπτει ότι με αυτήν κοινοποιήθηκαν σε διάφορες διοικητικές αρχές οι διατάξεις του ν. 3833/2010 και παρασχέθηκαν οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των επί μέρους ρυθμίσεών του από τις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες.
 
 
Ειδικότερα, στην παρ. 2 περ. α΄ της ανωτέρω πράξεως, που αφορά την παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, αναφέρονται ενδεικτικώς επιδόματα, τα οποία καταλαμβάνουν οι μειώσεις, επισημαίνεται δε ότι μειώνονται στο ποσοστό που προβλέπει ο ανωτέρω νόμος όλα τα επιδόματα που δεν εξαιρούνται ρητά με την παρ. 3 του άρθρου 1 του εν λόγω νόμου. 
 
 
Η διευκρίνιση αυτή είναι αυτονόητη, δεδομένου ότι στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010 ορίζεται ότι μειώνονται «τα πάσης φύσεως» επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά. Περαιτέρω, με την ανωτέρω πράξη επαναλαμβάνονται οι περιπτώσεις επιδομάτων κ.λπ. που ειδικώς εξαιρούνται από τις μειώσεις, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010. 
 
 
Αβασίμως δε προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι η ανωτέρω προσβαλλόμενη πράξη έχει κανονιστικό χαρακτήρα, διότι με αυτήν ορίσθηκε (παρ. 2 περ. 3 σημείο ε΄) ότι οι προβλεπόμενες υπό του ν. 3833/2010 περικοπές των πάσης φύσεως επιδομάτων του προσωπικού του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου εφαρμόζονται και επί των επιδομάτων ειδικής απασχόλησης του εποπτικού προσωπικού καθαριότητας, του τεχνικού προσωπικού και του λοιπού διοικητικού προσωπικού των πρωτοβάθμιων οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, τα οποία, κατά ρητή πρόβλεψη της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του νόμου αυτού, είχαν ρητώς εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου. 
 
 
Είναι δε αβάσιμος ο ισχυρισμός αυτός, διότι, όπως προκύπτει από την διατύπωση της διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, από τις προβλεπόμενες περικοπές εξαιρούνται μόνον τα ρητώς μνημονευόμενα στην εν λόγω παράγραφο 3 επιδόματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται μεν (στην περίπτωση ε΄) το επίδομα ειδικής απασχόλησης της περιπτώσεως α΄ της παραγράφου Α6 του άρθρου 8 ν. 3205/2003, όχι, όμως, και τα αντίστοιχα επιδόματα των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της ίδιας παραγράφου Α6. 
 
 
Υπό τα δεδομένα αυτά, με την προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία διευκρινίσθηκε προς αποφυγήν ερμηνευτικών δυσχερειών ότι η εξαίρεση της παραγράφου 3 αφορά μόνον τα επιδόματα της περιπτώσεως α΄ της παραγράφου Α6 του άρθρου 8 του ν. 3205/2003, όχι δε και τα επιδόματα των λοιπών περιπτώσεων της ίδιας παραγράφου, δεν εισήχθη νέα ρύθμιση κατ’ απόκλιση των προβλέψεων της περιπτώσεως ε΄ της παραγράφου 3 του ν. 3833/2010, αλλά απλώς αποδόθηκε η αληθής έννοια της εν λόγω διατάξεως. 
 
 
Εξάλλου, ο, στην ίδια ως άνω διάταξη της προσβαλλομένης πράξεως, αριθμητικός προσδιορισμός των επιδομάτων των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παρ. Α6 του άρθρου 8 του ν. 3205/2003, όπως αυτά διαμορφώνονται μετά την θεσπισθείσα με τον ν. 3833/2010 περικοπή, είναι αποτέλεσμα απλής μαθηματικής πράξεως, και συγκεκριμένα της εφαρμογής της θεσπιζομένης με τον ν. 3833/2010 ποσοστιαίας μειώσεως 12% επί του αρχικού ύψους των επιδομάτων αυτών. 
 
 

 

Με τη δεύτερη προσβαλλόμενη υπ’ αριθμό 2/35981/0022/28.5.2010 πράξη του Υφυπουργού Οικονομικών γνωστοποιήθηκαν στις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στον πίνακα αποδεκτών οι διατάξεις του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, προκειμένου αυτές να ενημερωθούν και να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για την εφαρμογή τους, παρασχέθηκαν δεδιευκρινίσεις για το αντικείμενο των νομοθετικών ρυθμίσεων συνοδευόμενες από παραδείγματα ορθού υπολογισμού περικοπών επιδομάτων (αδείας, εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα). 
 
