Αναταράξεις αναμένεται να επιφέρει και πάλι στα πολιτικά – εκκλησιαστικά – δικαστικά και κοινωνικά δρώμενα ο όρκος των χριστιανών ορθόδοξων (Χ.Ο.), κάτι το οποίο παραμένει σε κατάσταση νάρκωσης εδώ και δεκαετίες.
Το τεράστιο ζήτημα του όρκου των Χ.Ο. αναβιώνει και πάλι. Τώρα, καλείται να λύσει τον γόρδιο δεσμό το Συμβούλιο της Επικρατείας. Κι αυτό διότι υποψήφια δικηγόρος ανακινεί το όλο θέμα ζητώντας δικαστικά να νομοθετηθεί, πέραν του θρησκευτικού και πολιτικού όρκου, η δήλωση υπόσχεσης, δηλαδή το «Δηλώνω επικαλούμενη τη συνείδησή μου».
Καταρχάς, η υποχρέωση ορκοδοσίας προβλέπεται στη νομοθεσία μας για μάρτυρες, ενόρκους, διαδίκους, πραγματογνώμονες, πρόσωπα που καταλαμβάνουν θέσεις ή αξιώματα στον δημόσιο τομέα κ.τ.λ. και αποβλέπει στην ενίσχυση της εγγύησης της αξιοπιστίας.
Ο τύπος του χριστιανικού όρκου είναι ο εξής: «Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού να πω ευσυνείδητα όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια χωρίς να προσθέσω ούτε να κρύψω τίποτε». Ο πολιτικός όρκος είναι: «Δηλώνω στην τιμή και στη συνείδησή μου ότι θα πω όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια χωρίς να προσθέσω ούτε να κρύψω τίποτε».
Ο πολιτικός όρκος δίνεται από όσους:
Ο Κώδικας Δικηγόρων στο άρθρο 24, που αφορά τους νέους δικηγόρους, προβλέπει ως προϋπόθεση απόκτησης της δικηγορικής ιδιότητας την ορκωμοσία ενώπιον δημόσιας συνεδρίασης δικαστηρίου. Συγκεκριμένα για τους χριστιανούς ορθόδοξους προβλέπει τον τύπο: «Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού».
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης προ του αιτήματος της υποψηφίας δικηγόρου κατέφυγε στο Εφετείο της συμπρωτεύουσας, το οποίο απέρριψε το αίτημα να μη δώσει όρκο αλλά να κάνει δήλωση («δηλώνω επικαλούμενη τη συνείδησή μου»).
Η υποψήφια δικηγόρος στη συνέχεια προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Στην αίτηση ακύρωσής της επισημαίνει ότι ως Χ.Ο. και ακολουθώντας την εντολή του Ιησού Χριστού «Εγώ δε λέγω υμίν μην ομόσαι όλως» (εγώ, όμως, σας λέω, να μην ορκιστείτε καθόλου), επιθυμεί -επικαλούμενη τη συνείδησή της- να δώσει απλή υποσχετική δήλωση. Η θρησκευτική της συνείδηση προσθέτει, δεν της επιτρέπει να δεχθεί ούτε τον πολιτικό όρκο, καθώς αυτός δίδεται από άθεους ή άθρησκους.
Εξάλλου, ο πολιτικός όρκος μπορεί να μην περιέχει το ρήμα «ορκίζομαι», αλλά σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου δεν προβλέφθηκε για τους ορθόδοξους χριστιανούς. Η υποχρέωση που προβλέπει ο Κώδικας Δικηγόρων να δώσει πολιτικό όρκο, επισημαίνει η υποψήφια δικηγόρος, σημαίνει περιορισμό έκφρασης της θρησκευτικής της ελευθερίας, καθώς πρεσβεύει σε θρησκεία που απαγορεύει τον όρκο.
Η αναγκαστική επιβολή είτε του θρησκευτικού είτε του πολιτικού όρκου με παράλληλη άρνηση της αντικατάστασής τους με δήλωση συνείδησης παραβιάζει τόσο την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσο και το Σύνταγμα (άρθρα 13 και 28), ενώ αντιστρατεύεται το άρθρο 9 της υπερνομοθετικής ισχύος Σύμβασης της Ρώμης. Η άρνηση να δώσει υποσχετική δήλωση αντιστρατεύεται τη νομοθεσία, αλλά και η άρνηση του Εφετείου Θεσσαλονίκης έχει ελλιπή αιτιολογία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της.
Η σχετική διάταξη τόσο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρο 408) όσο και του Κώδικα Δικηγόρων παραβιάζει την ελευθερία της θρησκευτικής της συνείδησης και της συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, όπως σημειώνει η προσφεύγουσα στο ΣτΕ.
Σε άλλο σημείο αναφέρει ότι η απλή υποσχετική δήλωση στην οποία ζητεί να προβεί είναι ισότιμη εξ απόψεως εννόμων συνεπειών με τον όρκο.
«Καθίσταται σαφές», υπογραμμίζει η προσφεύγουσα στη Δικαιοσύνη, «ότι η δήλωση στην οποία ζητώ να προβώ επικαλούμενη τη συνείδησή μου είναι ισότιμη εξ απόψεως εννόμων συνεπειών με τον όρκο, αφού βαρύνουσα σημασία δεν έχει ο όρος “όρκος”, αλλά η επίκληση κάποιου παράγοντα που κατέχει εξέχουσα θέση στην ιεραρχική κλίμακα αξιών, παράγοντας που μπορεί να είναι και μόνο η συνείδηση με όλο το ειδικό βάρος που αυτή φέρει ως βασικό χαρακτηριστικό του προσώπου».
Μάλιστα, σημειώνει ότι «η δημόσια διαδικασία για την απόκτηση της δικηγορικής ιδιότητας διασφαλίζει πανηγυρικά τον σεβασμό στο δικηγορικό λειτούργημα και τις συνδέουσες αυτό υποχρεώσεις» και «η δημόσια διατύπωση αποτελεί μια δέσμευση για τον ενδιαφερόμενο δικηγόρο ότι θα ανταποκριθεί στα καθήκοντα που καλείται να αναλάβει».