Η μεγάλη μεσαιωνική αυτοκρατορία των Ελλήνων ευτύχησε, τουλάχιστον στην έσχατη στιγμή της, να έχει ως ηγέτη έναν άνθρωπο που αν μη τι άλλο άφησε παρακαταθήκη στους αιώνες ένα άφθαστο υπόδειγμα θάρρους και ανδρείας. Εναν άξιο επίγονο του Λεωνίδα, των Μαραθωνομάχων, του Αλέξανδρου. Αλλωστε δεν υπήρχε κάτι άλλο πέραν του θάρρους και της αυταπάρνησής του να αφήσει.
Ηταν ηγέτης μιας ιστορικής αυτοκρατορίας που όμως είχε πλέον περιοριστεί στην Κωνσταντινούπολη, μια στενή λωρίδα γης στη Θράκη και τον Μοριά. Τα υπόλοιπα εδάφη της υπερήφανης, κάποτε, αυτοκρατορίας ήταν πλέον λεία των Τούρκων, που διαφέντευαν από τα βάθη της Μικράς Ασίας έως τις εσχατιές των Βαλκανίων.
Σε αυτήν τη συγκυρία λίγα μπορούσε να κάνει ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ή Δραγάτσης (από το επίθετο της μητέρας του, Ελενας Δραγάτση) ο ΙΑ΄, που γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη τις 9 Φεβρουαρίου του 1404, ως το όγδοο από τα δέκα παιδιά του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’.
Δύο φορές παντρεύτηκε ο Κωνσταντίνος. Πρώτη σύζυγός του ήταν η Μανταλένα Τόκο, η οποία πέθανε το 1429, ενώ την ίδια τύχη είχε και η δεύτερη σύζυγός του, επίσης Ιταλίδα (Γενουάτισα), Κατερίνα Γκατιλούσιο.
Ο Κωνσταντίνος έγινε αυτοκράτορας σε μεγάλη ηλικία 45 ετών, το 1449. Πριν ντυθεί την αυτοκρατορική πορφύρα είχε χρηματίσει δεσπότης του Μοριά. Εκεί επέδειξε αξιοσημείωτα ηγετικά προσόντα, αφού αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας του Μοριά, φρόντισε να ανακαταλάβει εδάφη που είχαν χαθεί στην Πελοπόννησο και στη συνέχεια πραγματοποίησε μια δυναμική εκστρατεία στο (λατινοκρατούμενο) Δουκάτο των Αθηνών και κατέκτησε με κεραυνοβόλες κινήσεις την Αθήνα και τη Θήβα. Ωστόσο, οι καιροί δεν επέτρεπαν σε έναν δυναμικό Ελληνα να “κάνει τη διαφορά”, και σύντομα παρενέβη η μεγάλη δύναμη πλέον των Βαλκανίων, οι Οθωμανοί, που εξεδίωξαν τους Βυζαντινούς από τα εδάφη του Δουκάτου. Οι Οθωμανοί δεν θα επέτρεπαν σε κανέναν να αφυπνίσει τους Ελληνες.
Το 1449 ο αυτοκράτορας και αδελφός του Ιωάννης Παλαιολόγος πέθανε και ο Κωνσταντίνος έριζε για τη διαδοχή με τον αδελφό του Δημήτριο. Το ρόλο του επιδιαιτητή ανέλαβε ο Μουράντ, που αποφάνθηκε υπέρ του Κωνσταντίνου. Τόση ήταν πλέον η αδυναμία των Βυζαντινών, που ήταν ουσιαστικά υποτελείς του σουλτάνου και ζητούσαν τη διαιτησία του για ζητήματα διαδοχής.
Ο Κωνσταντίνος κατάλαβε γρήγορα ότι οι φιλικές διαθέσεις των Οθωμανών εξαντλούνταν και ότι σύντομα θα έπρεπε να υπερασπιστεί το τελευταίο προπύργιο του Ελληνισμού ενάντια στις διαθέσεις των Οθωμανών.
