Το όνοµα Σκλαβενίτης ίσως να ταυτίζεται µε την πιο δηµοφιλή αναζήτηση επιχειρηµατικής επωνυµίας στο ελληνικό Google για το 2016. Η ειρωνεία είναι πως η ίδια η εταιρεία Σκλαβενίτης, ο µεγαλύτερος κατά τεκµήριο λιανεµπορικός όµιλος της χώρας, δεν διαθέτει ενεργή ιστοσελίδα, παρά µόνο µια «υπόσχεση» µε ένα κατοχυρωµένο domain.
Ίσως να αρκεί ότι οι άλλοι µιλούν και ενδιαφέρονται γι’ αυτή την επιχείρηση.Στην κορυφή της λίστας Most Admired Companies του περιοδικού Fortune, η διοίκηση της Σκλαβενίτης μιλάει στο Fortune για πρώτη φορά μετά τη διάσωση της Μαρινόπουλος.
Κατέχει εδώ και δεκαετίες υψηλή δηµοφιλία, µια επίδοση που βασίζεται σε πολλούς παράγοντες. Ο ένας παράγοντας ήταν οι ανταγωνιστικές τιµές προϊόντων, έως ότου η κρίση «συµµάζεψε» τα περιθώρια κέρδους και των υπόλοιπων αλυσίδων σούπερ µάρκετ. Ο άλλος αφορούσε την εργοδοτική στάση της, η οποία διαχρονικά υπήρξε δίκαιη.
Και ανάµεσά τους χιλιάδες άλλοι µικροί και µεγάλοι παράγοντες που την κατέστησαν «αγαπητή» στους καταναλωτές, παρά το γεγονός ότι ο κύριος όγκος του δικτύου καταστηµάτων της εδραζόταν στην Αττική!
Το 2016, ωστόσο, η Σκλαβενίτης πραγµατοποίησε τη µεγάλη κίνηση και εκδήλωσε ενδιαφέρον για την απόκτηση και τη διάσωση του έως πρότινος µεγαλύτερου «παίκτη» της ελληνικής αγοράς, που εξελίχθηκε σε µια προβληµατική εταιρεία µε συσσωρευµένα χρέη της τάξης του 1,8 δισ. ευρώ: την αλυσίδα σούπερ µάρκετ Μαρινόπουλος.
Οι µεγαλεπήβολες σκέψεις που συνοδεύτηκαν από µεγαλεπήβολες πράξεις υπήρξαν η ειδοποιός παράµετρος που ανέδειξε τον όµιλο Σκλαβενίτη και τις Ελληνικές Υπεραγορές ως «πρώτη των πρώτων» και most admirable εταιρεία στη φετινή λίστα του Fortune.
Ψηφισµένη από τους κορυφαίους όλων των επιχειρηµατικών κλάδων της χώρας, µέσα από µια διαδικασία που εγγυάται η KPMG, η Σκλαβενίτης κατακτά την κορυφή στην εκτίµηση της αγοράς. Αλλά τη διοίκησή της φαίνεται να την απασχολεί το πώς θα κερδίσει το στοίχηµα της µεγέθυνσης και τον µετασχηµατισµό της από µια αξιοσέβαστη τοπικής εµβέλειας επιχείρηση στον market leader µιας εξόχως ανταγωνιστικής αγοράς.
Έπειτα από µια επταετία πρωτοφανούς κρίσης και µε βασικούς «παίκτες» της αγοράς λιανεµπορίου να καρκινοβατούν, η οικογένεια Σκλαβενίτη −για την ακρίβεια η δεύτερη γενιά των βασικών µετόχων της επιχείρησης− αποφάσισε να δράσει σε µεγαλύτερη κλίµακα.
Είχαν προηγηθεί κάποιες απορροφήσεις και συγχωνεύσεις, που προοιωνίζονταν την επιδίωξη των τριών αδελφών, Μαρίας, Γεράσιµου και Στέλιου Σκλαβενίτη, που ελέγχουν την εταιρεία, να αποκτήσουν έναν αναβαθµισµένο ρόλο στην εγχώρια αγορά.
