Το πρόβλημα που προκλήθηκε στην Ιταλία είναι η προέκταση ενός βαθύτερου προβλήματος που αντιμετωπίζει σήμερα η ίδια η Ευρώπη, επειδή παραμένει ημιτελής και ανολοκλήρωτη ως οικονομική και κυρίως ως πολιτική ένωση. Το ζήτημα στην ουσία είναι ότι οι μηχανές της ενοποίησης φαίνεται σαν να έχουν σβήσει και να βρίσκεται η Ευρώπη, μεσοπέλαγα, στο έλεος ενός γεωπολιτικού τυφώνα, που ξυπνάει κάθε φορά και μία καταιγίδα αμφισβήτησης σε εθνικό επίπεδο.
Αλλοτε με αφορμή τις οικονομικές αδυναμίες ενός κράτους και άλλοτε εξαιτίας των μεταναστευτικών ρευμάτων.
Αυτό όμως γίνεται φανερό ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί για μακρύ ακόμη χρονικό διάστημα. Ο κίνδυνος της αποσύνθεσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος οξύνεται, η δύναμη των λαϊκιστικών κινημάτων διευρύνεται, τα υπαρξιακά διλήμματα επανέρχονται δριμύτερα. Ισως η Ευρώπη έφθασε με τη σημερινή της μορφή στο όριο. Θα πρέπει να προχωρήσει στην πολιτική της ένωση, καθώς προς το παρόν δεν φαίνεται να μπορεί να σκεφτεί κανείς ένα άλλο σενάριο διεξόδου.
Η υπόθεση της Ιταλίας (και όχι μόνο αυτή) αποδεικνύει ότι είναι αδύνατον πλέον να διατηρείς μια ισχυρή νομισματική ένωση, χωρίς κοινό δημοσιονομικό υπόβαθρο και κυρίως χωρίς ενιαία πολιτική εξουσία. Χωρίς δηλαδή να υπάρχουν τα υπερεθνικά εκλεγμένα όργανα, που θα κυβερνούν την Ευρώπη με βάση τα συλλογικά ευρωπαϊκά συμφέροντα και όχι τις εθνικές προτεραιότητες και τα εθνικά ακροατήρια των ψηφοφόρων. Χωρίς ενιαία πολιτική για την οικονομία, τη γεωπολιτική σου θέση και επιρροή, σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, που γίνεται ακόμη πιο άγρια ανταγωνιστικός και απαιτεί μία στρατηγική επιβίωσης για το μέλλον. Το μείζον στην περίπτωση δεν είναι η Ιταλία, είναι μάλλον η Ευρώπη που δεν βλέπει πέρα από τη μύτη της.
Οι ηγεσίες της, που δεν φαίνεται να διαθέτουν το πολιτικό σθένος να σπάσουν το στενό εθνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται.
Η Ιταλία από μόνη της ασφαλώς και δεν είναι το καλύτερο παράδειγμα οικονομίας ή η καλύτερη περίπτωση συνετής και καθαρής πολιτικής διακυβέρνησης. Τα ίδια, εξάλλου, μπορεί να υποστηρίξει κανείς και για την Ελλάδα. Αλλά, η Ιταλία ανήκει στην ευρωπαϊκή οικογένεια, ούτε λειτουργούσε στο παρελθόν ούτε μπορεί να αναπτυχθεί στο μέλλον έξω από αυτή τη βάση (κυρίως με ένα χρέος πάνω από 2 τρισ. ευρώ).
Οσο καυτά λοιπόν είναι εν προκειμένω τα ελλείμματα της Ιταλίας, άλλο τόσο καυτά είναι από την άλλη και τα πλεονάσματα της Γερμανίας. Οσο μεγάλη ευθύνη βαρύνει το ιταλικό πολιτικό σύστημα για τις συνεχείς δημοσιονομικές του εξαιρέσεις και την κακοδιαχείριση, άλλο τόσο συνυπεύθυνο μπορεί να θεωρηθεί το σύστημα των Βρυξελλών ή το Βερολίνο, που εν πολλοίς εποπτεύουν και διαμορφώνουν τις εξελίξεις και αναμφίβολα φέρουν το βάρος για τη συνέχεια. Το μείζον θέμα δεν είναι πάντως τι έγινε στο παρελθόν, αλλά τι πρέπει να δρομολογηθεί και να συμβεί στο μέλλον…
Η Ευρώπη θα πρέπει να χτίσει τις πολιτικές και τους μηχανισμούς για τη συσπείρωση και την ενίσχυση της Ευρωζώνης, τη συνοχή και την αντίδραση οικονομικής ανάπτυξης. Τις πολιτικές και τους μηχανισμούς που θα αμβλύνουν πρωτίστως τις εσωτερικές αντιθέσεις των κρατών-μελών και θα επιφέρουν ισορροπίες νέες, αποδεκτές από τις ίδιες τις κοινωνίες και τους λαούς της Γηραιάς Ηπείρου.
Τούτη την ώρα, είναι σαφές ότι η ιταλική κρίση, για να το πούμε πολύ χαρακτηριστικά, αναζωπυρώνει το σεισμικό ρήγμα μεταξύ Βορρά και Νότου, δεν διευκολύνει τη συνεννόηση ούτε τη συνεργασία, ή ακόμη περισσότερο την αλληλεγγύη μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Αυτό λοιπόν είναι από μόνο του ένα τεράστιο λάθος για το μέλλον της Ευρώπης, ένα κολοσσιαίο πρόβλημα.
Και, δυστυχώς, δεν διαφαίνεται προς το παρόν καμία αξιόπιστη και ουσιαστική λύση σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα επιβίωσης. Τούτο είναι το σημαντικότερο που κατέδειξε έως τώρα η πολυσυζητημένη ιταλική (ευρωπαϊκή) κρίση.
Πηγή: http://www.kathimerini.gr