Πηγή: avgi.gr |
Αν και η λογοκλοπή είναι μια πρακτική με βαθιές ρίζες στον χρόνο, η ευκολία των επιλογών copy- paste που παρέχει η τεχνολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών έχει απογειώσει τα τελευταία χρόνια την αντιγραφή και έχει ανοίξει νέους ορίζοντες δράσης. Από κοντά, το άφθονο περιεχόμενο που προσφέρει το Διαδίκτυο αποτελεί μια μεγάλη δεξαμενή για εκατομμύρια, δισεκατομμύρια copy- paste, που εκτοξεύουν την πρακτική της λογοκλοπής, χτίζουν καριέρες και γεμίζουν τσέπες. Ήδη σήμερα, στην ειδησεογραφία του ελληνικού Διαδικτύου οι αναπαραγωγές κειμένων είναι πολλαπλάσιες από τα πρωτότυπα δημοσιεύματα.
“Και ποιο είναι το πρόβλημα;” θα ρωτούσαν οι «ελευθεριακοί» της ενημέρωσης. Η είδηση, λένε οι ζηλωτές του laissez faire- laissez passer της ειδησεογραφίας (και των προϊόντων πολιτισμού γενικά), είναι κοινωνικό αγαθό και πρέπει να παρέχεται δωρεάν, άρα ο όρος «λογοκλοπή» δεν υφίσταται καν. Η είδηση πρέπει να κυκλοφορεί ελεύθερα.
Στον αντίποδα της αντίληψης αυτής βρίσκονται οι επιχειρήσεις που παράγουν ειδησεογραφία, ο Τύπος, η τηλεόραση, τα πρακτορεία ειδήσεων, οι μεγάλες ειδησεογραφικές ιστοσελίδες και οπωσδήποτε οι εργαζόμενοι, δημοσιογράφοι, αρθρογράφοι, φωτορεπόρτερ, εικονολήπτες. Γι’ αυτούς η είδηση είναι προϊόν εργασίας, το οποίο πωλείται προκειμένου να συνεχίσει να στηρίζει την παραγωγή του. Ο δημοσιογράφος εργάζεται και πληρώνεται από τον επιχειρηματία, ο επιχειρηματίας πληρώνει τον δημοσιογράφο από τα έσοδά του, κυρίως από τη διαφήμιση.
Τι συμβαίνει όμως όταν η διαφήμιση κατακερματίζεται και διαμοιράζεται σε εκατοντάδες, ενδεχομένως χιλιάδες ιστοσελίδες, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων αντιγράφει έτοιμο περιεχόμενο από άλλους; Όταν οι λίγοι χρηματοδοτικοί πόροι που έχουν απομείνει ενισχύουν ιστοσελίδες που συστηματικά παραγεμίζονται με copy-paste; Οι μεν λογοκλόποι βγαίνουν κερδισμένοι αφού με λίγο προσωπικό έχουν αναλογικά υψηλά έσοδα, ενώ όσοι επενδύουν στις πρωτογενείς ειδήσεις, δηλαδή σε υψηλού επιπέδου καλοπληρωμένο προσωπικό, στερούνται εσόδων και προχωρούν σε περικοπές. Οι οικονομικές δυσκολίες να ανταποκριθούν οι μεγάλοι ειδησεογραφικοί οργανισμοί διεθνώς στον ρόλο τους την τελευταία δεκαετία είναι γνωστές. Και οι επιπτώσεις επίσης: Μείωση των ανταποκριτών εκτός των εθνικών συνόρων, μείωση των ανταποκριτικών γραφείων στην περιφέρεια, εντατικοποίηση της εργασίας των δημοσιογράφων, στασιμότητα των αμοιβών κ.ο.κ. Η λογοκλοπή αποδυναμώνει την παραγωγή του λόγου και της είδησης.
Μια σημαντική διευκρίνηση: Η λογοκλοπή δεν αφορά στην κατανάλωση περιεχομένου για προσωπική χρήση, όπως π.χ. για ενημέρωση ή για ανάρτηση στα social media από ιδιώτες, ακόμα και ανάρτηση σε προσωπική ιστοσελίδα (blog). Η λογοκλοπή αφορά τον προσπορισμό περιεχομένου (copy- paste) και στη συνέχεια στη μεταπώλησή του σε διαφημιζόμενους. Αφορά το να βγάζεις λεφτά με τη δουλειά των άλλων.
