Τις περισσότερες φορές τα πράγματα δεν είναι απλά∙ δεν είναι μαύρο – άσπρο. Το σίγουρο, πολλά δεν είναι αυτονόητα στην ευρωπαϊκή εμπειρία. Τουλάχιστον, αυτό φάνηκε στη συνέντευξη του πρωθυπουργού την Τετάρτη το βράδυ στην ΕΡΤ.
Στο Εurogroup του Ιουνίου, με σύμφωνη τη Γερμανία, θα εκφραστεί η άποψη ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί πρόσθετη (προληπτική) πιστωτική γραμμή στήριξης. Πρόκειται για θετική εξέλιξη∙ ανακτάται σημαντικό μέρος της εθνικής κυριαρχίας. Αυτό δίνει την αίσθηση στο εσωτερικό, ίσως το πολιτικό σήμα, ότι η χώρα θα επιστρέψει μετά τον Αύγουστο στις αγορές, ότι θα είναι κανονικό μέλος της ευρωζώνης και ότι η κυβέρνηση θα έχει την ευχέρεια να εφαρμόσει πολιτικές της επιλογής της; Από τη συνέντευξη, δεν προέκυψε κάτι τέτοιο, ούτε καν τέτοια πρόθεση. Και αυτό δείχνει προσγειωμένο πρωθυπουργό∙ επίσης καλό.
Σίγουρα, η υπόθεση του χρέους είναι η σημαντικότερη παράμετρος της ελληνικής περιπέτειας. Από τούτη τη στήλη, στο παρελθόν, είχε επισημανθεί ότι η υπερχρέωση με κύκλο λιτότητας/ύφεσης εμποδίζει τις επενδύσεις, υπονομεύοντας τη δυνητική μελλοντική ανάπτυξη. Παρά την κοινή παραδοχή ότι «όλοι θα ωφεληθούν από μέτρα ελάφρυνσης του χρέους» (δηλώσεις του επιτρόπου Νομισματικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί), ουδείς στο Eurogroup δεσμεύεται στην Ευρώπη προσώρας. Θα υπάρξουν ρήτρες προϋποθέσεων και δυνατότητα αναστολής των ευεργετικών εφαρμογών της ελάφρυνσης για την οικονομία στην περίπτωση που θα υπάρχει εκτροπή από συμφωνημένους στόχους. Η ομπρέλα του πιο πιθανού εργαλείου θα ονομάζεται «ενισχυμένη εποπτεία».
Ανεξάρτητα από το αν θα συμμετάσχει με οικονομική στήριξη ή μόνο με επίβλεψη, το ΔΝΤ θα κρατήσει ρόλο «τεχνικού συμβούλου» στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας. Κατά τα λεγόμενα της Κριστίν Λαγκάρντ «το ΔΝΤ ασφαλώς μπορεί να εμπλακεί και θα εμπλακεί με διάφορους τρόπους, με διάφορα εργαλεία στην υπόθεση της Ελλάδας…» Θα είναι θετικό, αν η θέση του ΔΝΤ για την ελάφρυνση του χρέους θα βαρύνει υπέρ της Ελλάδας.
Επομένως, η κρίσιμη ύλη έχει να κάνει με το σκέλος «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Οι ελληνικές κυβερνήσεις, θέλοντας να απεμπολήσουν τις ευθύνες της υπερχρέωσης της χώρας, απεικόνισαν τις μεταρρυθμίσεις όχι ως αναγκαίες, αλλά ως εντολή των Βρυξελλών μέσω των γραφειοκρατών και τεχνικών κλιμακίων. Αυτή η πεποίθηση υπάρχει ακόμα στα μυαλά πολλών κυβερνητικών (αλλά και στα μυαλά πολλών Ευρωπαίων ακροδεξιών, αντισυστημικών, λαϊκιστών και εθνικιστών).