Ο Στέλιος Σκλαβενίτης
Υπήρξαν προχωρηµένες επαφές µε την παραπαίουσα αλυσίδα Βερόπουλος, οι οποίες δεν τελεσφόρησαν, καθώς και µια µικρής εµβέλειας συµφωνία συνεργασίας µε τη Μαρινόπουλος για το «φιλέτο» των 33 υπερµάρκετ της, η οποία δεν προχώρησε, µιας και το πρόβληµα της καταχρεωµένης αλυσίδας δεν θα λυνόταν µέσω µιας «µερικής διάσωσης».
Τότε, ύστερα από µια µακρά περίοδο υποτίµησης και διαρκούς συγκέντρωσης µεριδίων, µε τους δύο µεγάλους πολυεθνικούς «παίκτες», τις AB Βασιλόπουλος (όµιλος Delhaize-Ahold) και Lidl, να εξαπλώνονται θεαµατικά και τη Μαρινόπουλος να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, η οικογένεια Σκλαβενίτη αποδέχθηκε την πρόκληση, θέτοντας τις βάσεις ώστε να αποτελέσει τη νέα ηγέτιδα δύναµη της αγοράς σούπερ µάρκετ, αλλά και τον µεγαλύτερο εργοδότη της χώρας.
Μετά από µήνες διαπραγµατεύσεων, την προσφυγή στον πτωχευτικό κώδικα, τη µεσολάβηση και την καθοδήγηση τραπεζών, συµβούλων, νοµικών και της ίδιας της κυβέρνησης, η διαδικασία «απέδωσε» το δίκτυο της Μαρινόπουλος την 1η Μαρτίου 2017. Η διοίκηση του οµίλου, σε αποκλειστικές δηλώσεις της στο Fortune, παραδέχεται πως «υπήρξαν πράγµατι στιγµές που η προσπάθεια κινδύνευσε να αποτύχει. Ας µην ξεχνάµε πως η διαδικασία, εκτός από εξαιρετικά πολύπλοκη, ήταν πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδοµένα. Τα εµπόδια ήταν πάρα πολλά, αλλά ευτυχώς για όλους τα καταφέραµε χάρη στις προσπάθειες πολλών ανθρώπων που υπερέβαλαν εαυτούς και εργάστηκαν ασταµάτητα για πολλούς µήνες, προκειµένου να φέρουν σε πέρας ένα πραγµατικά δύσκολο εγχείρηµα. Σ’ αυτή την πολύµηνη προσπάθεια είχαµε την αµέριστη στήριξη των τραπεζών και των προµηθευτών, καθώς και τη συµπαράσταση της πολιτείας».
Το εγχείρηµα επικρίθηκε από πολλούς, προκάλεσε αντιδράσεις προµηθευτών και ανταγωνιστών, ενώ χαρακτηρίστηκε «διαταραχή» και «ρίσκο» από µερίδα παραγόντων της αγοράς. Παρ’ όλα αυτά αντιµετωπίστηκε από την οικογένεια Σκλαβενίτη ως µια υποχρέωση «εθνικής σηµασίας», αλλά και ως µια ευκαιρία.
«Καταλαβαίνουµε απόλυτα τον προβληµατισµό σχετικά µε την ορθότητα της απόφασής µας. Και εµείς οι ίδιοι προβληµατιστήκαµε αν θα έπρεπε να προχωρήσουµε ή όχι. Κάθε φορά, όµως, που το συζητούσαµε καταλήγαµε στο ότι δεν µπορούσαµε να µείνουµε αµέτοχοι απέναντι στην κατάρρευση της Μαρινόπουλος, καθώς οι ζηµιές για την ελληνική οικονοµία θα ήταν τεράστιες» δηλώνουν στο Fortune. «Θεωρήσαµε, λοιπόν, πως ήταν χρέος µας να συµµετάσχουµε στην προσπάθεια, προκειµένου να διασωθούν οι 12.000 θέσεις εργασίας, να καταβληθεί σηµαντικό µέρος των οφειλών (που ξεπερνούσαν τα 700 εκατ. ευρώ) προς τους προµηθευτές και να µην υπάρξει απώλεια εσόδων για την εθνική οικονοµία − ειδικά αυτή την πολύ δύσκολη περίοδο που διανύουµε».