 
Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 της δεύτερης προσβαλλομένης πράξεως, που αφορά τις παρεχόμενες εν σχέσει με το άρθρο τρίτο του ν. 3845/2010 διευκρινίσεις, αναφέρονται τα εξής: «Τα ανωτέρω επιδόματα [επίδομα αδείας, εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα], μέχρι την έκδοση της προβλεπόμενης από την παρ. 9 του άρθρου αυτού υπουργική απόφαση, θα εξακολουθήσουν να καταβάλλονται στις ίδιες ημερομηνίες, με αυτές που καταβάλλονται σήμερα και θα υπόκεινται στις ίδιες με τις σημερινές κρατήσεις.
 
 
 Υπάλληλοι οι οποίοι εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, μειωμένο ωράριο ή διαλείπουσα εργασία, καθώς και οι ωρομίσθιοι δικαιούνται αναλογία των ανωτέρω επιδομάτων. Τα επιδόματα αυτά θα βαρύνουν, κατά περίπτωση, νέους κωδικούς αριθμούς εξόδων του κρατικού προϋπολογισμού, ως εξής: ΚΑΕ 0218, 0243, 0253, 0265, 0273, 0422 «Επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας». 
 
 
Για τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου ο αντίστοιχος ΚΑΕ είναι ο 0228.Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η ανωτέρω προσβαλλόμενη πράξη έχει κανονιστικό χαρακτήρα, κατά το μέρος που ορίζει νέους κωδικούς εξόδων του κρατικού προϋπολογισμού, και, συνεπώς, είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού «συνιστά ουσιαστικά την προβλεπόμενη από το άρθρο 15 παρ. 9 του ν. 2362/1995 υπουργική απόφαση, η οποία επιφέρει μείωση των πιστώσεων που έχουν εγγραφεί στον κρατικό προϋπολογισμό για καταβολή μισθών, συντάξεων και εν γένει αποδοχών».  
 
Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, διότι οι ως άνω κωδικοί ορίστηκαν, όσον αφορά τον κρατικό προϋπολογισμό, με την υπ’ αριθ. πρωτ. 2/36339/0020/31.5.2010 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με την υπ’ αριθ. πρωτ. Οικ.2/36266/0094/1.6.2010 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Η αναφορά των εν λόγω κωδικών στην ανωτέρω προσβαλλόμενη πράξη έχει, προφανώς, την έννοια γνωστοποιήσεως του περιεχομένου των σχετικών υπουργικών αποφάσεων, που βρίσκονταν στο στάδιο του σχεδίου. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, και υπό την εκδοχή δηλαδή ότι ορίζονταν το πρώτον οι ανωτέρω κωδικοί με την εν λόγω προσβαλλόμενη πράξη, τούτο δεν θα της προσέδιδε εκτελεστό χαρακτήρα, κατά το σχετικό με το ζήτημα αυτό μέρος της. 
 
Και τούτο διότι κατά το μέρος τούτο θα απευθυνόταν στα αρμόδια δημοσιονομικά όργανα και θα είχε αμιγώς δημοσιολογιστικό χαρακτήρα, με συνέπεια να μην απορρέουν εξ αυτής έννομες συνέπειες για τους διοικουμένους (βλ. Σ.τ.Ε. 2619/2007, πρβλ. Σ.τ.Ε. 2817-9/2007).
 
 

 

Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, οι δύο προτασσόμενες στο δικόγραφο προσβαλλόμενες πράξεις ουδεμία αυτοτελή έννομη συνέπεια επάγονται για τους διοικουμένους, αλλά αποτελούν απλές ερμηνευτικές εγκυκλίους, με τις οποίες παρέχονται σε διοικητικά όργανα οδηγίες και διευκρινίσεις για τον τρόπο εφαρμογής των ρυθμίσεων, που θεσπίσθηκαν με τους νόμους 3833 και 3845/2010. Ως στερούμενες δε εκτελεστότητος απαραδέκτως προσβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση.

 

 
 
Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται, περαιτέρω, ότι οι προσβαλλόμενες εγκύκλιοι, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα τους ως ερμηνευτικών ή κανονιστικών, πρέπει να θεωρηθεί ότι προσβάλλονται, εν πάση περιπτώσει, παραδεκτώς, διότι, σε διαφορετική περίπτωση, επέρχεται, εν προκειμένω, παραβίαση του δικαιώματος παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. 
 
 
Κατά τους ειδικότερους ισχυρισμούς των αιτούντων, οι ερμηνευόμενες διά των προσβαλλομένων εγκυκλίων νομοθετικές διατάξεις, με τις οποίες δεν προβλέπεται η περαιτέρω έκδοση κανονιστικών πράξεων εκτελέσεώς τους, είναι «άμεσα εκτελεστές» και, ως εκ τούτου, εφόσον στην ελληνική έννομη τάξη δεν προβλέπεται ευθεία προσβολή νόμου, η αίτηση ακυρώσεως πρέπει κατ’ ανάγκην να θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά της εκ μέρους των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας σιωπηράς εγκρίσεως της εκτελέσεως των επίδικων νομοθετικών διατάξεων. 
 
