Βιώματα ζωής για έναν διακονιάρη, που γύριζε τους δρόμους ικετεύοντας ένα κομμάτι ψωμί και όλοι τον έδιωχναν δείχνοντάς του το δρόμο, για να φύγει, γιατί δεν ήθελαν να αντικρίζουν έναν ζήτουλα, έναν επαίτη της ζωής!.. Ας διαβάσουμε το κείμενο που ακολουθεί, γραμμένο με ανθρωπιά και ένα κατακάθι αγάπης!Έτσι κι αλλιώς, όπως έχουμε ξαναγράψει, «του διακονιάρη τσουρούλια δόστου, τους δρόμους τους γνωρίζει!…»

ΑΠΟ μικρά παιδιά ακούγαμε διάφορες ιστορίες για διακονιάρηδες κι επαίτες, ζήτουλες και ικέτες, και είχαμε μια φοβία απέναντί τους. Κάθε φορά που βλέπαμε από μακριά έναν άνθρωπο με ένα σακούλι στον ώμο, το βάζαμε στα πόδια…
Τον καιρό εκείνο οι διακονιάρηδες, οι γύφτοι κι οι τσιγγάνοι ήταν το φόβητρο όλων των παιδιών στα χωριά μας! Όταν οι μανάδες μας ήθελαν να μη φωνάζουμε μας έλεγαν: «Τσιμουδιά, γιατί θα φωνάξω τον διακονιάρη να σας πάρει»!..
Μια μέρα, εκεί που έπαιζα στην αυλή του σπιτιού μου βόλους (στην πραγματικότητα οι βόλοι ήσαν από γυαλί, πηλό ή πέτρα αλλά εμείς, επειδή δεν είχαμε αυτή την πολυτέλεια, κόβαμε από τα πλατάνια τους πράσινους βόλους που έβγαζε το δένδρο και παίζαμε μ’ αυτούς) και σημάδευα τον ένα με τον άλλο, ώσπου να μπει στο γουβί του (τη γούβα του, δηλαδή), νάσου και ακούω μια παράξενη φωνή από πάνω μου:
— Θα μου δώσεις ένα απλόχερο (= χούφτα) στάρι;
Τάχασα!… Παναγία μου!… Πάνω απ’ το κεφάλι μου στεκόταν ένας … διανονιάρης! Έτρεμα σχεδόν από το φόβο μου!… Πήγα να μπήξω τις φωνές, αλλά επειδή δεν ήταν κανένας στο σπίτι, έδωσα στον εαυτό μου κουράγιο και βρήκα τη δύναμη να του απαντήσω:
–Στάρι δεν έχουμε, μπάρμπα!… Τώρα αλωνίζουμε!.. Αλλά έχω τσουρούλια, θέλεις να σου φέρω;
–Ό,τι νάναι!… Πεινάω!… Κι αν έχεις λίγο λαθραίο καπινό, ας έχεις την ευχή μου!..
Χωρίς χρονοτριβή γύρισα στο σπίτι και παρά το σοβαρό κινητικό μου πρόβλημα είχα γίνει σχεδόν … Λούης από το φόβο μου!..
Παίρνω από την καλάθα λίγα τσουρούλια, δηλαδή ορισμένα κομμάτια από ψωμί που μένανε στο τραπέζι και δεν τα πετάγαμε για να τα δώσουμε στο σκύλο να τα φάει, βγάζω και λίγα φύλλα «καπινό» (ξεραμένα φύλλα καπνού, που απαγορευόταν να το πουλάς και λεγόταν «λαθραίο») και βγαίνω έξω να τα δώσω στον διακονιάρη!
Καθώς τον παρατηρούσα μού φαινόταν όλο και πιο … ανθρώπινος!.. Δεν είχε την όψη κακούργου, ληστή ή λωποδύτη, όπως τον είχε πλάσει η φαντασία των παιδικών μας χρόνων!… Ήταν ένας πραγματικός άνθρωπος!.. Αλήθεια, σας λέω!.. Άνθρωπος σαν κι εμάς!…
–Πάρε, μπάρμπα!.. Σε λίγο θα έρθει κι ο πατέρας μου!.. (Έτσι το είπα, περισσότερο για να τον … τρομοκρατήσω, παρά να τον καλοπιάσω!..).
–Πώς σε λένε; Μου λέει, βάζοντας τα ξεροκόμματα στο τσουβάλι του.
–Αγγελή!..
–Δεν έχεις κανά σπερνό (στάρι); ξαναλέει και βγάζει ένα μαχαίρι για να κόψει τον καπνό, ώστε να «στρίψει» τσιγάρο με κάτι παλιοεφημερίδες, που είχε πάνω του!
–Όχι!… Τώρα αλωνίζουμε!…
–Και το στάρι που έχετε γιατί το ρίχνετε στις κότες;
–Τις μαυλάμε (= μιμούμαστε τη φωνή τους) κι έρχονται να φάνε!
–Και γιατί δεν το δίνετε στους ανθρώπους;
–Το θέλουμε να φτιάξουμε ψωμί!
–Ναι, αλλά ούθε (= όπου) πηγαίνω, το στάρι το βλέπω στα μνημόσυνα και στις κηδείες! Γιατί δεν το δίνουν στους ζωντανούς ανθρώπους;
–Τι να σου πω, ρε μπάρμπα; Είμαι μικρός και δεν τα ξέρω αυτά!..
–Θέλεις να σου πω εγώ; είπε με πιο ασθενική φωνή, στρίβοντας το τσιγάρο του. Άκου: Το στάρι πρέπει να πέσει στο χώμα για να βλαστήσει! Έτσι και ο άνθρωπος πρέπει να μπει στη γη για ν’ αναστηθεί!..

