Όλο το τελευταίο διάστημα διαφαίνονταν αγεφύρωτες διαφορές στη διαπραγμάτευση της Αθήνας με τα Σκόπια. Και ότι η διαπραγμάτευση συνεχιζόταν κυρίως για την αποφυγή επίρριψης των ευθυνών για το διαφαινόμενο ναυάγιο. Αυτό παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις από τις κυβερνήσεις και των δύο χωρών για πρόοδο στις διαπραγματεύσεις. Και ξαφνικά ο διαμεσολαβητής Νίμιτς ανακοίνωσε ότι επίκειται συνάντηση των δύο πρωθυπουργών στις 17 Μαϊου. Δεδομένου ότι ο Τσίπρας έχει δηλώσει ότι τέτοια συνάντηση θα είχε νόημα μόνο αν είμαστε κοντά στη συμφωνία, εγείρονται σοβαρά ερωτηματικά.
Κοτζιάς και Δημητρόφ δήλωναν πρόσφατα ότι έχει υπάρξει σύγκλιση και ότι «απομένουν μόνο τα πιο δύσκολα». Αυτά τα «πιο δύσκολα» είναι ότι η πλευρά των Σκοπίων επιμένει στην αναγνώριση μακεδονικής εθνότητας και γλώσσας, στη μη αλλαγή του συνταγματικού ονόματος της χώρας και στη χρήση αυτού στο εσωτερικό. Απορρίπτει δηλαδή το erga omnes. Δικαιολογία από την πλευρά των Σκοπίων είναι ότι δεν μπορεί να περάσει μια τέτοια συμφωνία από το Κοινοβούλιό τους. Όμως όλα αυτά είναι «κόκκινες γραμμές» για την Ελλάδα, σύμφωνα πάντα με τις επίσημες ελληνικές δηλώσεις. Άρα πόθεν η αισιοδοξία για σύγκλιση;
Μετά και τις τελευταίες διαπραγματεύσεις στο Σούνιο, αν αληθεύουν οι πληροφορίες, τότε προκύπτει ότι η πλευρά των Σκοπίων έκανε βήματα πίσω. Αποδέχτηκε το erga omnes, αλλά ζήτησε μεταβατική περίοδο δύο ετών, να μπορέσει να υλοποιηθεί η υποχρέωση για αλλαγή του Συντάγματος και να υιοθετηθεί η νέα σύνθετη ονομασία και στο εσωτερικό.
Όμως τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι σοβαρά: Πώς θα περάσει από το Κοινοβούλιο των Σκοπίων, όταν δεν υπάρχει η απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία; Και τι διασφαλίζει ότι μετά από δύο χρόνια θα υπάρχει αυτή η πλειοψηφία; Και επιπλέον, όταν ο Ζάεφ έχει δεσμευτεί για επικύρωση της όποιας συμφωνίας με δημοψήφισμα, πώς μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα περάσει μια τέτοια συμφωνία, εφόσον η κοινή γνώμη εκεί είναι εναντίον του διαφαινόμενου συμβιβασμού;
Ζητούν «προπληρωμή»
Ταυτόχρονα, οι Σκοπιανοί ζητούν άμεση πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ και έναρξη διαπραγματεύσεων για ένταξη στην ΕΕ. Δηλαδή κοντολογίς ζητούν να πάρουν τώρα αυτό που ζητούν και ζητά μαζί τους και ο διεθνής παράγοντας και έναντι αυτού να δώσουν υπόσχεση εκπλήρωσης των υποχρεώσεων για μετά από δύο χρόνια.
Πέρα, όμως, από το αν υπάρχουν οι κοινοβουλευτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις τήρησης της συμφωνίας από μέρους τους, το ερώτημα είναι ποιος μπορεί να τους έχει εμπιστοσύνη. Θυμίζουμε ότι το 1993-94, αρχικά μετά την αποδοχή ένταξής της στον ΟΗΕ και στη συνέχεια την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η ΠΓΔΜ ανέλαβε την υποχρέωση να διαπραγματευτεί με την Ελλάδα εντός ορισμένου χρόνου για να επιτευχθεί κοινά αποδεκτή λύση.