Η έγκριση αυτή τεκμαίρεται, όπως ισχυρίζονται οι αιτούντες, από σχετικά μεταγενεστέρως εκδοθέντα έγγραφα της Διοικήσεως, μη συνιστώντα καθ’ εαυτά εκτελεστές διοικητικές πράξεις, όπως είναι, ιδίως, οι ερμηνευτικού χαρακτήρα εγκύκλιοι.
 
 

 

Όπως κρίθηκε προσφάτως (βλ. Σ.τ.Ε. Ολομέλεια 3982/2009, σκέψη 10), ο κατά τα άρθρα 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος και 45 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) αποκλεισμός του ακυρωτικού ελέγχου των πράξεων της νομοθετικής λειτουργίας, ο οποίος ισχύει και στην περίπτωση του τυπικού απλώς νόμου, στην περίπτωση, δηλαδή, κατά την οποία ο νόμος δεν θεσπίζει γενικούς κανόνες δικαίου, αλλά εισάγει ατομικές ρυθμίσεις, ισχύει και στην περίπτωση που η εκ του νόμου ατομική ρύθμιση εννόμου σχέσεως ή καταστάσεως είναι εξαντλητική και δεν καταλείπεται στην εκτελεστική εξουσία αρμοδιότητα για την έκδοση εκτελεστών διοικητικών πράξεων.
 
 Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο ακυρωτικός δικαστής, ο οποίος, κατά τα ανωτέρω, αδυνατεί να ελέγξει ευθέως την υπό μορφή τυπικού νόμου ατομική ρύθμιση, δύναται, ενόψει και του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ειδικότερη εκδήλωση του οποίου αποτελεί ο κατ’ άρθρο 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος ακυρωτικός έλεγχος, να δέχεται ως προσβλητή ενώπιόν του κάθε πράξη οργάνου της Διοικήσεως, η οποία εκδίδεται προς εκτέλεση των οριζομένων στο νόμο, έστω και αν η έκδοσή της δεν προβλέπεται ρητώς σε αυτόν. 
 
Πάντως, στέρηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των θιγομένων από ατομικές ρυθμίσεις νόμου και μη δυναμένων να ζητήσουν ευθέως την ακύρωσή τους δεν υφίσταται, αν ο νόμος, πέραν των ατομικών αυτών ρυθμίσεων, προβλέπει την έκδοση συναφών προς τις ρυθμίσεις αυτές εκτελεστών διοικητικών πράξεων, των οποίων οι θιγόμενοι δύνανται παραδεκτώς να ζητήσουν την ακύρωση και μέσω της προσβολής των οποίων μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως η προς το Σύνταγμα και τους υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου συμφωνία των ατομικών ρυθμίσεων του νόμου.

 

 
 
Ενόψει τούτων, οι προβαλλόμενοι με την κρινόμενη αίτηση ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι, προεχόντως για το λόγο ότι με τις διατάξεις των νόμων 3833/2010 και 3845/2010 ουδόλως επιχειρείται πλήρης και εξαντλητική ρύθμιση συγκεκριμένης περιπτώσεως ατομικού χαρακτήρα, για την υλοποίηση της οποίας δεν απαιτείται η έκδοση άλλης πράξεως, προσβλητής δι’ αιτήσεως ακυρώσεως, ώστε να γεννάται ζήτημα αποστερήσεως ή αποδυναμώσεως του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, αποκλειστικώς και μόνον λόγω της νομικής μορφής που επιλέχθηκε για την άσκηση της συγκεκριμένης κρατικής δραστηριότητας. 
 
 
Αντιθέτως, με τις διατάξεις των ανωτέρω νόμων εισάγονται ρυθμίσεις, οι οποίες, ως εκ του αμιγώς κανονιστικού τους χαρακτήρα, προσιδιάζουν σε ουσιαστικόνόμο, για την δε εφαρμογή τους εκδίδονται ατομικές διοικητικές πράξεις (μισθοδοτικές καταστάσεις, βεβαιώσεις αποδοχών, πράξεις αναλύσεως συντάξεως και κρατήσεων κ.ά.), τις οποίες οι άμεσα θιγόμενοι έχουν τη δυνατότητα να προσβάλουν παραδεκτώς ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων. Άλλωστε, όπως έχει ήδη εκτεθεί, τέτοιες ατομικές πράξεις προσβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση.
 
