Για την τέχνη στην εποχή των Παλαιολόγων

Από τον
Δημήτριο Δ. Τριανταφυλλόπουλο *

Tο Βυζάντιο, το μακροβιότερο κράτος στην ευρωπαϊκή Ιστορία, εξαντλήθηκε και έπεσε ανάμεσα στην κατάκτησή του από τους δυτικούς σταυροφόρους (1204) και την τελική Αλωση από τους Οθωμανούς Τούρκους (1453). Σε αυτούς τους δυόμισι αιώνες, η Δύση θα φτάσει στο απόγειο της μεσαιωνικής γοτθικής τέχνης και στην Αναγέννηση του 15ου αιώνα (ιταλικό Κουατροτσέντο).

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μετά το 1204 κατατεμαχίστηκε σε πολλά αυτόνομα ελληνικά ή φραγκικά-βενετικά κρατίδια, ενώ την ανταγωνίζονται, και άλλα ορθόδοξα βασίλεια (Σλάβοι, Ρώσοι, Βούλγαροι). Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ θα φτάσει το 1400 μέχρι το Λονδίνο, επαιτώντας για το Βυζάντιο που έπνεε τα λοίσθια! Στον διχασμό ανάμεσα σε ανθενωτικούς και φιλολατίνους προστίθενται η Κίνηση του Ησυχασμού (άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς) και ο εμφύλιος πόλεμος. Ο Πατριάρχης κατά περίπτωση αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο, υποκαθιστώντας τον αυτοκράτορα.

Ο πολιτισμός χαρακτηρίζεται από στροφή προς την αρχαιότητα (παλαιολόγεια Αναγέννηση), εσωστρέφεια, συναισθηματικότητα, αλληλεπιδράσεις με τη Δύση, δυναμισμό για υπέρβαση των αντιξοοτήτων, αλλά και απαισιοδοξία για τη μοίρα της αυτοκρατορίας.
Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, η βυζαντινή τέχνη αυτονόητα χάνει την ομοιογένεια και την καθαρότητά της, αναπτύσσονται φυγόκεντρες τάσεις, εμφανίζονται νέες τάσεις και ρεύματα, συχνά αλληλοσυγκρουόμενα ή συνυπάρχοντα. Ενα από τα -φαινομενικά αντιφατικά- γεγονότα είναι η βαθιά επίδρασή της στην τέχνη της Δύσης έως τις αρχές του 16ου αιώνα.

Η αρχιτεκτονική, ξένη προς δογματικές διαφοροποιήσεις, εκφράζει αμεσότερα αρχές κοινές με τη Δύση: ανάπτυξη καθ’ ύψος, πολυχρωμία, γραφικότητα, έμφαση διακοσμητικών στοιχείων εξωτερικού κτιρίων κ.λπ. (πρβλ. παλάτια και Παντάνασσα Μυστρά, Παρηγορήτισσα Αρτας, Βλαχέρνα Ηλείας, Τεκφούρ Σαράι Κων/πολης, εκκλησίες Ρασκίας και Μοράβα Παλαιάς Σερβίας, Ρωσία κ.λπ.). Ο αριθμός των σωζόμενων ναών ή φάσεων αυτής της εποχής είναι μέγας, δείχνοντας ότι, παρά τη βαθμιαία πτώχευση του κράτους, ο ζήλος των χριστιανών δεν σταμάτησε. Τα διασωθέντα φραγκικά ή βενετικά κτίσματα στην Ανατολή φανερώνουν προσέγγιση ντόπιων παραδόσεων.

Η δισδιάστατη ζωγραφική επιτρέπει την κατεξοχήν κατάδυση στον ψυχικό κόσμο της πολυτάραχης εποχής. Τα μεγάλα κέντρα άσκησής της πολλαπλασιάζονται (Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Αθως, Μυστράς, Αρτα, Κρήτη, σλαβικά κράτη, Γεωργία κ.λπ.). Τάσεις μνημειακού ύφους (Σοπότσανη Σερβίας, μετά τα μέσα του 13ου αι.), στιβαρού ρεαλισμού από τον θρυλικό Πανσέληνο (Πρωτάτο Αγ. Ορους, Θεσσαλονίκη, τέλη 13ου αι.) και παρατήρησης του κόσμου με «ελληνιστικό» πρίσμα, που έχει παραλληλιστεί με το ύφος της μουσικής του Μότσαρτ (ψηφιδωτά Μονής της Χώρας στην Κων/πολη, αρχές 14ου αι.) αναπτύσσονται παράλληλα και μπορούν να συνυπάρχουν στο ίδιο μνημείο ή χώρο. Βαθμιαία, το χρώμα γίνεται σκοτεινότερο και εμφανίζονται μυστικισμός και αύξηση των συμβολικών παραστάσεων. Ο κόσμος των τεχνιτών είναι ανοιχτός σε έξωθεν επιδράσεις και υπάρχουν αρκετοί επώνυμοι ζωγράφοι (Αστραπάδες, Ευγενικός, Θεοφάνης ο Ελληνας, Καλλιέργης, Παγωμένος, Πανσέληνος, Φωκάδες κ.ά.), όπως είχε σημειωθεί στη Δύση.

