Πόσο ουδέτερη ήταν, κοινωνικά και ηθικά, η χρήση χημικών όπλων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η χρήση πυρηνικών όπλων στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι; Πόσο ουδέτεροι ήταν οι θάλαμοι αερίων, πόσο ουδέτερα τα πειράματα ευγονικής του Μένγκελε; Πόσο ουδέτερη είναι η χρήση της γενετικής μηχανικής ή η παραγωγή και χρήση μεταλλαγμένων τροφίμων, και μάλιστα συχνά δίχως την απαραίτητη σήμανση και την ενημέρωση του καταναλωτή;
Πόσο ουδέτερη είναι η κλωνοποίηση του ανθρώπου, πόσο ουδέτερη θα είναι, στο άμεσο μέλλον, η δημιουργία υβριδικών και χιμαιρικών οντοτήτων, όπως τα Cyborgs, και πόσο ουδέτερα είναι τα επιστημονικά πειράματα σε ανθρώπους και ζώα; Σειρά ερωτημάτων που θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ ακόμη.
Πόσο ουδέτερη μπορεί λοιπόν να είναι, από κοινωνική και ηθική άποψη, η επιστήμη και η τεχνολογία στη σύγχρονή μας εποχή; Το ερώτημα αυτό, ιδιαίτερα σημαντικό για την εξέλιξη της τεχνοεπιστήμης και την κοινωνική της διάσταση και αποδοχή, ήταν βέβαια πάντοτε επίκαιρο, σε όλες τις περιόδους της επιστημονικής και της τεχνολογικής ανάπτυξης.
Σήμερα, ωστόσο, αποκτά μια βαθύτερη διάσταση, επειδή δεν μπορεί πλέον να απαντηθεί αποκομμένο από το επικυρίαρχο κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό σύστημα, που έχει την επιστημονική γνώση και την τεχνική καταστατικά ενταγμένες σε ένα υπερσύστημα μιας καπιταλιστικά παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας, που συνολικά πλέον ομνύει στην ανθρώπινη εκμετάλλευση και τον Μαμωνά (βλ. και «Εφ.Συν.», 14/2/2018).
Δεν αρκεί επομένως να απαντήσουμε ότι η ουδετερότητα της τεχνοεπιστήμης εξαρτάται από τη χρήση της και δεν αρκεί να δώσουμε την κοινότοπη απάντηση ότι όπως με ένα μαχαίρι μπορείς να καθαρίσεις ένα μήλο, μπορείς να σκοτώσεις και έναν άνθρωπο.
Δεν αρκεί λοιπόν η απλή αυτή απάντηση, γιατί η παραγωγή των «μαχαιριών» είναι τώρα ενταγμένη σε ένα πλανητικά επικυρίαρχο πολιτικο-οικονομικό σύστημα, που δεν καθορίζεται πλέον από μια ουδέτερης φύσης χρηστική, πρακτική ανάγκη, αλλά πολύ περισσότερο από παγκόσμια διαρθρωμένα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά συμφέροντα, καθώς επίσης και από εξειδικευμένες μεθόδους και πρακτικές μιας πολύ υψηλής τεχνολογίας, που καθοριστικά εκπορεύεται από την πολεμική βιομηχανία.
