«Πόσο τρομακτική είναι η αποξένωση της άρχουσας τάξης, πολιτικής και πολιτιστικής, από τον λαό!»

 

Στην Tara Motilor («Γη των Μότι») μια ορεινή περιοχή στην Τρανσυλβανία της Ρουμανίας, ζουν οι Moti, βασιζόμενοι σχεδόν αποκλειστικά στην κτηνοτροφία και σε κάποιες καλλιέργειες, κυρίως πατάτας. Το ορεινό τοπίο μοιάζει με τα Highlands της Σκωτίας.
Οι τρεις πιο διάσημοι Moti όλων των εποχών ήταν οHorea, ο Ciosca και ο Crisan, τρεις άντρες που τα ονόματά τους συνδέθηκαν με τον τρανσυλβανικό εθνικισμό και την Εξέγερση του 1784–1785 κατά της ουγγρικής κατοχής. Οι περισσότεροι Moti είναι ξανθοί και έχουν μπλε μάτια. Έχουν επίσης τις δικές τους παραδόσεις, τα δικά τους τραγούδια, ενδυμασία και τρόφιμα.

Το καλοκαίρι του 1929, στα πλαίσια της κίνησής του προς τις λαϊκές μάζες, ο μεγάλος Ρουμάνος λαϊκός εθνικιστής αγωνιστής και ηγέτης Κορνήλιος Ζέλεα Κοντρεάνου (Corneliu Zelea Codreanu, 13 Σεπτεμβρίου 1899 – 30 Νοεμβρίου 1938) τους επισκέφτηκε. Στο βιβλίο του «Για τους Λεγεωνάριους μου»περιγράφει την εμπειρία του και αποτυπώνει τις σκέψεις του. Ίσως κάποιες από αυτές, τις βρείτε εξαιρετικά επίκαιρες.  

(από τις σελίδες 349-355)

Οι Moti ζουν ακόμα στα βουνά της κεντρικής Τρανσυλβανίας. Παλιοί όσο τα βουνά, έχουν ζήσει για αιώνες με τον ίδιο τρόπο ζωής, με το εξής κύριο χαρακτηριστικό: φτώχεια – είναι οι μόνοι Ρουμάνοι, ίσως ο μόνος λαός στον κόσμο που σε όλη του την ιστορία δεν έζησε ούτε μία μέρα χαράς και αφθονίας, παρά μόνο έδινε αγώνες για ελευθερία. Ολόκληρη η ζωή τους ήταν ένας αγώνας για ελευθερία. Υπάρχουν ορυχεία χρυσού στα βουνά τους. Ένας – ένας οι εκμεταλλευτές τους γίνονται ζάπλουτοι, ενώ αυτοί παραμένουν γυμνοί και χωρίς ψωμί: «Χρυσό έχει το βουνό πολύ Και εμείς παρακαλάμε για ψωμί». Τα γκρίζα βράχια είναι γυμνά. Τίποτα δεν μπορεί να καλλιεργηθεί εκεί, ούτε σιτάρι, ούτε καλαμπόκι. Ο μόνος πλούτος που υπάρχει είναι ο χρυσός που βρίσκεται στα χέρια των εκμεταλλευτών και ο μόνος τρόπος για να ζήσουν είναι από την υλοτομία στο δάσος.

Ο ζυγός της ξένης κυριαρχίας διήρκεσε χίλια χρόνια. Χίλια χρόνια υπομονής με την ελπίδα ότι μια μέρα η Μεγάλη Ρουμανία θα γεννηθεί για να τους σώσει, επιτέλους να φροντίσει αυτούς και τα παιδιά τους, να διώξει την μακρά και σκληρή αδικία, να έρθει και να τους ανταμείψει για την χιλιετή τους υπομονή, τους αγώνες και τις θυσίες. Μόνο αυτοί που είναι ορφανοί από μητέρα δεν ξέρουν τι πάει να πει παρηγοριά. Μόνο αυτοί που δεν έχουν πατρίδα δεν περιμένουν παρηγοριά ή ανταμοιβή. Η πατρίδα πάντοτε ανταμείβει τα τέκνα της, αυτά που περίμεναν δικαιοσύνη και πίστεψαν σε αυτή και αυτοί που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για αυτή. Είναι αδιανόητο οι Moti να μην ανταμειφθούν για την υπομονή, τις θυσίες και την γενναιότητά τους!

