ΑΝ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ των εθνικών πραγµάτων δεν οδηγήσει σήµερα σε µια αλλαγή συµπεριφοράς των ελληνικών πολιτικών δυνάµεων, τότε πότε θα συµβεί αυτό; ∆εν είναι µόνο τα οικονοµικά που βασανίζουν ανελέητα τη χώρα.

Τώρα εξελίσσονται άσχηµα και επικίνδυνα τα ζητήµατα εθνικής ασφάλειας, µε αιχµή τις κινήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, αλλά και γενικότερα στο διεθνές περιβάλλον της Ελλάδας.
Πόσο χειρότερα, λοιπόν, θα πρέπει να γίνουν τα πράγµατα, για να κινητοποιηθούν κυβέρνηση και αντιπολίτευση, ώστε να σχηµατιστεί ένα ισχυρό πολιτικό µέτωπο, τουλάχιστον για την καλύτερη δυνατή αντιµετώπιση των εξωτερικών υποθέσεων και της πολιτικής εθνικής ασφάλειας της χώρας;
Πλεόνασµα χρόνου δεν υφίσταται. ∆εν χρειάζονται εδώ σκέψεις για κυβέρνηση συνεργασίας, για οικουµενική κ.λπ. Χρειάζονται συσκέψεις των ηγεσιών µε όλα τα διπλωµατικά και στρατιωτικά στοιχεία της παρούσας κατάστασης στο τραπέζι, για τη χάραξη µιας κοινής, εθνικής γραµµής πριν απ’ όλα απέναντι σε µια Τουρκία που φαίνεται έτοιµη «να ανοίξει την πόρτα του φρενοκοµείου» (για να θυµηθούµε τα λόγια του Γεωργίου Παπανδρέου, το 1964).
Οι στρατιωτικές προκλήσεις της Τουρκίας αγγίζουν το «κόκκινο». Η κατάσταση διαφέρει σήµερα σε σχέση µε περιόδους ελληνοτουρκικών εντάσεων του παρελθόντος:
Στην, τύποις πλέον δηµοκρατική, Τουρκία κυβερνά ένας αυταρχικός ισλαµιστής, που υπολογίζει στο εσωτερικό της χώρας του σε σκληρούς νεο-οθωµανούς εθνικιστές και εκδηλώνει διαθέσεις έως και για την ανάληψη ρόλου χαλίφη, θρησκευτικού ηγέτη των απανταχού σουνιτών µουσουλµάνων. Και µέσα στην τουρκική Εθνοσυνέλευση, ο πρωθυπουργός, κ. Γιλντιµίρ, στενός φίλος του Ερντογάν, σχηµατίζει µε το χέρι του το σήµα των Γκρίζων Λύκων, απευθύνοντάς τους αγωνιστικό χαιρετισµό.
Η πολιτική του ισλαµιστή Ερντογάν έχει κατά πολύ ξεπεράσει τον εθνικισµό των κεµαλιστών, που ασκούσαν επιθετικές πολιτικές εναντίον των Ελλήνων µεταπολεµικά, από τη δεκαετία του ’50 και πέρα. Εναν τέτοιο αντίπαλο έχει σήµερα, λοιπόν, η Ελλάδα. Και µπορεί βεβαίως να χρειάζεται επίδειξη «ψυχραιµίας και σύνεσης» από την ελληνική πλευρά, αλλά, δεδοµένου ότι η χώρα µας είναι µέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΝΑΤΟ, δεν µπορεί η Αθήνα να περιµένει το «χειρότερο», προκειµένου να κινηθεί πέρα από τις δύο παραπάνω αρετές.
Σήµερα, υποστηρίζεται και από διπλωµάτες µε πείρα και από στρατιωτικούς παράγοντες ότι η Αθήνα πρέπει να σχεδιάσει το ταχύτερο µια «εθνική γραµµή» µε την ευρύτερη δυνατή διακοµµατική συµφωνία, η οποία θα «ταξιδέψει» στη διεθνή σκηνή, για να θέσει το πρόβληµα της άκρως επικίνδυνης στρατιωτικής πίεσης που ασκεί σε βάρος της Ελλάδας η Τουρκία, µια χώρα σύµµαχός της στο ΝΑΤΟ και σε διαπραγµάτευση µε την Ε.Ε. για ένταξη. Η οργάνωση µας διεθνούς κινητοποίησης της ελληνικής πλευράς, όπου αυτό απαιτείται να γίνει, αποτελεί εθνικό καθήκον για την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση.
∆εν αρκούν πλέον οι απλές διπλωµατικές «ενηµερώσεις» συµµάχων και εταίρων από την Αθήνα για την τουρκική επιθετικότητα. Ούτε παρέχει διεθνώς πολιτικό οπλισµό στην ελληνική πλευρά η διαρκής επίκληση των κανόνων του ∆ιεθνούς ∆ικαίου και των διεθνών Συνθηκών, αφού ξεκάθαρα η Αγκυρα αρνείται να τα λάβει αυτά υπόψη της, τα «ερµηνεύει» κατά τις επιθυµίες της και φθάνει µάλιστα να ζητά και «διορθώσεις» των Συνθηκών. Η Αθήνα οφείλει να δώσει στους ξένους συνοµιλητές της την εικόνα των συνεπειών που θα είχε σήµερα µια στρατιωτική σύγκρουση Ελλάδας Τουρκίας στο γεωπολιτικό περιβάλλον τους.
Και αν η Ευρώπη είναι σε άσχηµη κατάσταση, ανίκανη για αποφασιστικές πολιτικές «παρεµβάσεις» σε σοβαρές διεθνείς υποθέσεις, τα πράγµατα είναι διαφορετικά στην περίπτωση του ΝΑΤΟ: Η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας οφείλει να θέσει ευθέως στον γενικό γραµµατέα και στη Στρατιωτική Επιτροπή της Συµµαχίας το ερώτηµα αν είναι διατεθειµένη να δει τη νοτιοανατολική της πτέρυγα να γίνεται «σαλάτα» εξαιτίας µιας στρατιωτικής σύρραξης µεταξύ δύο χωρών-µελών της. Η Αθήνα οφείλει να καταστήσει σαφές στη Συµµαχία ότι τουρκικές κινήσεις σήµερα δείχνουν να είναι «προπαρασκευαστικές» για «θερµό επεισόδιο» από το καθεστώς του ισλαµιστή και συµµάχου των Αδελφών Μουσουλµάνων, Ταγίπ Ερντογάν.
Στρατιωτικοί παράγοντες, που γνωρίζουν από προσωπική πείρα τα ΝΑΤΟϊκά ζητήµατα, υπογραµµίζουν σήµερα ότι: Είναι πολύ πιθανό να υπολογίσει προσεχώς η Ουάσινγκτον σε µια συνεργασία ΝΑΤΟ-Τουρκίας σε Εγγύς Ανατολή και Ανατ. Μεσόγειο, λόγω και της «εµπλοκής» της Ρωσίας στον πόλεµο της Συρίας. Αλλά αυτό δεν µπορεί να λειτουργήσει «αποδοτικά» για ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, αν Ελλάδα και Τουρκία, οι δύο «πολύτιµοι στρατηγικοί σύµµαχοί» τους, βρεθούν «αντιµέτωπες» στο Αιγαίο και στο Καστελλόριζο.

Πηγή:parapolitika.gr