 
 Πέραν τούτων, με τις διατάξεις των παραγράφων 9 και 15 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 παρέχεται, ειδικώς, νομοθετική εξουσιοδότηση για την έκδοση κοινών υπουργικών αποφάσεων για τον καθορισμό του χρόνου και της διαδικασίας καταβολής των επιδομάτων εορτών και αδείας του εν ενεργεία προσωπικού του δημόσιου τομέα και των συνταξιούχων οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, ήδη δε με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούντες στρέφονται ευθέως κατά εκδοθείσης κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 15 του ανωτέρω άρθρου κανονιστικής αποφάσεως. 
 
 
Εξάλλου, στην ελληνική συνταγματική τάξη δεν υφίσταται, σύστημα «εγκρίσεως» του περιεχομένου των κανόνων δικαίου που περιέχονται σε τυπικούς νόμους από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, ρητής ή και, σιωπηρής, περίπτωση δηλαδή, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, η οποία συνάγεται εκ της πράγματι από τα διοικητικά όργανα διενέργειας των υλικών ενεργειών και της εκδόσεως των πράξεων που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή του νόμου. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται ότι η έκδοση των εν λόγω εγκυκλίων συνιστά «σιωπηρή έγκριση» της εκτέλεσης των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, αυτοτελώς προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως.

 

 
 
 
Η τρίτη προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση εκδόθηκε, κατά τα ήδη εκτεθέντα, κατ’ επίκληση της διατάξεως της παρ. 15 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, η οποία, ορίζουσα ότι «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή των παραγράφων 10 έως και 14 του άρθρου αυτού», παρέχει, επιτρεπτώς κατά το άρθρο 43 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος, εξουσιοδότηση σε άλλο όργανο, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, για την ρύθμιση ζητημάτων λεπτομερειακού χαρακτήρα. Με την πράξη αυτή ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής από τους οργανισμούς κύριας ασφαλίσεως αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (πλην του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων) των επιδομάτων εορτών και του επιδόματος αδείας. Ειδικότερα, με την προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση επαναλαμβάνεται, κατ’ αρχήν, η εισαχθείσα με την παράγραφο 10 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 ρύθμιση ότι το ύψος των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας, που χορηγούνται, βάσει οιασδήποτε γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου ή κανονιστικής πράξεως της Διοικήσεως, στους συνταξιούχους και βοηθηματούχους των φορέων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίοι έχουν υπερβεί το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους, καθορίζεται στο ποσό των τετρακοσίων ευρώ για το επίδομα εορτών Χριστουγέννων και στο ποσό των διακοσίων ευρώ για τα επιδόματα εορτών Πάσχα και αδείας (παρ. 1 και 2). 
 
 
Εξάλλου, με την παράγραφο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία στοιχεί, κατά περιεχόμενο, προς τα οριζόμενα στην παράγραφο 11 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, από τον, κατά τα ανωτέρω, ηλικιακό περιορισμό εξαιρούνται όσοι λαμβάνουν εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξη λόγω αναπηρίας, όσοι συνταξιοδοτούνται βάσει των διατάξεων του ν. 612/1977 και των διατάξεων που παραπέμπουν σε αυτές (άρθρο 40 παρ. 8 ν. 1902/1990, Α΄ 138, 16 παρ. 3 ν. 2227/1994, Α΄ 129, άρθρο 2 παρ. 2 ν. 3075/2002, Α΄ 297, άρθρο 5 παρ. 3 ν. 3232/2004, Α΄ 48, άρθρο 61 παρ. 4 ν. 3518/2006, Α΄ 272), οι συνταξιοδοτούμενοι με το καθεστώς των βαρέων και ανθυγιεινών ή οικοδομικών επαγγελμάτων, καθώς και οι δικαιούχοι εκ μεταβιβάσεως που μνημονεύονται στην παράγραφο 10 του άρθρου τρίτου του ίδιου νόμου. 
Περαιτέρω, στην παράγραφο 2 της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως ορίζεται, περαιτέρω, ότι τα προαναφερόμενα ποσά χορηγούνται στους συνταξιούχους, των οποίων η καταβαλλόμενη σύνταξη, στην οποία συνυπολογίζονται οι προσαυξήσεις λόγω οικογενειακών βαρών, το επίδομα απολύτου αναπηρίας και τα επιδόματα εορτών και αδείας, υπολογιζόμενη σε δωδεκάμηνη βάση, δεν υπερβαίνει μηνιαίως το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ, ενώ, ειδικώς για την περίπτωση υπερβάσεως του ποσού αυτού, τα επιδόματα μειώνονται αναλόγως, ούτως ώστε το εξαγόμενο ποσό, στο οποίο συνυπολογίζονται και τα προαναφερόμενα επιδόματα να μην υπερβαίνει το ανωτέρω όριο (βλ. και παρ. 14 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010). 
 