Αλλά μετά τον πόλεμο, όλοι, ειδικά οι πολιτικοί, ασχολήθηκαν μόνο με τον εαυτό τους, με το προσωπικό τους υλικό, εκλογικό, πολιτικό συμφέρον. Έτσι οι Moti ξεχάστηκαν. Όποιος ασχολείται μόνο με τον εαυτό του, δεν βρίσκει χρόνο για τους άλλους. Και όποιος είναι γεμάτος από τις αγωνίες του σήμερα, δεν μπορεί να τοποθετήσει τον εαυτό του, τις σκέψεις του και τα αισθήματα τουστο πλαίσιο της ιστορίας, ώστε να σκεφτεί στο όνομα της πατρίδας, να καταλάβει και να επανορθώσει με την ιστορική ανταμοιβή που αξίζουν αυτοί οι γενναίοι άνδρες.

Όχι μόνο ξεχάστηκαν, αλλά αφέθηκαν σαν θήραμα στις αρπακτικές ορέξεις των Εβραίων εκμεταλλευτών, οι οποίοι στην δίψα τους για κέρδος, διείσδυσαν στα βουνά τους, εκεί όπου εχθρός δεν πάτησε ποτέ το πόδι του και έκλεψαν το μόνο βιός τους, φτιάχνοντας εργοστάσια στα βουνά και καταστρέφοντας τα δάση τους, αφήνοντας σε αυτούς γυμνά βράχια.

Οι Moti είχαν την ελπίδα στην πατρίδα και στην πολυαναμενόμενη νίκη του λαού μας. Αλλά για κάτι τέτοιο χρειάζεται κάποιος με την ψυχή του Στεφάνου του Μεγάλου και όχι με την μικροπρέπεια των Ρουμάνων πολιτικάντηδωνΑυτοί οι πολιτικοί αμαυρώνουν το έθνος τους. Για ένα έθνος, πάνω από κάθε άλλο συμφέρον, βρίσκονται κάποιες ηθικές υποχρεώσεις. Αν το έθνος δεν τις εκπληρώσει, το πρόσωπό του παραμένει κηλιδωμένο. Συγκινημένος από ένα γράμμα ενός καθηγητή από την Bistra, επιβιβάστηκα σε ένα τρένο για να πάω εκεί να διαπιστώσω την κατάσταση ιδίοις όμμασι.

Μέσα σε ένα μικρό ορεινό τρένο, διέσχισα σε κλίμα δέους τις κοιλάδες των ορέων Apuseni, εκεί όπου ο θάνατος θέριζε σε δεκάδες μάχες και εκεί που πλανώνται τα φαντάσματα των Horia και Iancu. Πλησίασα έναν αγρότη Moti στον σιδηροδρομικό σταθμό. Είχε τουλάχιστον είκοσι μπαλώματα στο παλτό του, δείγμα απίστευτης φτώχειας. Πουλούσε ξύλινα στεφάνια βαρελιών που έφτιαχνε, σε εξευτελιστική τιμή. Τα μάτια του ήταν βυθισμένα, τα μάγουλά του ζαρωμένα. Μια ευγενής φυσιογνωμία. Το βλέμμα του ήταν ντροπαλό. Δεν μπορούσες να διαβάσεις ιδιαίτερες σκέψεις στο πρόσωπό του, αλλά στα μάτια του έβλεπες πόνο και είδα όχι μόνο έναν πεινασμένο άνθρωπο, αλλά έναν βασανισμένο από την πείνα. Δεν μπορούσες να δεις κανένα ενδιαφέρον για την ζωή στα ευγενή του μάτια που σου προκαλούσαν οίκτο, καμία έγνοια. Το βλέμμα του ήταν κενό.

«Πώς τα βγάζετε πέρα σε αυτά εδώ τα μέρη;» τον ρώτησα.

«Καλά! Καλά, ευχαριστώ.»

«Μπορείτε να καλλιεργήσετε καλαμπόκι, πατάτες, εδώ;»

«Ναι, μπορούμε.»