Ταυτόχρονα, άδραξαν την ευκαιρία να αποκτήσουν πρόσβαση σε όλη τη χώρα στη βάση ενός «απόλυτα υπολογισµένου επιχειρηµατικού ρίσκου». Είναι γεγονός πως οι προµηθευτές, οι οποίοι υπέστησαν «κούρεµα» 50% επί των απαιτήσεών τους, συναίνεσαν τελικώς στη διαδικασία εξυγίανσης σε ποσοστό 75% και, παρά την «πίεση» που δέχθηκαν από τον υπόλοιπο ανταγωνισµό, βρίσκονται στο πλευρό της οικογένειας Σκλαβενίτη.
Εξάλλου, εκτός από τις µακροχρόνιες σχέσεις συνεργασίας µε τον όµιλο, δεν µπόρεσαν να αγνοήσουν το κρίσιµο µέγεθος που απέκτησε µετά την απόκτηση της Μαρινόπουλος.
Πριν από την ενσωµάτωση της εν λόγω αλυσίδας, ο όµιλος Σκλαβενίτη διέθετε 159 καταστήµατα (111 στην Αττική και 1 στην Κόρινθο, 38 καταστήµατα µε την επωνυµία Χαλκιαδιάκης στην Κρήτη και 9 καταστήµατα χονδρικής µε την επωνυµία The Mart σε 7 µεγάλες πόλεις) και απασχολούσε 11.000 εργαζοµένους.
Με την ενσωµάτωση του δικτύου της Μαρινόπουλος, ο αριθµός των καταστηµάτων ανήλθε στα 520 πανελλαδικά, εκ των οποίων 232 βρίσκονται στην Αττική, 86 στη βόρεια Ελλάδα, 63 σε κεντρική και Στερεά Ελλάδα, 62 στην Πελοπόννησο, 57 στην Κρήτη και 20 στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου. Επίσης, διαθέτει πλέον και 18 καταστήµατα στην Κύπρο. Όσον αφορά το µέγεθος και το concept των καταστηµάτων, ο όµιλος πλέον διαθέτει 43 υπερµάρκετ, 466 σούπερ µάρκετ και 11 cash and carry, ενώ απασχολεί περίπου 23.000 εργαζοµένους.
Αν, όµως, η µία άκρη του εγχειρήµατος είναι η αποκατάσταση των σχέσεων µε την προµηθευτική αλυσίδα, η άλλη άκρη σαφώς βρίσκεται στην πλευρά των καταναλωτών. Η σταδιακή κατάρρευση της Μαρινόπουλος, µε τα άδεια ράφια και την εικόνα εγκατάλειψης, ώθησε την πλειονότητα των πελατών της σε άλλα δίκτυα σούπερ µάρκετ, ακόµη και άλλα κανάλια πώλησης.
Σύµφωνα δε µε πρόσφατη µελέτη της IRI, τη µερίδα του λέοντος απ’ αυτή την εκροή πελατών φαίνεται να καρπώθηκαν οι πολυεθνικής ιδιοκτησίας αλυσίδες ΑΒ Βασιλόπουλος και Lidl. Παράλληλα, ο όµιλος έχει δεσµευθεί µε ένα συγκεκριµένο επιχειρηµατικό σχέδιο, το οποίο οριοθετήθηκε στο πλαίσιο της συµφωνίας εξυγίανσης.