Μάχη με τον χρόνο δίνει το Μαξίμου προκειμένου να μην παρέλθει αναξιοποίητο και το επόμενο Εurogroup της 20ής Μαρτίου, κάτι που θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο το κλίμα αβεβαιότητας στην οικονομία.
Το τελευταίο 48ωρο, κι ενώ αναμενόταν η αναχώρηση των θεσμών την Τρίτη, τελικά με παρέμβαση και της Κομισιόν, η εκπρόσωπος της οποίας ανακοίνωσε ότι οι θεσμοί παραμένουν στην Αθήνα προκειμένου να συνεχίσει να σημειώνεται πρόοδος, δόθηκε κλίμα επίσπευσης της συμφωνίας.
Καταλυτικό ρόλο από την πλευρά της κυβέρνησης φαίνεται να έπαιξε
♦τόσο η δημοσιοποίηση των προσωρινών στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ που έδειξαν ύφεση το τέταρτο τρίμηνο του 2016 και βάρυναν το κλίμα στο πρωθυπουργικό επιτελείο αλλά και το οικονομικό κλίμα – δεδομένου και του επικοινωνιακού φιάσκου που προκλήθηκε από το γεγονός των ανακοινώσεων της Στατιστικής Υπηρεσίας την ώρα που ο πρωθυπουργός στο Υπουργικό Συμβούλιο μιλούσε για την «επόμενη μέρα» της ανάπτυξης,
♦όσο και το πιεστικό όριο που έθετε η σημερινή συνεδρίαση του Euroworking Group στο οποίο θα καταγραφόταν μικρή πρόοδος.
Διπλή πίεση
Η κυβέρνηση συνεχίζει να δέχεται την ασφυκτική πίεση που προκύπτει από τη διπλή ανάγκη αφενός να μην καταρρεύσει το οικονομικό κλίμα οδηγώντας σε πισωγυρίσματα και παρενέργειες (βλ. τράπεζες), αφετέρου να πάρει μια πολιτικά διαχειρίσιμη συμφωνία. Μεταξύ των δύο αυτών αναγκών, στο μυαλό του πρωθυπουργού φαίνεται να βαραίνει αναγκαστικά η στήριξη του οικονομικού κλίματος, όπως δείχνει και το τελευταίο 48ωρο προσπαθειών να υπάρξουν συγκλίσεις και να μην τιναχτούν οι συζητήσεις στον αέρα. Άλλωστε τις προηγούμενες μέρες οι προειδοποιήσεις από θεσμικούς οικονομικούς παράγοντες έχουν πολλαπλασιαστεί.
Η κυβέρνηση επιμένει ότι στόχος παραμένει μια συνολική και όχι μια «σπασμένη» συμφωνία, που να αφορά δηλαδή το τρέχον πρόγραμμα ώς το 2018, τη μετέπειτα πορεία (από το 2019 και μετά) και το θέμα του χρέους. Μένει ωστόσο να φανεί αν αυτή η συνολική συμφωνία θα κλείσει πλήρως στις 20 Μαρτίου ή θα κλείσει εν μέρει με σαφώς προσδιορισμένα στάδια και δεσμεύσεις για αμέσως μετά.
Από ‘κεί και πέρα η κυβέρνηση, στο πλαίσιο της επικοινωνιακής της διαχείρισης, επιμένει στη θέση ότι οι όποιες συγκλίσεις επιτυγχάνονται τις τελευταίες ώρες γίνονται στη βάση αμοιβαίων υποχωρήσεων με ενδεικτικό το θέμα της υποχώρησης του ΔΝΤ στο θέμα του δημοσιονομικού κενού του 2018 (δέχεται ότι δεν υπάρχει κενό), το οποίο βγάζει από το κάδρο της εφαρμογής μέτρων το συγκεκριμένο έτος.
Με ερωτηματικό είναι ωστόσο η τύχη των αντισταθμιστικών μέτρων καθώς αυτό που μέχρι στιγμής φαίνεται να παραχωρείται από την πλευρά των θεσμών (το πρόγραμμα για την παιδική φτώχεια σε συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα) δεν είναι αυτό που θα ήθελε η κυβέρνηση ώστε να ικανοποιεί τον όρο πως πρέπει στοχευμένα να ανακουφίζονται αυτοί που θα πληγούν από τα μέτρα σε φορολογικό – συνταξιοδοτικό.