Στην πράξη, όμως, δε διαπραγματεύτηκε ποτέ. Αντιθέτως, επιχείρησε και πέτυχε διμερείς αναγνωρίσεις με τη συνταγματική της ονομασία από δεκάδες χώρες για να κωλυσιεργήσει και διαμορφώσει διεθνώς ευνοϊκούς συσχετισμούς. Δηλαδή, ουσιαστικά, παραβίασε τη συμφωνία. Ποιος μπορεί να της έχει εμπιστοσύνη και ποια ασφαλιστική δικλείδα υπάρχει ότι δε θα παραβιάσει και πάλι την όποια συμφωνία;
Η Ελλάδα με μια συμφωνία αυτού του τύπου αγοράζει απλά ψεύτικη ελπίδα και απεμπολεί τώρα και για πάντα τα πιο ισχυρά της διαπραγματευτικά όπλα έναντι των Σκοπίων και του διεθνούς παράγοντα (ΗΠΑ, ΕΕ). Αν οι Σκοπιανοί θέλουν αλλαγή της ονομασίας και του Συντάγματος σε δύο χρόνια, ας πάρουν τότε την ένταξή τους σε ΝΑΤΟ και έναρξη της ενταξιακής πορείας στην ΕΕ και όχι τώρα. Είναι ετεροβαρές να δίνεις τώρα και να παίρνεις σε βάθος χρόνου.
Εθνότητα και γλώσσα;
Ταυτόχρονα, όμως, εγείρονται πιο σοβαρά ερωτήματα από το γεγονός ότι οι ίδιοι οι Σκοπιανοί δηλώνουν ότι η ελληνική πλευρά δεν έχει θέσει θέμα εθνότητας και γλώσσας. Και ότι έχει θέσει μόνο θέμα ιθαγένειας. Μα αν δεν συμφωνηθεί ότι δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος και γλώσσα, τότε για ποια εξάλειψη αλυτρωτισμού μιλάμε; Και το ακόμα μεγαλύτερο ερώτημα είναι πώς η κυβέρνηση αποφάσισε ότι μπορεί να αποδεχτεί επισήμως την ύπαρξη μακεδονικής εθνότητας και γλώσσας. Από που αντλεί την εντολή; Ποιος την εξουσιοδότησε;
Είναι φανερό ότι, όπως και στα ελληνοτουρκικά, κόκκινες γραμμές στην πράξη δεν υπάρχουν παρά μόνο ρητορικά. Ενισχύοντας, έτσι, τη διάχυτη διεθνή και εγχώρια αίσθηση και εικόνα αναξιοπιστίας της ελληνικής πολιτείας και διπλωματίας. Αν όλα τα παραπάνω αληθεύουν, τότε οδηγούμαστε σε ακόμα πιο επικίνδυνες ατραπούς στο συγκεκριμένο θέμα. Είναι βέβαιο ότι ο ανυπόστατος αλυτρωτισμός των Σκοπίων με μια τέτοια συμφωνία θα παροξυνθεί και το πρόβλημα θα επανέλθει πιο εκρηκτικό και με την Ελλάδα χωρίς διαπραγματευτικά όπλα πια.
Πάντως, φαίνεται ότι σε ανώτατα κλιμάκια της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας ίσως υπάρχουν ακόμα αντιστάσεις. Η δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας προχθές είναι ενδεικτική. Ας ελπίσουμε ότι τελικά θα λειτουργήσουν αντανακλαστικά αυτοσυντήρησης τόσο στην κοινωνία όσο και σε μέρος της πολιτικής ηγεσίας. Τα πρόσφατα συλλαλητήρια δείχνουν ότι τουλάχιστον σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας υπάρχει το έδαφος.
Πηγή: https://slpress.gr