Πόσες φορές έχουμε ακούσει τη φράση «η κυριαρχία ανήκει στο λαό»; Όλοι επικαλούνται τον «κυρίαρχο λαό» και την «βούληση του λαού που πρέπει να γίνει σεβαστή» και την «νωπή λαϊκή εντολή» κλπ. Υποτίθεται με τις εκλογές αποτυπώνεται η «βούληση του λαού» και αποδεικνύεται η «κυριαρχία του λαού» ή η «λαϊκή κυριαρχία». Αυτή υποτίθεται είναι η έννοια της δημοκρατίας. Η «λαϊκή ετυμηγορία» που προκύπτει από τις εκλογές αποτελεί την ραχοκοκαλιά κάθε κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η ετυμολογία άλλωστε, της λέξης δημοκρατία, γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο, είναι ότι ο λαός (δήμος) είναι αυτός που έχει την δύναμη (κράτος). Πρόκειται, δηλαδή, για ένα σύστημα κυβέρνησης στο οποίο η κυριαρχία ασκείται, έμμεσα, από τον λαό.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, η Ιταλία είναι μια κοινοβουλευτική δημοκρατία , δηλαδή, ένα κράτος του οποίου η εκπροσώπηση της λαϊκής βούλησης γίνεται μέσω των εκλογών, από τις οποίες σχηματίζεται το εκάστοτε κοινοβούλιο. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται από το Κοινοβούλιο (όργανο έκφρασης της λαϊκής βούλησης) που με τη σειρά του έχει εκλεγεί από τους πολιτικά δραστήριους πολίτες που αποφάσισαν να εκφράσουν τις πολιτικές ιδέες τους μέσω της ψήφου τους. Τελικά ο κόμβος που δημιουργείται δεν είναι ούτε πολιτικός, ούτε τεχνικός, αλλά αυστηρά δεοντολογικός. Τι σημαίνει αυτό; Ότι ο Α (λαός) εκλέγει και εμπιστεύεται για τα θέματα λήψης αποφάσεων που επηρεάζουν το έθνος, τον Β (Κοινοβούλιο), ο οποίος με τη σειρά του εκλέγει τον Γ (Πρόεδρος Δημοκρατίας). Τελικά, είναι σαν ο Γ να έχει εκλεγεί από τον Α και συνεπάγεται ότι ο Γ είναι νόμιμο να παίξει αυτόν τον ρόλο όχι απευθείας από τον A αλλά μέσω του Β.
Για να το κάνουμε πιο πρακτικό, και σε σύγκριση με το ιταλικό παράδειγμα, μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε ότι η κυριαρχία είναι η πηγή της νομιμότητας της εξουσίας των συνταγματικών οργάνων, στην πραγματικότητα κάθε συνταγματικό όργανο είναι τέτοιο και μπορεί να ασκήσει τη λειτουργία του, γιατί βρίσκει τη νομιμότητα και την πρώτη πηγή στο λαό. Επομένως, δεν υπάρχει κανένα όργανο που να είναι ξένο προς τη λαϊκή κυριαρχία. Για το λόγο αυτό τα συνταγματικά όργανα ονομάζονται επίσης κυρίαρχα όργανα.
Με αυτό, ο νομοθέτης θέλησε να δώσει σε όλους τους πολίτες την ευκαιρία να συμμετάσχουν άμεσα ή έμμεσα στις κυβερνητικές αποφάσεις. Αυτή η δυνατότητα άμεσης δημοκρατίας ασκείται από τους πολίτες μέσω του δικαιώματος της ψήφου.
Έτσι, ένας λαός, μορφωμένος ή με άγνοια, όταν ψηφίζει τους εκπροσώπους της πολιτικής του βούλησης (βουλευτές) , αυτοί έχουν ηθικό καθήκον να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των ψηφοφόρων. Είτε αυτά τα συμφέροντα μπορεί να είναι τρελά και να ζητάνε να γίνουν αποικίες στο φεγγάρι, ή να χωριστεί η Ιταλία σε μικρο-κράτη ή να γυρίσει πίσω στην φεουδαρχία, όλα αυτά είναι προβλήματα με τα οποία οι ίδιοι άνθρωποι θα βρεθούν αντιμέτωποι αργότερα, σκεπτόμενοι εάν έπραξαν καλά ή όχι και εάν η επιλογή των εκπροσώπων αυτών ήταν σωστή ή όχι.
Η σημασία της έννοιας «κυρίαρχος λαός» σημαίνει ότι: η πλειοψηφία εκλέγει τους ανθρώπους που παίρνουν τις αποφάσεις,σωστές ή λάθος, αλλά στο τέλος θα είναι ο ίδιος ο λαός που θα κερδίσει ή θα χάσει. Εκτός από προφανείς επιθέσεις στην ακεραιότητα του ιταλικού Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί να λειτουργήσει ως «θεματοφύλακας» των αποφάσεων του λαού, σαν να έχει να κάνει με ένα άτομο ανίκανο να κρίνει και να αποφασίσει σωστά, διότι δουλειά του δεν είναι η εποπτεία των πολιτικών επιλογών που εκφράζονται με την ψήφο των πολιτών. Εάν ο ιταλικός λαός έχει επιλέξει κάποιους πολιτικούς ηγέτες, είναι επειδή τους εμπιστεύεται ανεξάρτητα από τις «συμβουλές» του εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας.
Σε διαφορετική περίπτωση, αν ένας λαός είναι «ανίκανος» να αποφασίσει σωστά, και η κρίση του πρέπει να «εποπτεύεται», τότε, η φράση «κυρίαρχος λαός» μοιάζει με ανέκδοτο. Ο λαός, όχι «κυριαρχία» δεν έχει, αλλά προφανώς, βρίσκεται σε μερική ή πλήρη ανικανότητα, οπότε πρέπει να μπει σε καθεστώς«δικαστικής συμπαράστασης». Ό,τι ισχύει δηλαδή, για άτομα που έχουν από γεννήσεως κάποια διανοητική ή ψυχική υστέρηση ή διαταραχή ή σταδιακά την παρουσιάζουν. Η ψυχική ή διανοητική αυτή διαταραχή έχει ως συνέπεια την ολική ή μερική αδυναμία ενός ατόμου να φροντίζει μόνο του για τις υποθέσεις του. Οπότε, προκειμένου να «προστατευθεί» το αληθινό συμφέρον του «συμπαραστατέου» αναλαμβάνει την φροντίδα των υποθέσεών του ο «δικαστικός συμπαραστάτης». Του οποίου το έργο εποπτεύει με την σειρά του το «εποπτικό συμβούλιο». Και στην περίπτωση των κρατών της Ευρώπης, όλοι ξέρουμε ποιο είναι αυτό.
ΚΟ / λίγο από εδώ