Υπήρξε ο σπουδαιότερος μεταπολεμικός ηγέτης της Ομοσπονδιακής Γερμανίας (τότε Δυτικής Γερμανίας). Αδιαφιλονίκητος εμπνευστής και καθοδηγητής της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Καγκελάριος και επί σειρά ετών πρόεδρος του SPD.
Στις 23 Μαρτίου 1987, εγκαταλείποντας ο Βίλι Μπραντ, περί αυτού πρόκειται, και την προεδρία του κόμματος, απευθύνει στους συντρόφους του μια μνημειώδη αποχαιρετιστήρια ομιλία. Σε αυτήν έλεγε, μεταξύ άλλων, ένας από τους θεμελιωτές της σύγχρονης ευρωπαϊκής πολιτικής σκέψης και τα εξής:
«Χρειαζόμαστε την κριτική συμπάθεια των περιθωριακών, όπως τους λέμε. Χρειαζόμαστε και τους ανήσυχους. Τους ιδιόρρυθμους. Ακόμη και τους επιπόλαιους, που ενίοτε μας γελοιοποιούν. Ενα κόμμα όπως η σοσιαλδημοκρατία δεν πρέπει ποτέ να υποκύπτει στον πειρασμό πνευματικής ολιγάρκειας. Η δε έλλειψη χιούμορ δεν αποτελεί κλειδί για την επιτυχία».
Επομένως, κατά Βίλι Μπραντ, η σοσιαλδημοκρατία, κατά μείζονα λόγο άρα, η ριζοσπαστική και ανανεωτική Αριστερά, θα πρέπει να είναι ανοιχτή και ανεκτική σε κάθε ρεύμα «ανήσυχης» πολιτικής σκέψης, ακόμη και αν αυτό (αυτή) εμπεριέχει στοιχεία που ενδεχομένως θα την τοποθετούσαν στο «περιθώριο» ενός «συντεταγμένου» δημοκρατικού πολιτικού συστήματος, δηλαδή εμπεριέχει στοιχεία ελευθεριακών, ανεκτικών και αντικατεστημένων πολιτικών ιδεών και αντιλήψεων.
Και σε άλλο σημείο των αποχαιρετιστήριων παρακαταθηκών του τόνιζε ο ακατάβλητος αντιναζιστής πρόμαχος: «Πρέπει δε να παρακαλέσω με όλη μου την ψυχή να θυμηθούμε, όχι μόνο αφηρημένα αλλά –όσοι το χρειάζονται– και συγκεκριμένα ότι το SPD είναι ένα ευρωπαϊκό κόμμα, το οποίο άρχισε να δρα βάσει του νόμου της συνεννόησης των λαών. Δεν πρέπει να αφήνουμε αναπάντητη την εχθρότητα προς τους ξένους. Πρέπει να την αντιμετωπίζουμε, έτσι ώστε ακόμα και οι αδαείς να αντιλαμβάνονται ποια είναι η θέση μας…».
Μη μου πείτε ότι δεν λείπουν δραματικά σήμερα τέτοιου μεγέθους ηγέτες στην εγχώρια, ευρωπαϊκή και διεθνή σοσιαλδημοκρατία.
Αλλά και συντηρητικοί πολιτικοί προεστοί έλεγαν ήδη από τη δεκαετία του ’80 και του ’90: «Η καλή περίοδος των Γερμανών είναι οι εποχές της ιστορίας τους όπου δεν ήταν οργανωμένοι σε ένα εθνικό κράτος, αλλά ζούσαν σε μια ανοιχτή χώρα και ήταν φιλελεύθεροι, ακολουθούσαν τις ιδέες του Διαφωτισμού και έθεταν το καθολικό υπεράνω του εθνικού. Το γερμανικό εθνικό κράτος του Βίσμαρκ αποποιήθηκε, εν αντιθέσει προς το γαλλικό, τον Διαφωτισμό. Μήπως, στο μέλλον, πρέπει, επιτέλους, να τον ενστερνιστούμε και να ευθυγραμμίσουμε τις πράξεις μας με αυτόν;» (Χάινερ Γκάισλερ).
Ακούστε όμως και τον πολύ γνωστό μας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε: «Μακροπρόθεσμα, θα πρέπει οπωσδήποτε να εξισορροπήσουμε εν μέρει τη συρρίκνωση του γερμανικού πληθυσμού με την επικουρία αλλοδαπών, όπως γίνεται ήδη με την αγορά εργασίας».
Αξίζει να αφιερώσει κάποιος τους λόγους αυτούς στη Νέα Δημοκρατία ή όχι;
Επομένως, η διασφάλιση της ανεκτικής δημοκρατίας με αμεσότητα στις σχέσεις της με τους πολίτες, η διασφάλιση της ειρήνης, η προστασία του περιβάλλοντος (επιδείνωση των κλιματικών συνθηκών, τρύπα του όζοντος, μολυσμένες θάλασσες) καθώς και η δημοσιονομική, οικονομική και τεχνολογική πολιτική στις εποχές των παγκόσμιων αγορών και της χρηματοπιστωτικής υπεροχής και κυριαρχίας πρέπει να αντιμετωπίζονται στον ορίζοντα του διεθνισμού και όχι του στενόμυαλου εθνικισμού.
Οποιος καταφάσκει την Ευρώπη, την Ευρωπαϊκή Ενωση, δεν μπορεί να αρνείται την πολυπολιτισμική κοινωνία και να εγκλωβίζεται σε έναν εθνικό κόσμο.
Οταν ο εθνικισμός μονοπώλησε τον πατριωτισμό, προξενήθηκαν ανείπωτες συμφορές και ο κόσμος οδηγήθηκε στους πολέμους του 19ου και του 20ού αιώνα.
Γι’ αυτό χρειαζόμαστε έναν δημοκρατικό (συνταγματικό) πατριωτισμό «ταυτιζόμενο με την περί Συντάγματος ιδέα του Διαφωτισμού» (Γίργκεν Χάμπερμας), δηλαδή έναν δικαιωματικό πατριωτισμό, έναν πατριωτισμό συνύπαρξης και επικοινωνίας με τους άλλους λαούς, και έναν ανεκτικό πατριωτισμό απέναντι στον ξένο, τον πρόσφυγα, τον μετανάστη, τον διαφορετικό. Η δήθεν θαλπωρή του εθνικισμού οδηγεί συνηθέστατα σε ολοκαυτώματα αιματολογικού ή φυλετικού τύπου και παραγκωνίζει τον πολίτη-άνθρωπο.
(Τα αποσπάσματα γραπτού ή προφορικού λόγου πάρθηκαν από το βιβλίο της Μαργαρίτας Μαθιοπούλου «Το τέλος της δημοκρατίας της Βόννης», Αθήνα 1995, εκδόσεις Λιβάνη).
* ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Πηγή: https://www.efsyn.gr