Η πρωτοφανής διπλωματική κρίση μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας αποτελεί το τελευταίο στάδιο σε έναν ατέρμονα κατήφορο, στον οποίο οι ελληνικές ηγετικές ελίτ έχουν επιλέξει να θέσουν τις ελληνορωσικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια. Θα ήταν μάλλον ιδιαίτερα μετριοπαθές να λέγαμε ότι οι σχέσεις των δύο χωρών σήμερα είναι πολύ χειρότερες από ό,τι τις πιο πολωμένες μέρες του Ψυχρού Πολέμου.
Tόσο ο Ανδρέας Παπανδρέου όσο και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πριν από αυτόν, είχαν επιλέξει να διατηρούν μια καλή σχέση με την τότε Σοβιετική Ένωση και τις κομμουνιστικές χώρες των Βαλκανίων ως αντιστάθμισμα και αντίβαρο στην επιρροή της Δύσης στην Ελλάδα. Αντιθέτως, οι σημερινές πολιτικές ελίτ δείχνουν να έχουν επιλέξει μια πολιτική μηδενισμού των ελληνορωσικών σχέσεων και απόλυτης ταύτισης με τα πιο μισαλλόδοξα αντιρωσικά στοιχεία στη Δύση.
Παρεμπιπτόντως, στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται και φιλοναζιστικά πολιτικά σχήματα, τα οποία επιδιώκουν να νομιμοποιήσουν το ναζισμό με μια ιστορική ανάγνωση της Ρωσίας ως διαρκή απειλή για την Ευρώπη. Αυτή η δαιμονοποίηση της Ρωσίας εμφανίζει εμμέσως πλην σαφώς τους Ναζί ως πρώιμους και παρεξηγημένους υπερασπιστές της Ευρώπης, παρ’ όλες τις όποιες «υπερβολές» τους.
Και, εν πάση περιπτώσει, αν αυτή η πολιτική της απόλυτης εχθρότητας με τη Ρωσία και της άνευ όρων ταύτισης με τη Δύση, βασιζόταν σε κάποια στοιχειωδώς ρεαλιστική ανάγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος, θα μπορούσαμε ίσως να τη συζητήσουμε. Όμως, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει. Στην πραγματικότητα, σε έναν κόσμο έντονων ζυμώσεων και αλλαγών, οι απόλυτες ταυτίσεις με τον έναν ή τον άλλον διεθνή παράγοντα δεν είναι απλώς λάθος. Είναι εγκληματικό λάθος. Δεν βρισκόμαστε στα πρόθυρα του B’ Παγκοσμίου Πολέμου ώστε να επιλέξουμε στρατόπεδο.
Nέο πολυπολικό σύστημα
Είμαστε στην αρχή της δημιουργίας ενός νέου πολυπολικού παγκόσμιου συστήματος, όπου οι σχέσεις μεταξύ των δρώντων είναι ακόμη ρευστές και ασαφείς και θα παραμείνουν έτσι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν υπάρχει μια συγκροτημένη και ενιαία «Δύση» για να ταυτιστείς μαζί της, ούτε η Ρωσία αντιμετωπίζεται ως ξεκάθαρα εχθρική από τις ΗΠΑ και από τα ισχυρότερα ευρωπαϊκά κράτη. Οι πρόσφατες δηλώσεις Τραμπ, ο οποίος υποστήριξε ότι τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία, αλλά και η ΕΕ είναι διαφορετικού τύπου «εχθροί»-ανταγωνιστές των ΗΠΑ, εκφράζουν αυτήν την πραγματικότητα.
Επιπροσθέτως, ο πρόεδρος Τραμπ και το κομμάτι του αμερικανικού κατεστημένου που τον στηρίζει, φαίνεται πως, δειλά δειλά, προωθούν μια προσπάθεια επανεκκίνησης των ρωσοαμερικανικών σχέσεων, έτσι ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός συμπαγούς σινορωσικού συμπλόκου που θα διεκδικούσε τον ρόλο του παγκόσμιου ηγεμόνα σε βάθος χρόνου.