«Έχεις ότι χρειάζεσαι, φαγητό… ;»

«Ναι. έχουμε… έχουμε…»

«Άρα, δεν τα περνάτε άσχημα… ;»

«Όχι! …Όχι…»

Με εξέτασε λεπτομερώς πολλή ώρα και έδειξε ότι είχε ελάχιστη διάθεση για συζήτηση, γιατί ποιος ξέρει σε τι πελάγη απόγνωσης έπλεε το μυαλό του και με την κληρονομημένη του φυλετική αριστοκρατικότητα δεν ήθελε να παραπονεθεί σε έναν ξένο.

Τελικά έφτασα στην Bistra και κάλεσα τον καθηγητή του χωριού που μου είχε γράψει. Έμεινα μόνο μία μέρα. Στα φτωχικά σπίτια των Moti που επισκέφτηκα, είδα τα πολλά μικρά παιδάκια τους κουλουριασμένα μαζί από το κρύο, περιμένοντας δύο, τρεις εβδομάδες ή μερικές φορές έναν μήνα ή περισσότερο να επιστρέψουν οι γονείς τους που είχαν πάρει τον δρόμο με το άλογο ή την άμαξα, για να φέρουν πίσω ένα σακί καλαμπόκι σε αντάλλαγμα για τα ξύλινα στεφάνια και τα βαρέλια που φτιάχνουν, τα οποία πωλούν χιλιόμετρα μακριά σε άλλα μέρη της χώρας στα οποία ο Θεός ήταν πιο γενναιόδωρος. Μόνο λίγους μήνες του χρόνου μένουν οι Moti στο σπίτι, τον υπόλοιπο καιρό βρίσκονται στον δρόμο. Ο καθηγητής μου είπε:

«Ούτε στην Ουγγρική κατοχή δεν πάτησαν εδώ το πόδι τους ξένοι. Αλλά σήμερα, έχει στηθεί εργοστάσιο ξυλείας μιαςεβραϊκής εταιρίας από την Oradea, που άρπαξε τα δάση μας και τα πετσόκοψε. Σε όλη τους τη ζωή, οι Moti έβγαζαν τα προς το ζην φτιάχνοντας ξύλινα στεφάνια και βαρέλια. Αλλά τώρα θα τους το στερήσουν και αυτό. Είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν. Η πείνα και οι άλλες ανάγκες τους κάνουν να δουλέψουν για τους Εβραίους, κόβωντας τα δικά τους δέντρα για 20 λέι ημερομίσθιο ποσό ασήμαντο. Αυτό είναι το μόνο που τους έμεινε από όλον τον πλούτο που βγαίνει από τα βουνά τους και μεταφέρεται μι βαγόνια κάτω στις κοιλάδες. Και όταν όλη η ξυλεία θα έχει κοπεί, θα έρθει και το δικό μας τέλος. Αλλά υπάρχει και κάτι που είναι ακόμη πιο λυπηρό. Ζήσαμε μια ενάρετη ζωή για αιώνες. Οι Εβραίοι έφεραν μαζί τους τον εκφυλισμό. Υπάρχουν πάνω από 30 Εβραίοι που εργάζονται σε αυτό το εργοστάσιο ξυλείας.

Το Σάββατο το απόγευμα, όταν παίρνουν τους μισθούς τους, παίρνουν τα κορίτσια και τις γυναίκες των Moti και τις ατιμάζουν σε ολονύχτια όργια. Ηθικές και φυσικές ασθένειες εξαντλούν τα χωριά μας, πέραν της φτώχειας και της μιζέριας.

Και κανείς δεν μπορεί να πει τίποτα. Καμία διαμαρτυρία δεν τολμάμε να κάνουμε γιατί αυτοί οι Εβραίοι τα έχουν καλά με τους πολιτικούς και είναι ουσιαστικά κυρίαρχοι. Οι τοπικές αρχές είναι, στις διαταγές τους, από τους χωροφύλακες μέχρι την κορυφή.

Αν πας να πεις κάτι, αμέσως κατηγορείσαι για υποκίνηση “μίσους” εναντίον μέρους των πολιτών, ότι “διαταράσσεις την κοινωνική ειρήνη” και την «αρμονία» με την οποία πάντοτε ζούσαν οι Ρουμάνοι με τον “φιλειρηνικό Εβραϊκό πληθυσμό”, ότι δεν είμαστε καλοί “Χριστιανοί”, γιατί ο Ιησούς είπε: “Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν…”, κτλ.