 
Με τις ίδιες διατάξεις, με τις οποίες επαναλαμβάνονται οι αντίστοιχες ρυθμίσεις της παραγράφου 13 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, ορίζεται ότι στις περιπτώσεις συνδικαιούχων σύνταξης λόγω θανάτου, τα ποσά των επιδομάτων επιμερίζονται κατά το ίδιο ποσοστό επιμερισμού της σύνταξης που προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία, ότι τους συνταξιούχους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας ή σύνταξη λόγω θανάτου, το ποσό της οποίας είναι μικρότερο των τετρακοσίων ευρώ, τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας δεν μπορεί να είναι μικρότερα των ποσών που ελάμβαναν με βάση τις προϊσχύουσες του ν. 3845/2010 διατάξεις, καθώς και ότι στην περίπτωση συνδικαιούχων σύνταξης λόγω θανάτου, για τον προσδιορισμό του ύψους των επίδικων επιδομάτων, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των επί μέρους ποσών σύνταξης των συνδικαιούχων. 
 
 
Με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 της αυτής αποφάσεως ορίζεται, περαιτέρω, ότι στους συνταξιούχους, στους οποίους χορηγούνται από έναν φορέα κύριας ασφάλισης περισσότερες της μιας συντάξεις ή βοηθήματα συνταξιοδοτικού χαρακτήρα, όπως είναι, ιδίως, το εξωιδρυματικό επίδομα, καθώς και σε όσους λαμβάνουν περισσότερες της μιας κύριες συντάξεις από διαφορετικούς ασφαλιστικούς φορείς ή το Δημόσιο ή το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο, τα αντίστοιχα επιδόματα καταβάλλονται μόνον για τη μεγαλύτερη εκ των καταβαλλομένων συντάξεων, ρύθμιση, η οποία στοιχεί απολύτως προς τις διατάξεις της παραγράφου 12 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010. 
 
 
Εξάλλου, με τις λοιπές διατάξεις της ίδιας παραγράφου καθιερώνεται το πρώτον υποχρέωση των συνταξιούχων, στους οποίους χορηγούνται από έναν φορέα κύριας ασφάλισης περισσότερες της μιας συντάξεις ή βοηθήματα συνταξιοδοτικού χαρακτήρα, να υποβάλουν ενώπιον του αρμόδιου φορέα υπεύθυνη δήλωση, με την οποία θα δηλώνουν τα ποσά της κύριας συντάξεως που λαμβάνουν και τους ασφαλιστικούς φορείς, από τους οποίους χορηγείται σύνταξη ή εξωιδρυματικό επίδομα. 
 
 
Με την ίδια δήλωση οι συνταξιούχοι πρέπει, επιπροσθέτως, να δηλώσουν ότι δεν έχουν εισπράξει μέχρι το χρόνο υποβολής της δηλώσεως και ότι δεν θα εισπράξουν στο μέλλον από άλλο ασφαλιστικό φορέα ή το Δημόσιο τα σχετικά επιδόματα. 
 
 
Κατά ρητή πρόβλεψη των ίδιων διατάξεων, στην περίπτωση που διαπιστώνεται διπλή ή πολλαπλή καταβολή επιδόματος, τα σχετικά ποσά καταλογίζονται σε βάρος των συνταξιούχων και αναζητούνται ως αχρεωστήτως καταβληθέντα, συμψηφιζόμενα με τα χορηγούμενα ποσά συντάξεως σε τρεις μηνιαίες δόσεις. Εξάλλου, με τις διατάξεις της παραγράφου 4 της ίδιας αποφάσεως εισάγονται ρυθμίσεις σχετικά με το χρόνο καταβολής των επιδομάτων. 
 
 
Ειδικότερα, με τις διατάξεις αυτές καθορίζεται ως χρόνος πληρωμής των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα η 16η Δεκεμβρίου και η δέκατη ημέρα πριν το Πάσχα, αντιστοίχως, ορίζεται δε, περαιτέρω, ότι δικαιούχοι είναι όσοι συνταξιοδοτούνται ή η συνταξιοδότησή τους άρχεται από της 1ης Δεκεμβρίου ή την πρώτη του μηνός, κατά τον οποίο εορτάζεται το Πάσχα. 
 
 
Οι συνταξιούχοι, των οποίων το συνταξιοδοτικό δικαίωμα αρχίζει ή λήγει μετά τις προαναφερόμενες ημερομηνίες και εντός του μηνός Δεκεμβρίου ή του μηνός που εορτάζεται το Πάσχα, δικαιούνται αναλογία επιδόματος για τόσα τριακοστά των ποσών της παραγράφου 2, όσες είναι και οι ημέρες συνταξιοδότησης τους.
 
