Στο 8ο Διεθνές Συνέδριο Ορθοδόξου Θεολογίας με θέμα: «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας: Η Ορθόδοξη Θεολογία στον 21ο αιώνα» που διεξάγεται από τις 21 του μηνός στη Θεσσαλονίκη και ολοκληρώνεται σήμερα η εισήγηση του Επισκόπου Χριστουπόλεως κ. Μακαρίου είχε θέμα: «Η διακοπή της κοινωνίας με τον Επίσκοπο και τα επί τούτοις ορισθέντα παρά του 15ου Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Αγίας Συνόδου Θεολογική και Κανονική Θεώρηση»
Σύμφωνα λοιπόν με τον κ. Μακάριο κάποιοι κληρικοί, κινούμενοι όχι «χάριτι θεία» αλλά «ανθρωπίνη σπουδή», έσπευσαν να διακόψουν την κοινωνία με τον Επίσκοπό τους. Επιθυμώντας, μάλιστα, να καλύψουν και ιεροκανονικώς την αντικανονική τους αυτή ενέργεια, επικαλέστηκαν τον 15ο Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου κατηγορώντας τους πως τον παρερμηνεύουν.
Ο κ. Μακάριος δίνει την δική του ερμηνεία στον Κανόνα και σημειώνει: “Κατ᾽ αρχάς, ο κληρικός που αποκόπτει την κοινωνία του με τον Πατριάρχη τιμωρείται με την ποινή της καθαιρέσεως, όχι εξ αιτίας αυτής καθεαυτήν της διακοπής του μνημοσύνου, που αποτελεί την τελευταία πράξη ενός τραγικού εκκλησιολογικού δράματος και που εκφράζει την πνευματική ανεπάρκεια του πράττοντος, αλλά για δύο άλλους κυρίαρχους εκκλησιαστικούς και δογματικούς λόγους:
Πρώτον, διότι ο κληρικός δεν εμπιστεύεται τη Σύνοδο της Εκκλησίας, αφού προτρέχει να καταδικάσει τον Πατριάρχη «προ εμφανείας συνοδικής». Το γεγονός αυτό δηλώνει ότι ο ίδιος δεν έχει επίγνωση της καταστάσεώς του και των ορίων του και γι᾽ αυτό αναλαμβάνει την κρίση του Επισκόπου ανενδοίαστα, κάτι όμως που δεν εμπίπτει στις δικές του ιερατικές αρμοδιότητες. Και, δεύτερον, διότι η πράξη του αυτή κλονίζει την ενότητα της Εκκλησίας, αφού οι διακόπτοντες την κοινωνία με τον Επίσκοπο δημιουργούν σχίσμα”.
Μιλάει επίσης για “θράσος και αναίδεια” των κληρικών αυτών, “οι οποίοι, διακόπτοντας την κοινωνία τους με τον Πρώτο, διαπράττουν μία πράξη με τεράστιες εκκλησιολογικές συνέπειες”.
Επιπροσθέτως αναφέρει πως υπάρχουν “πέρα από τον 15ο Κανόνα που σχολιάζουμε, περισσότεροι από 35 άλλοι Ιεροί Κανόνες1 που απαγορεύουν τη διακοπή κοιωνίας με τον Επίσκοπο ή αναφέρονται σε θέματα σχέσεως κληρικού με τον Πρώτο του. Οι Κανόνες αυτοί χρησιμοποιούν αυστηρότατους χαρακτηρισμούς, προκειμένου να εκφράσουν την απέχθεια και αποστροφή τους προς τέτοιες αποσχιστικές τάσεις και ενέργειες”.
Σε άλλο σημείο μάλιστά σημειώνει πως “η κατ᾽ επιλογήν χρήση του κειμένου, σε συνδυασμό με ζηλωτικές τάσεις ή, κατά το Βαλσαμώνα, σε συνάρτηση με «την κατά μεθοδείαν σατανικήν εις την των σχισματικών μανίαν»1, οδηγεί σε αντιποίηση κανονικής αρχής, η οποία, με τη σειρά της, αποτελεί τη βάση για τις μετέπειτα εκκλησιαστικές παρενέργειες.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο συγκεκριμένος Κανόνας τονίζει στο θεόπνευστο κείμενό του τη σημαντικότητα και αναγκαιότητα της Συνοδικής διαγνώμης και αποφάσεως σε τρία σημεία, κάτι το οποίο τελείως παραθεωρούν οι διακόπτοντες το μνημόσυνο” .
