Του Δημήτρη Καραμάνη – Το δόγμα του εθνικιστή πρώην πρωθυπουργού της ΠΓΔΜ Γκρούεφσκι δεν είναι άγνωστο στα μέρη μας. Για την ακρίβεια, είναι ταυτόσημο με την πολιτική της Ν.Δ. την τελευταία δεκαετία

Του Δημήτρη Καραμάνη

 

Η ιστορία των Βαλκανίων είναι γεμάτη με τις καταστροφές που προκάλεσαν οι επιμέρους εθνικισμοί. Σε μια τόσο στριμωγμένη γωνιά της Ευρώπης, έχουν χωρέσει θρησκευτικές διενέξεις, εθνοτικές διαμάχες, εμφύλιοι, εξωτερικές επεμβάσεις, διχασμοί που δύσκολα συναντάμε αλλού με τέτοια συχνότητα, ένταση και πολυπλοκότητα.

Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο εν πολλοίς σίγασε τα εθνικιστικά πάθη και, σε αρκετές περιπτώσεις, τα κατέστειλε. Η πολιτειακή και οικονομική κατάρρευση των αρχών του ’90 έφερε την άνοδο των εθνικισμών. Εκεί που κάποτε υπήρχε ένα ενιαίο ομοσπονδιακό κράτος, σήμερα υπάρχουν επτά.

Η ΠΓΔΜ αποτέλεσε, μαζί με τη Σλοβενία, μια σπάνια περίπτωση αναίμακτης απόσχισης. Παρότι το εσωτερικό της απέχει από το να χαρακτηριστεί ενιαίο εθνοτικά. Η λύση που πρόκρινε η νέα ηγεσία της χώρας ήταν η υιοθέτηση μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας. Μακεδονία. Μια λύση η οποία συνέβαλε τότε στην επιβίωση του νεοπαγούς κράτους και στην άμυνα απέναντι σε πιθανές αλβανικές ή βουλγαρικές εδαφικές βλέψεις, όμως είχε δύο σοβαρά προβλήματα. Το ένα ήταν η προφανής ιστορική της ανακρίβεια, να οικειοποιηθεί εν συνόλω έναν γεωγραφικό χώρο στον οποίο διαθέτει σχεδόν το ένα τρίτο. Το δεύτερο ότι η διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας δεν συμβαδίζει αυτόματα με την κοινωνική ευημερία. Και ειδικότερα όταν αυτή η εθνική ταυτότητα αντικειμενικά καταλήγει να ετεροκαθορίζεται, τότε η οχύρωση πίσω από αυτή έχει συγκεκριμένα, όχι μόνο πολιτικά αλλά και χρονικά όρια.

Είναι ιστορικά ακριβές να ισχυριστεί κάποιος πως η καλύτερη στιγμή για την επίλυση του ονοματολογικού της ΠΓΔΜ δεν ήταν άλλη από τη στιγμή της έναρξης του προβλήματος. Η Ελλάδα έχασε μια ιστορική ευκαιρία να αποκτήσει έναν σταθερό σύμμαχο και φίλη χώρα. Μια χώρα που είχε ανάγκη οικονομικής και πολιτικής στήριξης στο ξεκίνημά της. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ίσως διέβλεψε αυτή τη δυνατότητα. Όμως ο πολιτικός κυνισμός του Σαμαρά όχι μόνο στέρησε τη λύση, όχι μόνο ανέστησε τον ελληνικό εθνικισμό που από τα χρόνια της χούντας είχε να εμφανιστεί στο προσκήνιο, αλλά πρόσθεσε ακόμη έναν αντίπαλο στην εξωτερική πολιτική της χώρας.

Η εικοσιπενταετής πορεία της ΠΓΔΜ δεν συμβαδίζει με το τέρας που κάποιοι πρόκριναν ότι γεννιέται. Το τέρας που οι εδώ πατριδοκάπηλοι θεωρούσαν πως θα απαιτήσει ελληνικά εδάφη και οι εκεί εθνικιστές βαυκαλίζονταν ότι θα κατακτήσει ελληνικά, βουλγαρικά, αλβανικά εδάφη. Τίποτα από αυτά δεν συνέβη, ούτε κατά διάνοια.