 
 Με τις ίδιες διατάξεις, με τις οποίες καθορίζεται ως χρόνος πληρωμής του επιδόματος αδείας η ημερομηνία καταβολής της συντάξεως του μηνός Αυγούστου, ορίζεται, περαιτέρω, ότι οι συνταξιούχοι, των οποίων έληξε η συνταξιοδότηση ή ανεστάλη η καταβολή της συντάξεως προ του μηνός Αυγούστου, δικαιούνται μέρος του επιδόματος αδείας, ίσο με το 1/12 του ποσού αυτού για κάθε μήνα πραγματικής καταβολής της συντάξεως κατά το τελευταίο προ του μηνός Αυγούστου δωδεκάμηνο. 
 
 
Τέλος, με την παράγραφο 5 διευκρινίζεται ότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν τα ζητήματα που αφορούν τη χορήγηση των εν λόγω επιδομάτων στους επιδοτούμενους λόγω ασθένειας από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, καθώς και στους συνταξιούχους των φορέων επικουρικής ασφάλισης, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων, εξακολουθούν να ισχύουν. 
 
 
Με το ανωτέρω παρατεθέν περιεχόμενο, η τρίτη προσβαλλόμενη πράξη, η οποία δεν περιορίζεται στην απλή επανάληψη των διατάξεων του ν. 3845/2010, αλλά περιέχει και νέες ρυθμίσεις, λεπτομερειακού χαρακτήρα, προς συμπλήρωση των περιεχομένων στον νόμο βασικών ουσιαστικών ρυθμίσεων (καθορισμός του τρόπου ενημερώσεως των ασφαλιστικών φορέων για την περίπτωση καταβολής στον ίδιο συνταξιούχο περισσοτέρων συντάξεων, καθορισμός του χρόνου καταβολής του ανωτέρω επιδόματος, κ.ά.), έχει εκτελεστό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, προσβάλλεται, από της απόψεως αυτής, παραδεκτώς. 
 

 

Όσον αφορά την έκταση εφαρμογής της τρίτης προσβαλλόμενης πράξεως, επισημαίνεται, ότι αυτή, όπως άλλωστε προκύπτει και από τον τίτλο της, αφορά μόνο τους συνταξιούχους οργανισμών κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (όπως είναι το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ο Ο.Α.Ε.Ε.), και όχι τους συνταξιούχους του Δημοσίου, δοθέντος ότι, όπως προκύπτει και από την παρ. 10 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, οι ρυθμίσεις του νόμου αυτού αφορούν από τους συνταξιούχους και τους βοηθηματούχους μόνον εκείνους «όλων των φορέων κύριας ασφάλισης» (με εξαίρεση τους συνταξιούχους του Ο.Γ.Α.). 
 
 
Αντίστοιχες ρυθμίσεις, με αυτές των παρ. 10 έως 14 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους του Δημοσίου θεσπίσθηκαν με το ν. 3847/2010 (Α΄ 67/11.5.2010), ο οποίος έχει τον τίτλο «Επανακαθορισμός των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους του Δημοσίου».
 
 

 

Προς το σκοπό της πληρέστερης κατανόησης του ιστορικού της υποθέσεως, επιχειρείται η συνοπτική παρουσίαση των υποχρεώσεων δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του μηχανισμού παρακολούθησης της εξέλιξης των δημοσίων οικονομικών τους, καθώς και του συστήματος χρηματοδότησης των μελών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείο, που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
 
 

 

Στο άρθρο 3 της Ενοποιημένης Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (εφεξής: ΣΕΕ, πρώην άρθρο 2 της ΣυνθΕΕ) ορίζεται ότι στους σκοπούς της περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η εγκαθίδρυση μιας Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (εφεξής: Ο.Ν.Ε.). Συναφώς, στις διατάξεις του άρθρου 119 του Τίτλου VIII (Οικονομική και Νομισματική Πολιτική) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής: ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 4 της ΣυνθΕΚ) ορίζεται ότι η δράση των κρατών – μελών περιλαμβάνει, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι Συνθήκες, αφενός μεν τη χάραξη μιας κοινής οικονομικής πολιτικής, η οποία βασίζεται στο στενό συντονισμό και στον καθορισμό κοινών στόχων των εθνικών οικονομικών πολιτικών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (παρ. 1), αφετέρου δε την υιοθέτηση ενός ενιαίου κοινού νομίσματος (ευρώ) και την άσκηση ενιαίας νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, πρωταρχικός στόχος της οποίας είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, και, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως του στόχου αυτού, η υποστήριξη των γενικών οικονομικών πολιτικών της Ενώσεως (παρ. 2). 
 