Το Μητρώο On Line Media που ανακοίνωσε προ ημερών ο υπουργός Ψηφιακής πολιτικής Νίκος Παππάς και λειτουργεί στο πλαίσιο της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης – Επικοινωνίας υπόσχεται στις περίπου 200 εγγεγραμμένες επιχειρήσεις Διαδικτύου ειδικό λογισμικό το οποίο θα εντοπίζει τη λογοκλοπή. Όπως είπε ο γενικός γραμματέας Λευτέρης Κρέτσος, θα είναι έτοιμο στο επόμενο 6μηνο σε συνεργασία με τον ΟΣΔΕΛ, τον Οργανισμό Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου, ο οποίος διαχειρίζεται δικαιώματα για 4.500 δημιουργούς (συγγραφείς, δημοσιογράφους, μεταφραστές) και 600 εκδότες βιβλίων, εφημερίδων, περιοδικών. Οι επιχειρήσεις Διαδικτύου εύκολα θα εντοπίζουν τους συστηματικούς λογοκλόπους και θα μπορούν στη συνέχεια να κινηθούν δικαστικά.
Το ίδιο Μητρώο υπόσχεται επίσης ορθολογικότερη κατανομή της κρατικής διαφήμισης. Μόνο τα μέλη του Μητρώου θα έχουν πρόσβαση στην κρατική διαφήμιση, που σημαίνει ότι έχει καταγραφεί σε ποιον ανήκει το site, ποιος είναι ο εκδότης και ο διευθυντής του, πόσους εργαζόμενους απασχολεί και πώς. Το Μητρώο θα βοηθήσει στην εξυγίανση του χώρου του Διαδικτύου και αναμένεται να λειτουργήσει ως πυξίδα και για τη διαφήμιση ιδιωτικών φορέων.
Πηγή: avgi.gr |
Τη δική του πλατφόρμα για τον έλεγχο της λογοκλοπής έχει αναπτύξει το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ). Οι συνεχείς έλεγχοι το τελευταίο διάστημα έχουν δείξει ότι αποτελεί πάροχο του 80-90% της ειδησεογραφίας που κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο, καθώς καθημερινά παρέχει περί τις 800 πρωτογενείς ειδήσεις, περί τις 1.200 φωτογραφίες -εκ των οποίων 200 από την Ελλάδα και 1.000 απ’ όλο τον κόσμο- και περί τα 15- 20 βίντεο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των ερευνών του ΑΠΕ, τα 800 ημερήσια δημοσιεύματα αναπαράγονται στο 10πλάσιο κάθε μέρα από μη συνδρομητές του και στο 4πλάσιο από συνδρομητές, οι περισσότεροι ωστόσο από τους οποίους δεν αναφέρουν την πηγή (βλ. γράφημα). Ακόμα μεγαλύτερη είναι η αναπαραγωγή από τα δημοσιεύματα των websites του ΑΠΕ, καθώς αναπαράγονται κατά 20 ή και 30 φορές από μη συνδρομητές, ιδίως όσα αφορούν θέματα τουρισμού, Υγείας και Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Επιπλέον, έπειτα από έρευνα τριών εβδομάδων (20 Φεβρουαρίου- 6 Μαρτίου 2017) διαπιστώθηκε ότι 1.350 sites έχουν χρησιμοποιήσει άρθρα του ΑΠΕ. Επεξεργασία έγινε για τα 417. Από αυτά, στοιχεία επικοινωνίας βρέθηκαν για τα 193, «φόρμα επικοινωνίας» χωρίς άλλα στοιχεία βρέθηκε για τα 141, ενώ για 83 δεν έγινε δυνατό να βρεθεί οποιαδήποτε μορφή στοιχείων. Ορισμένα από αυτά βρέθηκε ότι έχουν έδρα στο Βέλγιο και στη Γερμανία.
«Η λογοκλοπή από μεγάλες ειδησεογραφικές πηγές πλήττει τις υγιείς επιχειρήσεις και σφετερίζεται τη δουλειά των δημοσιογράφων, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί προς όφελος των κάθε λογής αεριτζήδων, οι οποίοι λειτουργούν με συνθήκες γαλέρας» λέει στην «Αυγή» ο γενικός διευθυντής του ΑΠΕ Μιχάλης Ψύλλος.
Από αυτή την εβδομάδα, το ΑΠΕ θα ξεκινήσει επικοινωνία με sites που χρησιμοποιούν τις αναρτήσεις του προκειμένου να καταβάλλουν συνδρομή για την υπηρεσία που δεν πληρώνουν. Σε όσους αρνηθούν να καταβάλλουν συνδρομή ή δεν απαντήσουν στην πρόσκληση θα σταλεί δικαστικό έγγραφο. Για τους μη εντοπισμένους λογοκλόπους πραγματοποιείται ήδη έρευνα. Την όχληση του ΑΠΕ θα έχουν και οι συνδρομητές του προκειμένου να αναφέρουν την πηγή τους.
Σημειώνεται το ΑΠΕ παρέχει πακέτα συνδρομών που προσαρμόζονται ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε μέσου και με τιμές που κυμαίνονται από 100 ευρώ τον μήνα, έως το πλήρες πακέτο για τους μεγάλους πελάτες, περί τα 1.000 ευρώ τον μήνα.