Ισως, όχι άδικα, αν κάποιος σκεφτεί τις ιδιοτέλειες της «διάσωσης» και διάφορες άλλες παραδοχές, όπως αυτή του πρώην επικεφαλής οικονομολόγου της Παγκόσμιας Τράπεζας Καουσίκ Μπασού (καθηγητή Οικονομικής στο Πανεπιστήμιο Cornell): «Το “κάντε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις” είναι η ασφαλέστερη συμβουλή. Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς σημαίνει. Αλλά εάν το ΑΕΠ αυξηθεί: “Σας το είπαμε”. Εάν συρρικνωθεί: “Δεν κάνατε τις μεταρρυθμίσεις που σας είπαμε”».
Αλλά αυτή τη φορά φαίνεται κάτι διαφορετικό. Είδαμε έναν πρωθυπουργό να σκέφτεται πάνω σε κοινούς κανόνες του σύνθετου ευρωπαϊκού παιχνιδιού. Δεν θέλει σύγκρουση ή παρανόηση με τις Βρυξέλλες ακόμα και για την εφαρμογή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας. Ως προς τούτο, χαρίζει τις κραυγές και τις προσπάθειες αποσταθεροποίησης της χώρας στην αντιπολίτευση που ακόμα κινείται στη συνταγή ότι αυτή καθαυτήν η συμμετοχή στην ευρωζώνη θα έλυνε μαγικά τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας εφόσον η χώρα θα επωφελούνταν εσαεί από τα χαμηλά επιτόκια.
Ακριβώς το «να κυβερνάς χωρίς να κάνεις τίποτα» ήταν η λογική που επέτρεψε στα ευρωπαϊκά τεχνικά όργανα να παριστάνουν τους ειδικούς –καλύτερα, τους μάγους– στις ελληνικές κυβερνήσεις: να υποδεικνύουν, να απαγορεύουν, να συγχαίρουν και να προστατεύουν, δηλαδή, να επιβάλλουν έναν μονοδιάστατο «τεχνοκρατικό πατερναλισμό» –κατά την έκφραση του οικονομολόγου Ζαν Πισανί-Φερί– τόσο περίπλοκο, πέραν κάθε δημοκρατικής νομιμοποίησης, ώστε μόνον οι νομάδες των τεχνικών κλιμακίων να ξέρουν τι επιτρέπεται, τι είναι ανεκτό ή τι απαγορεύεται, σ’ ένα άκαμπτο σύστημα παρακολούθησης εθνικών λογαριασμών και προϋπολογισμών.
Από την άλλη, σήμερα μόνον στην Ευρώπη μπορούν να δρομολογηθούν θετικές εξελίξεις, παρά τις αδυναμίες και τις αγκυλώσεις. Υπό το ειδικό βάρος των προβλημάτων της Ιταλίας, διαφαίνονται τάσεις: λιγότερο μιας ένωσης που θα συνδυάζει συλλογική πειθαρχία, αλληλεγγύη και αμοιβαιοποίηση των χρεών, και περισσότερο αυτή της εθνικής ευθύνης, η λογική της οποίας οδηγεί, σε ακραίες περιπτώσεις, σε ενδεχόμενα κρατικών πτωχεύσεων.
Το αν η Ευρώπη θα επιτρέψει στις κυβερνήσεις να ασκήσουν πολιτικές της επιλογής τους θα είναι ένα στοίχημα υπέρ της Ευρώπης. Θα είναι μια αρχή κοινών στόχων αλλά και αναγνώρισης διαρθρωτικών διαφορών. Το ίδιο ισχύει για τις κυβερνήσεις.
Θα μπορούν να πείσουν τις αγορές και τους δανειστές τους για την ορθότητα των επιλογών τους; Στην Ελλάδα πρέπει να αλλάξουμε πολλά ώστε να πετύχουμε αναδιάταξη της οικονομίας μέσα στην Ευρώπη. Και, μόνο του, είναι ένα καλό στοίχημα για την Αριστερά.
Δυνατότητες υπάρχουν, όπως και πλεονεκτήματα. Υπάρχουν όμως και στρεβλώσεις που θρέφουν τους τεχνοκρατικούς πατερναλισμούς. Η πρόκληση έγκειται στο ξεκλείδωμα εκείνων των μεταρρυθμίσεων, που θα επιτρέψουν να συμβούν τα καλά πράγματα.
Πηγή: https://www.efsyn.gr