 
Με τις ίδιες διατάξεις ορίζεται, περαιτέρω, ότι οι οικονομικές, συναλλαγματικές και νομισματικές πολιτικές των κρατών – μελών και της Ένωσης πρέπει να εναρμονίζονται προς την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, ενώ οι σχετικώς αναληφθείσες δράσεις τους προϋποθέτουν την τήρηση ορισμένων κατευθυντήριων αρχών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, η επίτευξη υγιών δημοσίων οικονομικών και υγιών νομισματικών συνθηκών και η διασφάλιση της ισορροπίας του ισοζυγίου πληρωμών (παρ. 3). 
 
 
Με τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες προστέθηκαν με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, προβλέπεται η εγκαθίδρυση Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. 
 
 
Σε αντίθεση με τη Νομισματική Ένωση, στο πλαίσιο της οποίας τα κράτη – μέλη έχουν αποξενωθεί πλήρως από την άσκηση της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής[1] διά της παραχωρήσεως των σχετικών αρμοδιοτήτων στο Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, στο πλαίσιο της Οικονομικής Ένωσης τα κράτη – μέλη διατηρούν κατ’ αρχήν την αρμοδιότητα χάραξης και εφαρμογής της οικονομικής τους πολιτικής, υποχρεούνται, όμως, να συντονίζουν τη δράση τους προς το σκοπό της προαγωγής των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. 
 
 
Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, τα κράτη – μέλη υποχρεούνται αφενός μεν να υιοθετήσουν μία κοινή οικονομική πολιτική, της οποίας προέχων είναι ο γενικός και κατευθυντήριος χαρακτήρας, αφετέρου δε να επιδιώξουν με την εφαρμογή των οικονομικών τους πολιτικών, οι οποίες διέπονται από τις αρχές της οικονομίας της ανοικτής αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, ακρογωνιαίων λίθων του οικονομικού κοινοτικού δικαίου, τη διατήρηση υγιών δημοσίων οικονομικών, την αποφυγή, δηλαδή, της δημιουργίας υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων. 
 
 
Κατά τις ειδικότερες προβλέψεις του άρθρου 120 του πρώτου κεφαλαίου (Οικονομική Πολιτική) του τίτλου VIII της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 98 της ΣυνθΕΚ), οι οικονομικές πολιτικές των κρατών – μελών πρέπει να ασκούνται εντός του πλαισίου των γενικών προσανατολισμών του άρθρου 121 παρ. 1 και 2 της ίδιας Συνθήκης (πρώην άρθρο 99 της ΣυνθΕΚ). Σύμφωνα με τις τελευταίες αυτές διατάξεις, τα κράτη – μέλη πρέπει να αντιμετωπίζουν την άσκηση της οικονομικής τους πολιτικής ως ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος και να προβαίνουν στο συντονισμό τους βάσει γενικών προσανατολισμών που καθορίζονται με συστάσεις του Συμβουλίου, με πράξεις, δηλαδή, στερούμενες άμεσης νομικής δεσμευτικότητας, οι οποίες εκδίδονται κατόπιν τηρήσεως της ειδικώς προς τούτο διαγραφομένης διαδικασίας.
 
 
 Με τους γενικούς αυτούς προσανατολισμούς, αντικείμενο των οποίων δεν μπορούν να αποτελέσουν λεπτομερείς και ειδικές ρυθμίσεις της οικονομικής πολιτικής των κρατών – μελών, καθορίζεται ένα γενικό πλαίσιο στόχων, εντός του οποίου πρέπει να κινηθούν οι πολιτικές αυτές.
 
 
 Με το άρθρο 121 της ΣΛΕΕ εγκαθιδρύεται ένα σύστημα πολυμερούς εποπτείας, μέσω του οποίου επιδιώκεται η επαρκής παρακολούθηση και ο αποτελεσματικότερος συντονισμός της οικονομικής πολιτικής των κρατών – μελών. Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος το Συμβούλιο παρακολουθεί, βάσει εκθέσεων της Επιτροπής, τις οικονομικές εξελίξεις σε κάθε κράτος και τη συμφωνία των ασκούμενων υπ’ αυτών οικονομικών πολιτικών προς τους, κατά τα ανωτέρω, γενικούς προσανατολισμούς, προβαίνοντας, μάλιστα, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, στη συνολική αξιολόγησή τους (παρ. 3). 
 
 
Στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι η οικονομική πολιτική ενός κράτους – μέλους δεν εναρμονίζεται προς τους καθορισθέντες γενικούς προσανατολισμούς ή ότι ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την ομαλή λειτουργία της Ο.Ν.Ε., η μεν Επιτροπή απευθύνει προς το κράτος αυτό προειδοποίηση, το δε Συμβούλιο εκδίδει τις αναγκαίες για τη συμμόρφωσή του συστάσεις. 
 