–Κι οι διακονιάρηδες; Ρώτησα αφελέστατα!
–Και οι διακονιάρηδες, παιδί μου! Άνθρωποι είναι κι αυτοί, που πιστεύουν στο θεό και κάνουν το σταυρό τους όταν γλέπουν (=βλέπουν) εκκλησιά ή προσκυνητάρι!..
–Και γιατί δεν πάτε στις εκκλησίες;
–Μας διώχνουν οι άνθρωποι νομίζοντας ότι είμαστε κάτι κακό!… Είτε διακονιάρη βλέπουν είτε κακούργο νομίζουν πως είμαστε το ίγιο (=ίδιο) πράγμα!.. Αλλά το μυαλό τους είναι σκοτισμένο!.. Και πρέπει να ξαστερώσει το μυαλό τους για να δουν ότι έχουν να κάμουν μ’ ανθρώπους σαν κι αυτούς!.. Κι εμείς, για να γίνουμε διακονιάρηδες, κάτι κακό μας συνέβη, παιδί μου, στη ζωή μας!
–Εσένα τι σου συνέβη;
Ρούφηξε με δύναμη το «λαθραίο» και αφήνοντας ένα στεναγμό απάντησε όλο παράπονο και στενοχώρια :
–Είχα κι εγώ ένα παιδί σαν και σένα… Αλλά ήταν παράλυτο πολύ… Μια μέρα, όπως το συγύριζε η μάνα του, πέφτει η τσιμπλόλαμπα (= παλιά λάμπα που έκαιγε πετρέλαιο με φυτίλι) ! Άρπαξε φωτιά η κάμαρα, που ήταν γιομάτη ρίγανη και δεν προλάβαμε να κάνουμε τίποτε!.. Ούτε καμπάνα βάρεσε, ούτε ο κόσμος κατάλαβε τίποτε… Λαμπάδιασε ούλο (= όλο) το σπίτι!..
–Και οι …
Δεν πρόλαβα να ρωτήσω τι απέγιναν οι δικοί του άνθρωποι!.. Έριχνε σιγά-σιγά το τσουβάλι του στον ώμο και έφυγε με τα δάκρυα να τρέχουν ποτάμι από τα μάτια του!.. Μού έκανε απλά ένα νεύμα ότι «χάθηκαν»…
–Θα πάω κι εγώ σιγά-σιγά!.. Έγειρε πολύ ο ήλιος κι έχω μπόλικο δρόμο μπροστά μου!..
–Αντίο, του είπα και του έδειχνα τον δρόμο από πού να φύγει!…
Γύρισε, με κοίταξε με ένα μελαγχολικό χαμόγελο, χτύπησε με δύναμη το ραβδί του στο χώμα για να το αισθανθεί πιο στέρεο και έφυγε από την αυλή μου, ενώ το σακούλι που είχε στον ώμο του μία έγερνε δεξιά και μία αριστερά.
Εκείνη την ώρα θυμήθηκα μια παροιμία που μού έλεγε ο μακαρίτης ο πατεράκος μου: «Του διακονιάρη τσουρούλια δόστου, τους δρόμους τους γνωρίζει»!…
Όσο και να προσπαθούσα, βρε παιδιά, οι βόλοι δεν έμπαιναν με τίποτα στο γουβί τους!.. Με τίποτα!..

Με σεβασμό και τιμή
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΝ. ΣΑΚΚΕΤΟΣ

 

ΠΗΓΗ