Το θεματολόγιο (εικονογραφία) διευρύνεται με έμφαση στο Πάθος του Χριστού και στο πρόσωπο της Παναγίας, όπως και με συναξάρια αγίων, διηγήσεις απόκρυφων Ευαγγελίων, υμνολογικές συνθέσεις, κοσμικές παραστάσεις, αναδρομή στην αρχαιοελληνική μυθολογία, πορτρέτα δωρητών, κρυπτικές παραστάσεις αντίστασης κατά των κατακτητών κ.λπ. Κάτω από όλη αυτή την ποικιλία των θεμάτων, των τεχνοτροπιών και των ζωηρών -κάποτε κραυγαλέων- χρωμάτων υποβόσκει η «μελαγχολία των Παλαιολόγων», όπως την ένιωσε ο Κόντογλου στον Μυστρά. Το μέλλον της αυτοκρατορίας διαγράφεται δυσοίωνο, όπως βλέπουμε στο εξαίσιο ψηφιδωτό της Δέησης στην Αγία Σοφία, στα τέλη του 13ου αιώνα. Εναν αιώνα πριν (1192), ο παντοκράτορας στην Παναγία του Αρακα στην Κύπρο μελαγχολεί τόσο ανθρώπινα για την τύχη του νησιού κάτω από τους Φράγκους σταυροφόρους!

Το καύχημα της υστερογοτθικής Δύσης, η γλυπτική, δεν χάθηκε ποτέ από τη βυζαντινή παράδοση, παρά έμεινε σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τη ζωγραφική. Στην εφαρμοσμένη μορφή της (αρχιτεκτονική γλυπτική) θα τη δούμε να κάνει τολμηρότερα ανοίγματα προς τη δυτική από τη ζωγραφική (π.χ. γλυπτά Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, Μυστράς), όμως τον τόνο στον βυζαντινό ναό δίνει ο ζωγραφικός διάκοσμος.

Θαυμαστά έργα μάς χάρισε και η μικροτεχνία του Βυζαντίου, όπως στην κεντητική στον Επιτάφιο της Θεσσαλονίκης (Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών) ή ιερατικά άμφια στα σκευοφυλάκια των μεγάλων μονών και των σλαβικών χωρών, βαρύτιμα ιερά σκεύη σε μονές όπως και σε μουσεία της Δύσης (Αγ. Μάρκος Βενετίας, Λούβρο κ.λπ.), κεραμικά υψηλής ποιότητας και άλλα παρόμοια.

Το μεγάλο ζήτημα, τι έδωσε η αυτοκρατορία στη Δύση και τι δανείστηκε, είναι ένα φλέγον, ανοιχτό θέμα. Πόσο παράλληλοι είναι, λ.χ., ο Πανσέληνος με τον Φλωρεντινό Giotto (1276-1337), ο ζωγράφος της Mονής της Χώρας με τον Σιενέζο Duccio (1255/60-1318/19), τι είναι δικό τους και τι δανεισμένο, τι τους ενώνει και τι τους χωρίζει; Πόσο σημαντική υπήρξε για τη Δύση του Υστερου Μεσαίωνα η ακτινοβολία της βυζαντινής εικόνας, των μικρογραφημένων χειρογράφων, των μικροτεχνημάτων; Ερωτήματα που συχνά αναφύονται χωρίς τελειωτική απάντηση από έλλειψη τεκμηρίων. Οι Βυζαντινοί δεν φαίνεται ότι ένιωθαν άβολα να θαυμάσουν ή να μιμηθούν δυτικά έργα, εφόσον αυτά ήταν έξω από εκκλησιαστικές-θεολογικές διαφορές και πλησίαζαν κάπως την ιδιοσυγκρασία τους.
Παρ’ όλα αυτά, ένα στοχαστικό βλέμμα διαπιστώνει το ολοένα διευρυνόμενο χάσμα στην κοσμοαντίληψη των δύο κόσμων: Ο ανατολικός θα μείνει πιστός στην πνευματική παράδοση της Ορθοδοξίας, συλλαμβάνοντας και ερμηνεύοντας θεανθρωποκεντρικά, ενώ ο δυτικός βαθμιαία εκκοσμικεύεται, δηλαδή εξηγεί ανθρωποκεντρικά, λογοκρατικά.

Η μεγάλη Αλωση έκλεισε έναν κόσμο και άνοιξε έναν καινούργιο, τον ακόμη οδυνηρότερο της Τουρκοκρατίας, που διαφύλαξε ζηλότυπα τα ζώπυρα των Παλαιολόγων και του πολιτισμού τους απέναντι σε μια Δύση που έβαινε γρήγορα προς ένα κοσμικό κοσμοείδωλο.

*τ. καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου

Πηγή: http://www.dimokratianews.gr