Καθώς δεν υπήρχαν δυνάμεις ικανές να αντιπαλέψουν τον πανίσχυρο οθωμανικό επεκτατισμό στα Βαλκάνια, ο αυτοκράτορας ακολούθησε το δρόμο των προκατόχων του και μετέβη στη Δύση, όπου του τέθηκε το ίδιο δίλημμα με αυτό που είχε τεθεί και σε εκείνους: “Για να λάβετε βοήθεια, πρέπει να δεχτείτε την ένωση των δύο εκκλησιών, κάτω από την πρωτοκαθεδρία του Πάπα της Ρώμης”.
Ο Κωνσταντίνος, του οποίου πρώτιστο μέλημα ήταν να σώσει την αυτοκρατορία, συμφώνησε. Αλλά ήταν πλέον αργά και ο λαός της Κωνσταντινούπολης, υπό την υποκίνηση και λόγιων όπως ο Γ. Γεννάδιος, δεν ήθελε την Ενωση με τους Λατίνους. Άλλωστε, όση καλή διάθεση κι αν υπήρχε, όση κι αν ήταν η απόγνωση, οι πληγές που είχε ανοίξει το 1204 ήταν ακόμη ανοιχτές. Κι ακόμη κι αν όλα είχαν πάει κατ’ ευχήν για τον Κωνσταντίνο, η Εσπερία λίγη διάθεση είχε για να βοηθήσει τους αποκαμωμένους Ελληνες.
Ο Κωνσταντίνος, αφού αρνήθηκε την πρόταση του Μωάμεθ να του παραδώσει την Κωνσταντινούπολη, αντιμετώπισε τη μεγάλη πρόκληση χωρίς συμμάχους, μόνο με ελάχιστους Ελληνες υπηκόους του και λίγους ξένους, εθελοντές ή μισθοφόρους. Επεσε ηρωικά μαχόμενος μεταξύ των στρατιωτών του, αλλά ο θρύλος τον θέλει να περιμένει την ώρα που θα σηκωθεί για να οδηγήσει τους Ελληνες ξανά στη δόξα:
“Ηρθε άγγελος Κυρίου και τον άρπαξε και τον πήγε σε μια σπηλιά βαθιά στη γη κάτω, κοντά στην Χρυσόπορτα. Εκεί μένει μαρμαρωμένος ο βασιλιάς και καρτερεί την ώρα να ’ρθει πάλι ο άγγελος να τον σηκώσει… Οταν είναι θέλημα Θεού, θα κατέβει ο άγγελος στη σπηλιά και θα τον ξεμαρμαρώσει και θα του δώσει στο χέρι πάλι το σπαθί που είχε στη μάχη. Και θα σηκωθεί πάλε ο Βασιλιάς και θα μπει στην Πόλη από τη Χρυσόπορτα και κυνηγώντας με τα φουσάτα του τους Τούρκους, θα τους διώξει ως την Κόκκινη Μηλιά και θα γίνει μεγάλος σκοτωμός, που θα κολυμπήσει το μουσκάρι στο αίμα.”
Η, όπως λέει ο Γεώργιος Βιζυηνός στο ποίημά του “ο Τελευταίος Παλαιολόγος”…
(…) “Τότε θε νάρθει ο άγγελος κι αγγελικαί δυνάμεις, να μβούνε να ξυπνήσουμε, να πουν στο Βασιλέα
πως ήλθεν πια η ώρα!
Κι ο Βασιλέυς θα σηκωθεί τη σπάθα του να δράξει και, στρατηγός σας, θε να μβει στο πρώτο του Βασίλειο,
τον Τούρκο χτυπήσει.
Και χτύπα χτύπα θα τον πα μακρά να τον πετάξει
πίσω στην Κόκκινη Μηλιά και πίσ’ από τον ήλιο, που πια να μη γυρίσει!”
Δημοσιεύτηκε στο τ. 2 του περιοδικού Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