Εχουν σπίτι και αυτοκίνητο, ενίοτε και εξοχικό. Ομως, ο λογαριασμός τους στην τράπεζα αδειάζει. Τα δάνειά τους όλο και περισσότερο δεν εξυπηρετούνται. Η ρευστότητά τους είναι μηδαμινή. Και η ανεργία έχει παγιωθεί, αλλάζοντας τη σύνθεσή τους, με αποτέλεσμα μικροί και μεγάλοι να ζουν υποχρεωτικά κάτω απ’ την ίδια στέγη.

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά των ελληνικών νοικοκυριών την περίοδο της κρίσης αποτυπώνει ανάγλυφα η Ερευνα Χρηματοδότησης και Κατανάλωσης Νοικοκυριών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, την οποία παρουσίασε χθες στο εβδομαδιαίο δελτίο του ο ΣΕΒ. Την ίδια μέρα, τα στοιχεία της Eurostat για την ανεργία του Ιανουαρίου αναδείκνυαν την Ελλάδα μακράν πρωταθλήτρια Ευρωζώνης, με ποσοστό 23%, έναντι 18,2% της αμέσως επόμενης Ισπανίας και 9,6% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.

Αλλη μελέτη, εξάλλου, του Ινστιτούτου Γερμανικής Οικονομίας της Κολωνίας (IW) κατέτασσε την Ελλάδα πρωταθλήτρια και στην αύξηση του ποσοστού φτώχειας, με το σχετικό ποσοστό να έχει αυξηθεί κατά 40% στην περίοδο της κρίσης, από το 2008 ώς το 2015. Αλλες δύο μνημονιακές χώρες, Ιρλανδία και Κύπρος, φιγουράρουν στη δεύτερη θέση, με αύξηση 28%, ενώ στην Ισπανία το ποσοστό φτώχειας αυξήθηκε κατά 18%. Ειδικά για την Ελλάδα, οι συντάκτες της μελέτης αποδίδουν ευθύνες για την επιδείνωση αυτή στην «πολιτική λιτότητας των δανειστών», στη χρόνια ύφεση και στην ανεργία.

H Ερευνα Χρηματοδότησης και Κατανάλωσης των Νοικοκυριών της ΕΚΤ διενεργείται περιοδικά για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Για την Ελλάδα, η εικόνα που προκύπτει είναι αυτή των «νοικοκυριών σε απόγνωση», όπως τη σχολιάζουν οι οικονομολόγοι του ΣΕΒ (επικεφαλής ο Μιχάλης Μασουράκης) στο δελτίο του.

Ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία είναι τα εξής:

• Οι αποταμιεύσεις κάνουν φτερά. Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν ότι μπορούν να αποταμιεύουν σε τακτική βάση είναι μόλις 13,5% το 2014, το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη, έναντι 18,3% της αμέσως επόμενης Λετονίας. Πέντε χρόνια πριν, το 2009, το ποσοστό ήταν 21,9%.

• Η οικογένεια εξακολουθεί να λειτουργεί ως δίχτυ ασφαλείας, ωστόσο οι αντοχές της εξαντλούνται, όπως και αυτές των φίλων. Ετσι, το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν ότι μπορούν να ζητήσουν οικονομική ενίσχυση από συγγενείς και φίλους είναι μόλις 36,5%, έναντι 59,4% πριν από 5 χρόνια.

• Το 72,1% των νοικοκυριών διαθέτει ιδιόκτητο σπίτι (72,4% το 2009), έναντι 61,2% στην Ευρωζώνη. Στεγαστικό δάνειο έχει πάρει το 16% από αυτούς, έναντι 32% στην Ευρωζώνη. Ενοικιαστές είναι το 27,9%, έναντι 38,8% στην Ευρωζώνη. Ενα αρκετά υψηλό ποσοστό, 35,7%, διαθέτει και δεύτερη κατοικία (37,9% πριν από πέντε χρόνια) και το 70,6% αυτοκίνητο (έναντι 73% πέντε χρόνια πριν).

• Το προφίλ του οικογενειάρχη άλλαξε, με όλο και μεγαλύτερες ηλικίες να πρωταγωνιστούν. Χαρακτηριστικά, άνω των 75 ετών είναι πλέον το 15,4% των οικογενειαρχών έναντι 12,4% πριν από πέντε χρόνια, ενώ αντίστοιχα μειώθηκε το ποσοστό των νεαρών οικογενειαρχών κάτω των 34 ετών. Προφανώς, γιατί οι μικροί μένουν πια με τους μεγάλους, για λόγους οικονομίας.

• Καθώς οι χορηγήσεις δανείων σταμάτησαν, τα ποσοστά των δανειοληπτών μειώθηκαν. Ετσι, μόνο το 13,3% του συνόλου των νοικοκυριών έχει πλέον στεγαστικό δάνειο (έναντι 17,5% πριν από πέντε χρόνια και έναντι 23,3% της Ευρωζώνης), το 17,1% καταναλωτικό (έναντι 26,1% πριν από πέντε χρόνια και έναντι 28,2% της Ευρωζώνης). Εν τω μεταξύ, όπως σημειώνουν οι οικονομολόγοι του ΣΕΒ, τον Ιούνιο του 2016, το 41,8% των στεγαστικών και το 55,3% των καταναλωτικών δανείων ήταν σε καθυστέρηση.

Οπως επισημαίνουν οι οικονομολόγοι του ΣΕΒ, τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν ότι τα ελληνικά νοικοκυριά κατά κανόνα δεν είναι υπερχρεωμένα, αν και συναντούν μεγαλύτερη δυσκολία στην εξυπηρέτηση των δανείων τους και η ρευστότητά τους είναι πολύ πιο συμπιεσμένη.

Πηγή: http://www.kathimerini.gr