 
Μετά από πρόταση της Επιτροπής, το Συμβούλιο έχει, περαιτέρω, τη δυνατότητα να προβεί στη δημοσιοποίηση των συστάσεων που απηύθυνε στο κράτος – μέλος, ιδίως στην περίπτωση που το τελευταίο αρνείται να λάβει μέτρα εναρμόνισης της οικονομικής του πολιτικής προς τους στόχους της Ένωσης (παρ. 4). 
 
 
Περαιτέρω, με την παράγραφο 1 του άρθρου 126(πρώην άρθρο 104 της ΣυνθΕΚ), το οποίο εντάσσεται, επίσης, στο κεφάλαιο περί οικονομικής πολιτικής του τίτλου VIII τηςΣΛΕΕ, καθιερώνεται η αρχή ότι τακράτη – μέλη πρέπει να αποφεύγουν τη δημιουργία υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων. 
 
 
Με την γενική αυτή απαγόρευση, η οποία άρχισε να ισχύει μετά την ολοκλήρωση και του τρίτου σταδίου της Ο.Ν.Ε., επιδιώκεται η εκ μέρους των κρατών – μελών αυστηρή τήρηση των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας. Στην, κατά τα ανωτέρω, έννοια του δημοσιονομικού ελλείμματος εμπίπτει το έλλειμμα καθαρού δανεισμού, δείκτης, δηλαδή, που αναφέρεται στην τρέχουσα δημοσιονομική κατάσταση του κράτους – μέλους, καθώς, επίσης, και το συνολικό δημόσιο χρέος.
 
 
 Εντός του πλαισίου αυτού, και προκειμένου να εντοπίζεται εγκαίρως ο κίνδυνος μεγάλων δημοσιονομικών αποκλίσεων, παρέχεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα παρακολούθησης της εξέλιξης του δημοσίουχρέους και της εν γένει δημοσιονομικής κατάστασης των κρατών – μελών. 
 
 
Κατά την ενάσκηση της αρμοδιότητας αυτής, η Επιτροπή εξετάζει, ειδικότερα, εάν τηρείται ο κανόνας της δημοσιονομικής πειθαρχίας βάσει των ρητώς μνημονευομένων στις διατάξεις αυτές κριτηρίων. 
 
Συγκεκριμένα, εξετάζεται εάν ο λόγος του προβλεπόμενου ή υφιστάμενου δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν υπερβαίνει μία τιμή αναφοράς, η οποία προσδιορίζεται με το υπ’ αριθ. 12 Πρωτόκολλο για τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, το οποίο προσαρτάται στις Συνθήκες και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα τους. 
 
 
Κατά το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου η μεν τιμή αναφοράς για το λόγο μεταξύ του προβλεπομένου ή υφισταμένου δημοσιονομικού ελλείμματος και του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε τιμές αγοράς καθορίζεται στο 3%, ενώ η αντίστοιχη τιμή αναφοράς για το λόγο μεταξύ του δημοσίου χρέους και του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε τιμές αγοράς καθορίζεται στο 60%[2]
 
 
Σύμφωνα με την παρ. 2 του προαναφερθέντος άρθρου 126 ΣΛΕΕ, η υπέρβαση της τιμής αναφοράς θεωρείται κατ’ εξαίρεση δικαιολογημένη, εάν ο λόγος αυτός σημειώνει ουσιώδη και συνεχή πτώση, κινούμενος σε επίπεδο παραπλήσιο με εκείνο της τιμής αναφοράς ή, ειδικώς για την περίπτωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, εφόσον η υπέρβαση της τιμής αναφοράς, η οποία, πάντως, παραμένει κοντά στο ανώτατο όριό της, έχει προσωρινό και έκτακτο χαρακτήρα. Κατά τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσεώς της περί του δικαιολογημένου ή μη της υπερβάσεως, η Επιτροπή απολαμβάνει ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας. 
 
 
Σε κάθε περίπτωση που ένα κράτος – μέλος δεν εκπληρώσει τους όρους ενός από τα προαναφερόμενα κριτήρια ή αμφοτέρων των κριτηρίων, η Επιτροπή συντάσσει υποχρεωτικώς έκθεση, στην οποία αναφέρεται ο βαθμός, κατά τον οποίο το δημόσιο έλλειμμα υπερβαίνει τις δαπάνες δημοσίων επενδύσεων, καθώς και όλα τα κρίσιμα, κατά την εκτίμηση των κοινοτικών αρχών, μεγέθη, συμπεριλαμβανομένης της μεσοπρόθεσμης οικονομικής και δημοσιονομικής κατάστασης του ενδιαφερόμενου κράτους. 
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ ΕΔΩ