Σε κάθε περίπτωση οι πανηγυρικοί τόνοι που υπήρξαν τις πρώτες μέρες μετά το Εurogroup έχουν εξαφανιστεί, ενώ το κλίμα βαραίνει και από αναφορές όπως αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι τυχόν δημοσιονομικές δεσμεύσεις πέραν του 2018 ισοδυναμούν με 4ο μνημόνιο. Προκαταβολικά η κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι, αν η επόμενη κυβέρνηση θέλει, μπορεί να επαναδιαπραγματευτεί τα συμφωνηθέντα (με σαφή την πρόκληση να απαντήσει αν όντως κάτι τέτοιο είναι στις επιδιώξεις της) ενώ την ίδια ώρα επιχειρεί να της επιρρίψει τις ευθύνες για το κλίμα αβεβαιότητας. Κατά το Μαξίμου σε αυτό το τελευταίο συμβάλλει, εκτός από το ΔΝΤ που με τις ακραίες απαιτήσεις του οδήγησε σε καθυστερήσεις, και η Ν.Δ. η οποία πιέζει για το άρον-άρον κλείσιμο της αξιολόγησης καταστροφολογώντας, ενώ από την άλλη εγκαλεί την κυβέρνηση ότι τα υπογράφει όλα και παίζει θέατρο.
Στο στόχαστρο ξανά
Πάντως οι παρενέργειες της διαπραγμάτευσης είναι εμφανείς στην κυβερνητική συνοχή. Αυτήν τη φορά, η δημοσιοποίηση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ στάθηκε η αφορμή να ανατροφοδοτηθεί η συζήτηση για το κακό κλίμα μεταξύ του πρωθυπουργού και του Ευκλείδη Τσακαλώτου. Ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε να έχει πλήρη άγνοια για τα επερχόμενα μαντάτα προγραμματίζοντας μια επικοινωνιακή πρωτοβουλία (το Υπουργικό για την ανάπτυξη) πάνω στην ανακοίνωση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, η οποία αναμενόταν μεν, αλλά κανείς δεν φαίνεται να είχε προνοήσει να τον ενημερώσει ότι το πρόσημο θα είναι αρνητικό. Δυο μέρες μετά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, ερωτώμενος (στον ΣΚΑΪ) σχετικά, επισήμως άφησε ακάλυπτο τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο στρέφοντας στο πρόσωπό του την υποψία ότι γνώριζε αλλά δεν ενημέρωσε τον πρωθυπουργό. Ενώ ήταν κατηγορηματικός ότι ο πρωθυπουργός δεν γνώριζε τα στοιχεία, για τον υπουργό Οικονομικών απέφυγε να απαντήσει εξίσου κατηγορηματικά καλώντας τους δημοσιογράφους να ρωτήσουν τον ίδιο.
Αντεπίθεση… μετ’ εμποδίων
Στο μεταξύ, τις τελευταίες ημέρες η δημόσια εκδήλωση γκρίνιας και δυσφορίας φαίνεται να έχει υποχωρήσει.
Σε αυτό φαίνεται να έχει συμβάλει και η προσπάθεια αντεπίθεσης (μετ’ εμποδίων) που έχει πάρει πάνω του ο ίδιος ο πρωθυπουργός με την ατζέντα της παραγωγικής ανασυγκρότησης και της συνταγματικής αναθεώρησης. Το μήνυμα ότι η διακυβέρνηση δεν είναι μόνο η διαπραγμάτευση προσπάθησε να υπενθυμίσει και με τη χθεσινή του επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη, όπου μεταξύ άλλων πραγματοποιήθηκε σύσκεψη με τις αρχές της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας για το οικείο Ταμείο Ανάπτυξης.
Από την άλλη φαίνεται να έχει αρχίσει και μια προσπάθεια ζύμωσης του κόμματος γύρω από τις λεπτομέρειες του βασικού σεναρίου που βρίσκεται στο τραπέζι αυτήν τη στιγμή, με συσκέψεις – υπό τον πρωθυπουργό – μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Πηγή: http://www.topontiki.gr