Το επικυρίαρχο αυτό σύστημα αποσκοπεί στην όλο και πιο αποτελεσματική χρήση της τεχνοεπιστήμης για την καταδυνάστευση και εκμετάλλευση ανθρώπου και φύσης, και όχι, δυστυχώς, για την κοινωνική ευημερία, η οποία εμφανίζεται –όσο παράλογο και παράδοξο κι αν αυτό ακούγεται– ως ένα αποδεκτό και ευπρόσδεκτο, όσο και καταναλωτικά θεωρούμενο παραπροϊόν. Εδώ μιλάμε δηλαδή γι’ αυτό που ο Φουκό αποκαλεί «βιοπολιτική» και «βιοεξουσία» (Μισέλ Φουκό, «Ιστορία της σεξουαλικότητας. 1: η δίψα της γνώσης», μτφρ. Γκλόρυ Ροζάκη, επιμ. της μετάφρασης Γιάννης Κρητικός, εκδ. Ράππα, Αθήνα 1978, σσ. 170-178), που με τα συχνά απρόσωπα χαρακτηριστικά της αλλά και με την ανάπτυξη της γενετικής μηχανικής και της ιατρικής τεχνολογίας, της ρομποτικής και ιδιαίτερα των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας προσλαμβάνει σήμερα ένα ιδιαίτερο επιστημολογικό όσο και βιοηθικό ενδιαφέρον.
Βέβαια, η σημασία της επιστήμης και της τεχνολογίας για τις πολεμικές επιχειρήσεις είναι ήδη δεδομένη από την εποχή της αρχαιότητας, γίνεται όμως πιο σημαντική με τον Μεσαίωνα, την Αναγέννηση και την είσοδο στους Νέους Χρόνους. Ωστόσο η σημασία αυτή ήταν μικρής κλίμακας, χωρίς ακόμη να μπορεί να γίνει καθοριστική, παρουσιάζοντας (όπως πλέον στις μέρες μας) τα παθολογικά χαρακτηριστικά μιας σύμπραξης της τεχνοεπιστήμης με την παγκοσμιοποιημένη οικονομία της ελεύθερης αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Ιδιαίτερα στις μέρες μας δεν είναι πλέον μυστικό ότι η ραγδαία ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας, ολόκληρου του διαδικτύου, είναι στενά συνδεδεμένη με τις στρατιωτικές τεχνολογίες και τις ανάγκες της πολεμικής βιομηχανίας. Υπό αυτό το πρίσμα, και με δεδομένο το πλαίσιο του άκρατου laissez-faire καπιταλισμού της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας –που με απληστία και βαρβαρότητα καταστρέφει τον πλανήτη και καθιστά τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους– θα πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι οι δυνάμεις της καταπίεσης, της επιτήρησης και του ελέγχου, της εκμετάλλευσης και του θανάτου είναι πλέον εγγενή, καταστατικά στοιχεία της τεχνοεπιστήμης και της ώθησης για την ανάπτυξή της, έτσι τουλάχιστον όπως η νεοφιλελεύθερη αφροσύνη και απληστία έχει φαντασιωθεί την «πρόοδο» και την ευημερία της.
Σε αυτό το πλαίσιο της πρωτοκαθεδρίας των στρατιωτικών τεχνολογιών και του τεχνοκρατικού και τεχνοκρατούμενου νεοφιλελευθερισμού, μία από τις σημαντικότερες εργαλειακές/λειτουργικές, αλλά και επιστημικές, «αξίες» ενός συμβατικού ή μη συμβατικού όπλου είναι αυτή της μέγιστης δυνατής θανάτωσης ανθρώπων (θα χρησιμοποιούσα τον όρο «φονικότητα», στα αγγλικά lethality, deadliness).
Τα περί της ουδετερότητας της τεχνοεπιστήμης και οι σχετικές εδώ θέσεις μου θα μπορούσαν να αποτελέσουν και μέρος ενός ευρύτερα στοιχειοθετημένου υποστηρικτικού λόγου για τη διδακτική και ερευνητική αναγκαιότητα της φιλοσοφίας της τεχνοεπιστήμης στις φιλοσοφικές σχολές όσο, με κατάλληλη προσαρμογή, και στις φυσικομαθηματικές, τις πολυτεχνικές και τις παιδαγωγικές σχολές, και τις σχολές κοινωνικών επιστημών.
* καθηγητής Φιλοσοφίας της Τεχνοεπιστήμης στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του ΠΤΔΕ του ΑΠΘ
Πηγή: https://www.efsyn.gr