Τέλος, πολλές μεγάλες και μεσαίες ευρωπαϊκές χώρες, δείχνουν να αναζητούν μια επανεκκίνηση των σχέσεών τους με τη Μόσχα γιατί, πολύ απλά, δεν θέλουν και δεν χρειάζονται μια ξεκάθαρα ανταγωνιστική σχέση μαζί της. Δεν υπάρχει, λοιπόν, μια ξεκάθαρη δυτική πολιτική, ούτε καν μια ξεκάθαρη αμερικανική πολιτική, έναντι της Ρωσίας, με την οποία μια δουλοπρεπής Ελλάδα θα μπορούσε να ταυτιστεί και να ησυχάσει.
Η αυτοκρατορική Τουρκία και το προληπτικό πλήγμα
Στο μεταξύ, η Τουρκία του Ερντογάν διεκδικεί, ολοένα και πιο επιθετικά, κυρίαρχη θέση στο ευρασιατικό σύστημα. Θεωρεί την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία ως δύο ενοχλητικά αγκάθια στο πλευρό της, τα οποία θα πρέπει να βγάλει δια της δραστικής απομείωσης της εθνικής τους κυριαρχίας. Έτσι ώστε να μπορέσει να ασχοληθεί με αυτό που πραγματικά την απασχολεί, δηλαδή τον προσδιορισμό των σχέσεών της με τη Ρωσία, την Κίνα, την Ινδία, το Ιράν, τις ΗΠΑ και τους άλλους μεγάλους «παίκτες» του διεθνούς συστήματος, ως ομόλογος εταίρος.
Και έναντι αυτής της νέας αυτοκρατορικής Τουρκίας, η Ελλάδα βρίσκεται μόνη της, με την ΕΕ να προσφέρει αραιά και που κάποια φοβισμένη λεκτική «στήριξη» και πέραν τούτου ουδέν. Όσον αφορά δε τις ΗΠΑ, αυτές δείχνουν να είναι εγκλωβισμένες στην τεράστια γεωπολιτική επένδυση που έχουν κάνει στην Τουρκία, παρόλα τα χαστούκια που δέχονται από τον Ερντογάν.
Σ’ αυτόν το νέο κόσμο, η Ελλάδα οφείλει να σταθεί στα πόδια της, να κινηθεί αυτόνομα, αυτόφωτα και ανεξάρτητα, έτσι ώστε να επιβιώσει. Αντ’ αυτού, δείχνει να έχει επιλέξει την ταύτιση με μια φαντασιακά ενιαία αντιρωσική «Δύση», που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έχει δαιμονοποιήσει κάθε έννοια ανεξάρτητης, πολυπαραγοντικής και εθνικά επωφελούς εξωτερικής πολιτικής.
Γιατί ο πραγματικός στόχος αυτής της εκστρατείας δεν είναι η Ρωσία. Ο πραγματικός στόχος είναι να καταστεί αδύνατη και αδιανόητη η άσκηση ανεξάρτητης εθνικής πολιτικής, που θα προωθεί τα εθνικά συμφέροντα και όχι τα (μικρο)συμφέροντα του δυτικού παράγοντα. Δεν μιλάμε, δηλαδή, για μια καλή ή κακή πολιτική από πλευράς της Ελλάδας, αλλά για άρνηση πολιτικής.
Η αδυναμία των ελληνικών ελίτ
Κατά την άποψη του γράφοντος, η κατάσταση αυτά αποτελεί εκδήλωση ενός οργανικού στοιχείου της διαχρονικής γεωπολιτικής ταυτότητας του νεότερου ελλαδικού κράτους. Όπως, έχουμε υποστηρίξει και σε προηγούμενα άρθρα στο SLpress, το ελλαδικό κράτος δημιουργήθηκε ως κράτος-απόφυση των δυτικών δυνάμεων, έχοντας ως πρωταρχικό ρόλο να λειτουργεί ως φράγμα ενάντια στη Ρωσία, όταν κατέστη αναπόφευκτη η ανεξαρτησία ενός κομματιού των ελληνικών εδαφών μετά την Επανάσταση του 1821 και φάνηκε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να παίζει πια αυτόν τον ρόλο μόνη της.