Αυτό που συνέβη δικαίωσε τελικά όσους από την αρχή της διένεξης υποστήριζαν την άμεση και δίκαιη επίλυσή της. Η ΠΓΔΜ πορεύτηκε έχοντας απέναντί της την Ελλάδα, προσπαθώντας αποτυχημένα να μπει στο δυτικό στρατόπεδο, είτε γεωπολιτικά είτε οικονομικά. Η πρώτη περίοδος της ζωής της βρήκε μοναδικό σημείο ουσιαστικής ανάκαμψης την περίοδο της ενδιάμεσης συμφωνίας με την Ελλάδα το 1995. Η περίοδος αυτή άφησε το αποτύπωμά της στον χρόνο μέχρι το 2006. Τότε ξεκίνησε η εποχή Γκρούεφσκι. Η θητεία Γκρούεφσκι χαρακτηρίζεται από δύο μεγάλες αποφάσεις με άμεση επίπτωση στην οικονομία. Η πρώτη ήταν η οχύρωση της εθνικής ταυτότητας. Ένας ανιστόρητος, κωμικός σε πολλές περιπτώσεις και άγαρμπος εθνικισμός σήμανε το ουσιαστικό πάγωμα οποιασδήποτε προοπτικής λύσης με την Ελλάδα και άρα κάθε πιθανής ευρωπαϊκής προοπτικής. Ο Γκρούεφσκι προσπάθησε να ισορροπήσει τις οικονομικές συνέπειες αυτής της απόφασης με τη θέσπιση του χαμηλότερου συντελεστή για τις επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή ήπειρο: 10%. Σας θυμίζει κάτι αυτό το μέτρο;

Το δόγμα του εθνικιστή πρώην πρωθυπουργού της ΠΓΔΜ δεν είναι άγνωστο στα μέρη μας. Για την ακρίβεια, είναι ταυτόσημο με την πολιτική της Ν.Δ. την τελευταία δεκαετία. Αν κάποιος δει την παράλληλη πορεία της κυβέρνησης Γρουέφσκι με την εποχή Σαμαρά, θα δει μια εξόχως αποκαλυπτική ομοιότητα. Την ώρα που ο ένας σήκωνε αγάλματα του Μεγαλέξανδρου, η ανεργία στη χώρα του είχε αγγίξει το 35%. Ενώ την ώρα που ο άλλος ανακάλυπτε τον υποτιθέμενο τάφο του μεγάλου στρατηλάτη στην Αμφίπολη, η ανεργία στη χώρα του έφτανε το 27%. Κατά διαβολική σύμπτωση, αυτοί οι δύο πολιτικοί άνδρες, που προσωποποιούν στις δύο πλευρές των συνόρων την όξυνση της διένεξης για το ονοματολογικό, είχαν προφανώς απεριόριστο θαυμασμό για το Μεγαλέξανδρο αλλά και απεριόριστη περιφρόνηση προς το εργατικό δυναμικό των χωρών τους.

Ο Γκρούεφσκι κατέβασε τους φορολογικούς συντελεστές στο 10%. Το μόνο όμως που κατάφερε στη δεκαετή θητεία του ήταν πέντε χρόνια ύφεση και πέντε χρόνια ανάπτυξη, με το ΑΕΠ να φθάνει ως ανώτατη τιμή κοντά στα 11 δισ. και τον κατώτατο μισθό για επτά χρόνια κολλημένο κάτω από τα 190 ευρώ. Η επένδυση στον εθνικισμό, συνοδευόμενη από ένα άγριο νεοφιλελεύθερο πείραμα ήταν λογικό να βρει τα όριά της στην πραγματικότητα. Στις ανάγκες του λαού της ΠΓΔΜ.

Το πείραμα Γκρούεφσκι είναι ενδεικτικό των προθέσεων της Ν.Δ., αλλά και των πεπραγμένων της. Η πατριδοκαπηλία με αφορμή το “Μακεδονικό”, δεν μπορεί να κρύψει το οικονομικό της πρόγραμμα. Η αλήθεια είναι ότι ο μηχανισμός προπαγάνδας τον οποίο έχει στήσει η αξιωματική αντιπολίτευση προσπαθεί να πείσει ότι το συγκεκριμένο οικονομικό σχέδιο είναι σύγχρονο, καινοτόμο, φιλικό προς τις επενδύσεις και τους εργαζόμενους, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα αντικοινωνικό πείραμα που εφαρμόστηκε με απόλυτη ευλάβεια στην κοντινότερη βόρεια γείτονά μας. Αυτή που ξορκίζουμε για δεκαετίες γιατί μας απειλεί.

Η ΠΓΔΜ και η Ελλάδα το 2018 βρέθηκαν σε μια ευτυχή συγκυρία. Να διαθέτουν ηγεσίες που διαθέτουν μνήμη και πολιτικό θάρρος. Και από κοινού κατέληξαν σε μια συμφωνία για την επίλυση μιας χρόνιας διένεξης, η οποία κόστισε πολλά και στις δύο πλευρές. Η συμφωνία αυτή, θα ήταν αδύνατο να είναι ισορροπημένη. Είναι προφανές ότι η Ελλάδα, παρά τις κραυγές, πήρε τη μερίδα του λέοντος. Και ίσως η βαθύτερη αιτία για το γεγονός αυτό είναι ότι αυτή η χώρα ξεμπέρδεψε σχετικά γρήγορα με τον Σαμαρά της. Σε αντίθεση με τους άτυχους γείτονες, που είχαν στην κυβέρνηση τον σωσία του για μια δεκαετία.

Πηγή: http://www.avgi.gr/