Αν τολμήσεις να πεις το παραμικρό, συλλαμβάνεσαι σαν “εχθρός της κρατικής ασφάλειας” και σαν υποκινητής “εμφυλίου πολέμου”. Σε βρίζουν και σε χτυπούν. Ελέγχουν τις αρχές και πρέπει να μένεις σιωπηλός, βλέποντας την τραγωδία του λαού σου. Θα ήταν καλύτερα να μας τυφλώσει ο Θεός, ώστε να μην βλέπουμε άλλο πια αυτό που γίνεται, να μην ξέρουμε τίποτα.»

Το αίμα μου έβραζε από θυμό και μου γεννιόνταν η ιδέα ξανά να κάμω ένα όπλο, να πάω στα βουνά και να αρχίσω να πυροβολώ δίχως έλεος τις ορδές των εχθρών και των προδοτών, αφού οι Ρουμανικές αρχές και οι νόμοι της Μεγάλης Ρουμανίας παραβλέπουν τέτοια εγκλήματα εναντίον του Ρουμανικού έθνους, της τιμής της και του μέλλοντός της και εφόσον αυτοί οι νόμοι και οι πουλημένες αρχές έχουν αφαιρέσει κάθε ελπίδα για δικαιοσύνη και σωτηρία. Γύρισα στο Ιάσιο με πληγωμένη καρδιά, αποκαμωμένος από τα βάσανα του λαού μας.

Πόσο τρομακτική είναι η αποξένωση της άρχουσας τάξης, πολιτικής και πολιτιστικής, από τον λαό! Οι λόγιοι και οι συγγραφείς αφιερώνουν τις προσπάθειές τους στο κάθε απίθανο ζήτημα. Βιβλία επί βιβλίων εκδίδονται, γεμίζοντας τις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων. Ποια θα είναι η ετυμηγορία του μέλλοντος για αυτούς τους ανθρώπους, αν για μια ιστορική τραγωδία σαν και αυτή των Moti, που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια τους, δεν αρθρώσουν ούτε μια λέξη διαμαρτυρίας που να λειτουργήσει ως κώδωνας κινδύνου για τον λαό που αποβλακώνεται από όλα τα σκανδαλώδη βιβλία, που τον αποκοιμίζουν και συσκοτίζουν τους ορίζοντές του και την ζωή του;

Πώς θα κοιτάξει το έθνος αυτούς τους λόγιους και συγγραφείς, των οποίων η αποστολή, η πιο ιερή, είναι ακριβώς να επισημαίνουν τους κινδύνους που απειλούν την ηθική και φυσική ύπαρξη και να φωτίζουν τον δρόμο προς το μέλλον του; Και πώς θα κοιτάξει αυτήν την άρχουσα τάξη των πολιτικών «αγορητών» στο κοινοβούλιο ή οπουδήποτε αλλού, η οποία έχει εγκαταλείψει την πιο στοιχειώδη υποχρέωση να φροντίζει για την ζωή και την τιμή του έθνους;

Καθώς κατηφόριζα με το τρένο από την Bistra προς την Turdaμπήκε στο βαγόνι μου ο διευθυντής του πριονιστηρίου της Bisiin ένας χοντρός Εβραίος που μετά βίας χωρούσε στα ρούχα του, που έδινε την εντύπωση ενός καλοζωισμένου ατόμου. Δεν πιστεύω ότι άτομο σαν κι αυτόν γνώρισε ποτέ πείνα στην ζωή του, ούτε μία φορά. Ένας νεαρός άνδρας περίπου στην ηλικία μου μπήκε επίσης, στο βαγόνι μου στην επόμενη στάση. Αμέσως διαπίστωσα ότι ήταν καλοί φίλοι και ότι ο νεαρός άνδρας ήταν Ρουμάνος. Ο Εβραίος έριξε λίγο καφέ από τον θερμός του και έβγαλε λίγες φέτες κέικ από ένα δέμα. Ξεκίνησε να τρώει. Έτρωγε σαν λύκος. Άρχισε να καταπίνει πριν συνειδητοποιήσει ότι δεν είχε προσκαλέσει τον φίλο του να συμμετάσχει, κάτι που αμέσως έπραξε. Ο νεαρός άνδρας πήρε ένα κομμάτι κέικ και ένα ποτήρι καφέ και άρχισε να τρώει δειλά, δείχνοντας ευγνωμοσύνη και σεβασμό στον πλούσιο Εβραίο για την «προσοχή» που του έδωσε. Ήταν περίπου πέντε το πρωί, δεν είχε φέξει ακόμα, Μεγάλη Παρασκευή: Ημέρα των Αγίων Παθών. Λυπημένος, αναρωτήθηκα:

«Ποιος άραγε είναι αυτός ο αλήτης, ο νεαρός Ρουμάνος, που την ημέρα που όλοι οι Χριστιανοί νηστεύουν, αυτός τρώει κέικ παρέα με έναν Εβραίο, τον βασανιστή των Ρουμάνων;»

Από την συζήτησή τους έμαθα ότι ήταν μηχανικός δασοκομίας. Ο Εβραίος έδειξε μια υπερβολική προθυμία για συζήτηση. Μιλούσε και έκανε πλάκα συνέχεια. Τότε έβγαλε έναν πικάπ και άρχισε να βάζει να παίζουν δίσκοι, με όλους να έχουν άσεμνο περιεχόμενο. Καθόμουν σε μια γωνιά του θαλάμου και άκουγα χωρίς να βγάζω λέξη, κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Άρχισε να ξημερώνει και μπορούσα να δω στον δρόμο παράλληλα με την σιδηροδρομική γραμμή, μια μακρά σειρά από άμαξες που τις σέρναν άλογα, με επικεφαλής κάθε μίας έναν Moti, σέρνοντας τα βήματά του, σιωπηλός και θλιμμένος. Φορτωμένος κάρβουνα, πήγαινε προς την αγορά της Turda, 40 χιλιόμετρα μακριά, για να τα πουλήσει και να αγοράσει, όχι ρούχα ή παιχνίδια, αλλά λίγα κιλά καλαμποκάλευρο για να τα φέρει σπίτι στα παιδιά του, για το Πάσχα. Αυτή είναι η μόνη χαρά που μπορούσε να φέρει στα παιδιά του.

Η καρδιά μου στενάζει από τον πόνο και την αγωνία. Δεν αρκεί που αυτοί οι ληστές τους παίρνουν το ψωμί τους. Επίσης βεβηλώνουν, προσβάλλουν, αυτήν την Μεγάλη Παρασκευή, την φτώχεια και την πίστη τους. Περνούν δίπλα μας τραγουδώντας και κοροϊδεύοντας, σε αυτούς τους δρόμους που μετά από χιλιετίες βασάνων, από σεβασμό στα βάσανα και στον πόνο τους, ουδείς θα πατούσε εδώ παρά μόνο μέσα σε απόλυτη ησυχία και ευπρέπεια, με το κεφάλι ακάλυπτο, μπροστά στους πεινασμένους και καταπονημένους ανθρώπους που περπατούν με βήμα βαρύ καταδικασμένοι σε μια ανελέητη μοίρα.

Όταν ξημέρωσε, τα βλέμματά μας συναντήθηκαν, του νεαρού και το δικό μου. Κατάλαβα ότι με ήξερε. Αγχωμένος, έχασε το χρώμα του. Και εγώ τον αναγνώρισα. Πίσω στο 1923 ήταν ένας Χριστιανός εθνικιστής φοιτητής. Βρίσκονταν στις πρώτες γραμμές στη διαδήλωση μιας φοιτητικής ομάδας, τραγουδώντας: «Και θα συντρίψουμε τους Εβραίους κάτω από τα πόδια μας Ή θα πεθάνουμε με δόξα» κτλ…

Σκέφτηκα, γεμάτος πικρία: «Αν όλη η νεολαία που αγωνίζεται γίνει έτσι αύριο, τότε αυτός ο λαός μας πρέπει να πεθάνει: είτε μέσω Εβραϊκής κατάκτησης, είτε από πλημμύρες, σεισμό ή δυναμίτη – δεν έχει σημασία με ποιον τρόπο – πρέπει να πεθάνει».

ΚΟ

ΠΗΓΗ