Συμπληρώνει δε πως “μόνο ο,τι έχει καθορισθεί και αποκληθεί από Σύνοδο ως αιρετικό μπορεί να αποτελέσει αιτία διακοπής κοινωνίας με τον Επίσκοπο“
Στη συνέχεια ουσιαστικά κατηγορεί ως αιρετικούς όσους αντιδρούν λέγοντας: “με δεδομένη τη ζηλωτική έξαρση κάποιων αδελφών μας που επικαλούνται παραβιάσεις συγκεκριμένων Κανόνων, για παράδειγμα περί συμπροσευχής με αιρετικούς και ετεροδόξους, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι σχίσμα δεν επέρχεται εξ αφορμής των παραβάσεων ή των παρεκκλίσεων από τους Ιερούς Κανόνες, αλλά όταν διακόπτεται η κοινωνία με τον τοπικό Επίσκοπο και την Κανονική Εκκλησία. Αίρεση, επίσης, δεν στοιχειοθετείται όταν δεν εφαρμόζεται μονομερώς κάποιος Ιερός Κανόνας, αλλά όταν επισήμως και πανηγυρικώς απορρίπτονται οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και γενικώς όλη η κανονική διδασκαλία της Εκκλησίας μας”.
Και επιμένει πως ένας Επίσκοπος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αιρετικός ακόμη κι αν υποπέσει σε σφάλματα. “Πέραν όμως της παραβάσεως μεμονομένων Κανόνων που όπως είδαμε δεν συνιστά επιχείρημα ικανό για να χαρακτηριστεί κάποιος Ιεράρχης ως αιρετικός, ακόμη κι αν ένας επίσκοπος στη διδασκαλία του υποπέσει σε δογματικά λάθη, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αιρετικός ή ότι κηρύσσει αίρεση. Δεν πρέπει να ξεχνούμε, ότι υπάρχουν αναρίθμητα παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι, όση αγιότητα και αν διαθέτουν, πολλές φορές κάνουν λάθη δογματικά και εκκλησιαστικά. Αλλά η Εκκλησία μας πάντοτε έδειχνε υπομονή και ανοχή, μέσα στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής οικονομίας, και συγχώρησε, παρέβλεψε, ανέπαυσε και, κυρίως, ποτέ δεν βιάστηκε να κατηγορήσει ή να αναθεματίσει, σε αντίθεση με κάποιους που σπεύδουν να κρίνουν και να επικρίνουν, πιστεύοντας μάλιστα ότι πράττουν κανονικό και θεάρεστο καθήκον. “ τονίζει…
Και με ύφος χιλίων καρδιναλίων συνεχίζει με ειρωνεία: “Διανοήθηκαν άραγε όλοι αυτοί οι δήθεν μεγάλοι θεολόγοι, οι αποτειχισμένοι και αποσχισμένοι, όλοι αυτοί που κατακρίνουν τους κανονικούς Ιεράρχες της Εκκλησίας ως αιρετικούς με βάση τα δικά τους κριτήρια, διανοήθηκαν ποτέ να διαγράψουν τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης και τους άλλους Αγίους μας από το Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, επειδή στη διδασκαλία τους εξακριβωμένα είχαν λάθη και κακοδοξίες και ενίοτε δογματικές πλάνες;”
Προσθέτει μάλιστα ερμηνεύοντας τον όρο αίρεση αλα καρτ πως “αίρεση δεν δημιουργείται μόνο όταν υπάρχει αλλοίωση ή νοθεία του δόγματος, αλλά και όταν ανάγουμε σε δόγμα ζητήματα δευτερεύοντα, τα οποία η Εκκλησία δεν θεωρεί ισάξια του δόγματος.”
Υποστηρίζει ακόμη πως “Αυτός που σώζει την Εκκλησία από τα σχίσματα που δημιουργούν νέα πίστη, νέα θρησκεία, νέα εκκλησία και διαρρηγνύουν το σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αυτός είναι ο άξιος κάθε τιμής και όχι αυτός που διακόπτει το μνημόσυνο και την κοινωνία μετά του αιρετικού Επισκόπου του”.
Και καταλήγει: “Αυτό το οποίο διαπιστώνουμε είναι ότι όχι μόνο δεν προστάτεψαν και δεν προστατεύουν την ενότητα της Εκκλησίας, αλλά, αντίθετα, την διασπούν κυριολεκτικά εν ονόματι των δογμάτων και των Ιερών Κανόνων. Γι᾽ αυτό, εξάλλου, δεν επαναπαύονται στην απλή παύση της μνηνονεύσεως ούτε στην μετά πολλής ταπεινώσεως αναμονή της αποφάσεως της Συνόδου, αλλά κάνουν πανηγυρικές εμφανίσεις, διακηρύττουν με επίσημες ανακοινώσεις την πράξη τους, προγραμματίζουν την ημέρα της διακοπής του μνημοσύνου, σαν να πρόκειται για αναγγελία δημιουργίας κόμματος, διαφημίζουν το σχίσμα τους ως ηρωική πράξη, οργανώνονται σε συνάξεις και συνέδρια, προσπαθώντας να πείσουν για τα λάθη της Εκκλησίας, φατριάζουν εναντίον των Επισκόπων και μετά σπουδής προσπαθούν να προσηλυτίσουν και άλλους, για να τους ακολουθήσουν στον ολισθηρό δρόμο που έχουν πάρει. Με δύο λόγια: κρατούν την Ορθοδοξία και απορρίπτουν την Εκκλησία!!! Αυτός ο συνδυασμός όμως είναι ανύπαρκτος για τα δεδομένα της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.”
Ακολουθεί ολόκληρη η εισήγησή του