Έκτοτε, μέχρι και σήμερα, οι ελληνικές ηγετικές ελίτ έχουν εκπαιδευτεί από τα γεννοφάσκια τους να λειτουργούν σε αυτό το απλοϊκό και απόλυτο διπολικό σχήμα. Δύση-Ρωσία, Καλοί-Κακοί.
Στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και όταν στην ηγεσία της χώρας βρίσκονταν ηγέτες υψηλού πολιτικού αναστήματος, προέκυπταν αντισταθμιστικές σχέσεις με τη Μόσχα, έτσι ώστε να εξυπηρετούνται τα εθνικά συμφέροντα. Αυτό, όμως, λειτουργούσε στο πλαίσιο ενός ξεκαθαρισμένου διεθνούς διπολικού συστήματος και χωρίς να θίγεται ο στρατηγικός προσανατολισμός της χώρας.
Σήμερα, όμως, αυτό το ξεκάθαρο διεθνές σύστημα δεν υφίσταται πλέον. Υπάρχουν ασάφεια, ζυμώσεις, μεικτά στοιχεία ανταγωνισμού – συνεργιών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, πόλωση και διαλυτικά στοιχεία μέσα στο εσωτερικό της «Δύσης» και πολλά άλλα. Όμως, αυτός είναι ένας υπερβολικά πολύπλοκος κόσμος για να γίνει αντιληπτός από τις εκπαιδευμένες να λειτουργούν σε απλά και κατανοητά διπολικά σχήματα ελληνικές ελίτ και δεν αισθάνονται καθόλου άνετα μέσα σε αυτόν.
Έτσι, καταφεύγουν σε έναν ξεκάθαρο και κατανοητό κόσμο, που αποτελεί καρικατούρα του διπολικού διεθνούς συστήματος του Ψυχρού Πολέμου, επιλέγοντας την απόλυτη ταύτιση με τον έναν πόλο και την πλήρη άρνηση σχέσεων με τον άλλον. Το πρόβλημα είναι ότι αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει παρά μόνο στο μυαλό τους. Με δυο λόγια, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σύστημα άσκησης εξωτερικής πολιτικής της χώρα λειτουργεί στον λάθος ιστορικό χρόνο.
Η γεροντική άνοια
Έχει εγκλωβιστεί σε ένα παρελθόν, που ίσως δεν υπήρξε και ποτέ, και, αδυνατώντας να κατανοήσει τον πολύπλοκο σημερινό κόσμο, καταφεύγει σε μια υπεραπλουστευμένη καρικατούρα του παλαιού διπολικού κόσμου, μέσα στον οποίον νοιώθει άνετα. Το αποτέλεσμα είναι να ταυτίζεται ολοκληρωτικά και απόλυτα με τον δυτικό παράγοντα, τον οποίο είχε μάθει να υπηρετεί και να νοιώθει ότι ασκεί την ορθή εξωτερική πολιτική.
Θα μπορούσαμε, ίσως, να παρομοιάσουμε το ελληνικό σύστημα εξουσίας με έναν γηραλέο άνθρωπο, ο οποίος αντιμετωπίζει προβλήματα άνοιας, δεν αντιλαμβάνεται πια τον κόσμο γύρω του και καταφεύγει φαντασιακά στην παιδική του ηλικία για να βρει καταφύγιο στις απλότητα των σχέσεων εκείνης της εποχής.
Βέβαια, κάποιος μπορεί θεωρήσει ότι τα λεγόμενα του γράφοντος είναι υπερβολικά ή και εντελώς εκτός πραγματικότητας. Όμως, το γεγονός παραμένει ότι η ελληνική κυβέρνηση δείχνει να έχει επιλέξει μια πολιτική απόλυτης ταύτισης με τη «Δύση» και μια εξίσου απόλυτη εχθρότητα έναντι της Ρωσίας, τη στιγμή που τόσο οι ΗΠΑ όσο και πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες εξετάζουν δυνατότητες επανεκκίνησης των σχέσεών τους με τη Μόσχα. Είναι εμφανές ότι η πολιτική των Αθηνών δεν ταυτίζεται με το γεωπολιτικό χρόνο και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο.