ΕΛΛΗΝΙΚΑ χ ώ μ α τ α είναι κείνα που χιλιάδες χρόνια τώρα τα κατοικούν και τα δουλεύουν Έλληνες, εκείνα που μέσα τους είναι θαμένα τα κόκκαλα από χιλιάδες Ελληνικές γενεές.

Η ελεύθερη Ελλάδα, με τα νησιά, της και την Κρήτη, η Ήπειρο, η Μακεδονία, η Θράκη, ένα μέρος της Μικρασίας και όλα τα νησιά του Μαρμαρά και της Άσπρης Θάλασσας είναι ελληνικά χώματα.

Τα ελληνικά χώματα τα ορίζουν άλλα οι Έλληνες και άλλα οι Τούρκοι.

Οι Έλληνες ορίζουν τα λιγώτερα, δηλαδή την Ελλάδα και την Κρήτη. Και οι Τούρκοι όλα τ’ άλλα. Μόνο η Σάμο είναι μισοανεξάρτητη. Την Κύπρο την ορίζουν, μαζί με τον Τούρκο, οι Άγγλοι.

Γύρω τριγύρω στα ελληνικά χώματα ζούνε λογής άλλα έθνη.

Καθώς βλέπετε στο χάρτη , στα βορεινά κατοικούν οι Αρβανίτες, οι Σέρβοι και οι Μαυροβουνιώτες, οι Βούλγαροι και οι Ρωμάνοι. Πάνω από τη Μικρασία, στα βορεινά, κατοικούν οι Ρώσσοι, έπειτα χαμηλότερα οι Αρμεναίοι, οι Πέρσες και κάτω κάτω οι Άραβες.

Κοντά στα ελληνικά χώματα, πέρα από την Κέρκυρα, κατοικούν οι Ιταλοί, στη δική τους τη χερσόνησο.

Λοιπόν πολλοί λαοί βρίσκονται γύρω μας. Κ’ επειδή ξέρουν πως η Τουρκιά γρήγορα θα αποτραβηχτεί από την Ευρώπη, όλοι αυτοί οι γειτονικοί μας λαοί κοιτάζουν ποιος να πρωταρπάξει τους τόπους, που, φεύγοντας, θ’ αφήσουν οι Τούρκοι. Και οι τόποι αυτοί είναι η Ήπειρο, η Μακεδονία, η Θράκη, η Αλβανία και η Παλιά Σερβία. Από τους τόπους αυτούς οι τρεις πρώτοι, καθώς το είπαμε, είναι ελληνικοί. Πολλοί από τους γειτόνους μας λοιπόν έχουνε βάλει στο μάτι κ’ ελληνικά χώματα.

Οι πιο χειρότεροι μας εχθροί, δηλαδή οι πιο επικίνδυνοι, είναι οι Σ λ ά β ο ι. Και Σλάβοι είναι οι Ρώσσοι, Σέρβοι, Μαυροβουνιώτες, Βούλγαροι, και άλλοι, που κατοικούν μες στην Αυστρία. Αυτοί όλοι πασκίζουν να μας τυλίξουν από παντού, να μας ρημάξουν και να μας πνίξουν. Οι Ρ ώ σ σ ο ι, που έχουν και το μεγαλύτερο σλαβικό κράτος, μας έχουν στήσει φανερό πόλεμο. Μα και οι Α υ σ τ ρ ι α κ ο ί μας κατατρέχουν πιο κρυφά και πιο επιτήδεια. Και οι δυο τους βάζουν τους μικρότερους σλαβικούς λαούς, ― πότε τον ένα, πότε τον άλλο, (δηλαδή τους Σέρβους και Βουλγάρους), ― να μας χτυπούν, να μας βασανίζουν, να μας αδυνατίζουν, για ν’ αρπάξουν ευκολώτερα, μόλις παρουσιαστεί περίσταση, τα ελληνικά τα χώματα. Οι Αυστριακοί βάζουν κι άλλους (τους Αλβανούς, τους Εβραίους, τους Φραγκολεβαντίνους και τους Ρουμάνους). Οι Ρώσσοι πάλι κατεβαίνουν κι από την Ασία, για να μας περικυκλώσουν. Στον Άγιο Τάφο, στην Ιερουσαλήμ, έχουνε στρατόπεδο από καλογέρους και προσκυνητάδες, και όλο κι αγοράζουν τόπους, χτίζουνε μοναστήρια και προσκυνήματα. Και αλλού, όπου και νάβρουν, αγοράζουν τόπους και χτίζουνε μοναστήρια, στο Άγιον Όρος, κοντά στη Θεσσαλονίκη (Μακεδονία), στον Άγιο Στέφανο, κοντά στην Πόλη (Θράκη), στον Τσεσμέ, κοντά στη Σμύρνη, (Μικρασία). Τι τα θέλουν τα τόσα μοναστήρια οι άγιοι τούτοι άνθρωποι, ο Θεός το ξέρει. Μα πρέπει, να το ξέρουμε και μεις. Σκοπός των Ρώσσων είναι να πάρουν την Πόλη και τα Στενά, (Βόσπορο και Δαρδανέλλια.), να φτάσουν κι από την Ευρώπη κι από την Ασία ως στην Άσπρη Θάλασσα, και να μην αφήσουν το Ελληνικό το έθνος να μεγαλώσει.

Σ τ η Μ α κ ε δ ο ν ί α κ α ι σ τ η Θ ρ ά κ η είναι βαλμένοι οι Βούλγαροι, να μας σφάζουν και να μας ρημάζουν. Σκοτώνουν ανθρώπους, καιν αμπέλια, χωράφια, δέντρα, καταστρέφουν εκκλησιές και σκολειά, κάνουνε στάχτη χωριά ολάκερα. Τώρα, σ’ αυτά τα μέρη, γίνεται κ’ ένα άλλο κακό, που πρέπει κι αυτό να το ξέρουμε. Από τα μέρη της Ευρωπαϊκής Τουρκιάς οι Τούρκοι σιγά σιγά φεύγουνε κατά την Ασία, γιατί νοιώθουν πως σε λίγο δε θα μείνει πια ψωμί γι’ αυτούς στην Ευρώπη. Φεύγοντας, αφίνουν τα χωράφια και τα τσιφλίκια τους, και τα παίρνουν οι Σλάβοι. Αλλά, από τα ίδια μέρη, και δικοί μας φεύγουνε στην ξενιτιά για να μαζέψουν τους θησαυρούς του Κροίσου, που θα τους βρούνε τάχα εκεί, σκορπισμένους στους δρόμους. Τη θέση λοιπόν των δικών μας πάλε οι Σλάβοι τη παίρνουν, για οι Εβραίοι, γιατί και τούτοι αγοράζουνε μεγάλα τσιφλίκια και φέρνουν Σλάβους χωριάτες να τους τα οργώσουν. Το κατάλαβε η σλαβική προπαγάντα και σαν καλό της φάνηκε να κατεβαίνουν Σλάβοι στα νότια και να ζυγώνουν στην Άσπρη Θάλασσα, στη Θράκη και στη Μακεδονία, σε τόπους δηλαδή ελληνικούς, και ναγοράζουνε χτήματα. Αυτός είναι μεγάλος κίντυνος για το έθνος μας, για όσους έχουνε μάτια και βλέπουν. Γυρεύουν οι Σλάβοι σιγά σιγά να μας πάρουν το χ ώ μ α

Στην Ή π ε ι ρ ο και στη Μ α κ ε δ ο ν ί α μνήσκουν και κάμποσοι Ελληνόβλαχοι, σκόρπιοι σε διάφορες πολιτείες και χωριά. Αυτούς, με την αφορμή τάχα πως είναι συγγενείς τους, βάλθηκαν οι Ρουμάνοι να μας τους πάρουν και να τους κάμουν Ρουμάνους. Φωνάζουν οι κακόμοιροι οι Βλάχοι πως δεν είναι Ρουμάνοι, πως δε θέλουν να είναι άλλο παρά Έλληνες. Οι Ρουμάνοι, τίποτε. Με το ζόρι θα τους κάμουν δικούς τους. Τους Ρουμάνους σ’ αυτό τους το φέρσιμο τους υποστηρίζουν και άλλοι, οι Γερμανοί, οι Αυστριακοί και οι Τούρκοι, που γυρεύουν με κάθε τρόπο να μας αδυνατίσουν. ― Για την ίδια αιτία έχουνε βάλει οι Γερμανοαυστριακοί και τους Εβραίους να μας χτυπούν στη Μακεδονία, Αυτοί φυσικά, εμπορικός και τραπεζιτικός λαός, μας κάνουν συναγωνισμό μέσα σ’ όλη την Τουρκιά. Αυτούς λοιπόν ηύραν κ’ έκαμαν πλάτες τους οι ΓερμανοΑυστριακοί για να διαδώσουν το εμπόριο τους και τα προϊόντα τους, και σύγκαιρα να μας αδυνατίσουν εμάς.

Στην Α λ β α ν ί α κάθονται οι Αρβανίτες, συγγενικός μας λαός, που εχθρεύεται τους Σλάβους. Όμως κι αυτούς έχουνε φαρμακώσει οι Αυστριακοί εναντίο μας, και οι Ιταλοί το ίδιο, γιατί και οι δυο τους γυρεύουν να πάρουν την Αρβανιτιά. Μας βάζουν λοιπόν ζιζάνια και τρωγόμαστε με τους Αρβανίτες, τους κολακεύουν αυτούς, &τους& λεν πως είμαστε εχθροί τους και τους αναγκάζουν να μας κυνηγούν στην Ήπειρο για να μας αδυνατίσουν. Αλλά τους γέλασαν τους Αρβανίτες πως είμαστε εχθροί τους, πως δε θέλουμε να προκόψουν μήτε να φτιάσουν κι αυτοί το έθνος τους. Τους Αρβανίτες εμείς τους αγαπούμε, είναι αδέρφια μας και θέλουμε το καλό τους, και έχουμε, όπως κ’ εκείνοι, εχθρούς τους Σλάβους. Λοιπόν πάντα αδελφικά μαζί τους πρέπει να ζούμε, μαζύ να πολεμούμε τους Σλάβους….

Κοντά σ’ όλους αυτούς είναι και οι Τ ο ύ ρ κ ο ι. Ορίζουν ακόμα τους τόπους που τους έχουνε στο μάτι τα γειτονικά μικρά και μεγάλα έθνη. Μα οι Τούρκοι, είναι ξένοι καταχτητές, ήρθαν και θα φύγουν πάλι. Αυτοί τουλάχιστο δε θέλησαν ή δεν κατάφεραν ποτέ να πάρουν τη θρησκεία, τη γλώσσα, τον εθνισμό μας. Ενώ οι άλλοι λαοί που μας περιτριγυρίζουν και το θέλουν και το καταφέρνουν, Γι’ αυτό είναι και πιο επικίνδυνοι από τους Τούρκους. Αλλά οι Τούρκοι δεν ξέρουν να φυλάξουν το έθνος μας από τις επιβολές, των τριγυρινών εθνών. Και δυστυχώς οι Τούρκοι δεν ξέρουν ούτε να κυβερνήσουν δίκαια τους λαούς που κατάχτησαν, και γι’ αυτό όλοι όσοι έχουν να κάμουνε μαζί τους, έ ν α μονάχα γυρεύουν, πώς να τους ξεφορτωθούν μια ώρα αρχήτερα. Σεις οι σκλαβωμένοι Έλληνες, που σας ορίζουν οι Τούρκοι, ξέρετε πόσο δυνατή είναι η λαχτάρα σας για να ξεσκλαβωθήτε από τα χέρια τους.

Ούτε έγινε, ούτε και τώρα γίνεται ό,τι έπρεπε, για να ξεσκλαβωθούνε τα ελληνικά χώματα, και να ενωθεί όλη η Ελληνική φυλή, να κάμει ένα, μεγάλο, ελεύθερο και δυνατό Ελληνικό κράτος. Όπως είμαστε κομματιασμένοι, εμείς οι Έλληνες, μένουμε αδύνατοι, δε δουλεύουμε όλοι μαζί μ’ ένα σκοπό, δεν πολεμούμε όπως έπρεπε τους εχθούς μας. Κι όμως και καιρό είχαμε, και χρήματα δε μας λείψανε, για ν’ αγωνιστούμε, να καταφέρουμε την ένωσή μας. Θα πει πως δεν είμαστε αρκετά άνθρωποι, αρκετά ανεξάρτητοι, για να σηκώσουμε κεφάλι κατεπάνω στον Τούρκο. Κ’ έχουμε χρέος να γίνουμε άνθρωποι, γιατί γύρω μας είναι κίνδυνοι, που χρειάζονται άνθρωποι, δυνατοί, αληθινοί Έλληνες, για να τους νικήσουν.

Ας πάρουμε πρώτα εκείνους που έχουν και μπορούν να δώσουν χρήμα για το κοινό καλό. Απ’ αυτούς πολλοί είναι φιλάργυροι, δε δίνουν ποτέ τους τίποτε, ούτε για την ψυχή των αποθαμένων τους άλλοι σκορπούν τα χρήματά τους για δική τους διασκέδαση, ― άλλοι χαρίζουν χρήματα, (δωρεές και κληροδοτήματα) για το έθνος τάχα, ― άλλοι με τα χρήματά τους κάνουν επιχείρησες γεωργικές, εμπορικές, ναυτικές, βιομηχανικές, που δίνουνε δουλειά σε αναρίθμητα χέρια. Τα δυο τελευταία είδη είναι τα καλλίτερα. Ας κοιτάξουμε ως τόσο μια στιγμή εκείνους, που δίνουν για φιλάνθρωπα έργα. Τους κοστίζει να δίνουν και να μην ακούγεται τόνομά τους, και ίσως δίνουνε μόνο και μόνο για ν’ ακούγεται. Γι’ αυτό τους αρέσουν τόσο τα χτίρια που φαίνουνται σαν παντοτεινά κι αχάλαστα, και μπορεί κανείς να γράψει επάνω με χρυσά γράμματα τόνομά του.
Κάποτε δίνουν κι άμα τους τύχει κανένα δυστύχημα και γυρεύουν να βρούνε συχώρεση, γι’ αμαρτίες. Δε μας μέλει το πώς και γιατί δίνουν, φτάνει που δίνουν και δεν είναι σαν άλλους τσιγκούνηδες. Αλλά πρέπει άλλο να προσέχουμε, δηλαδή το π ο ύ δίνουμε τα χρήματά μας. Δυστυχώς οι πλούσιοί μας τα χρήματά τους τ’ αφίνουν οι περισσότεροι σε νοσοκομεία, και λένε πως τ’ αφίνουνε στο έθνος, σα νάταν το έθνος άρρωστο. Όπως πάμε, θα καταντήσουν τα νοσοκομεία του έθνους να έχουν τόσα κρεβάτια, όσα κρεβάτια χρειάζονται, για να μπει σε κρεβάτια όλο το έθνος, δηλαδή δέκα εκατομμύρια άνθρωποι. Και τότε πια θα ησυχάσουν οι πλούσιοι μας ή θα ξενιτευτούν, για να μπορέσουν και τάλλα έθνη να τ’ αρρωστήσουν και να τα χώσουν σε κρεβάτια μέσα. Αλήθεια η φιλανθρωπία μας τελειωμό δεν έχει!

Ως τόσο, απ’ αυτά που είπαμε παραπάνω, από τους κίνδυνους του έθνους, καταλαβαίνετε, πιστεύω, και μονάχοι σας, πού θα ήταν καλλίτερα να μαζεύουνταν και να πήγαιναν τα χρήματά μας. Για να το δήτε όμως πιο ξάστερα, σας τα βάζω κάτω ένα ένα τα έργα που μπορούν και πρέπει να γίνουν με τα χρήματά μας και με την ενέργειά μας….

Α’). Χρειάζεται ν’ αγοράζουμε τσιφλίκια στα υπόδουλα μέρη και να βάζουμε δικούς μας χωριάτες να τα δουλεύουν, να βγάζουν το ψωμί τους και να κερδίζουν κιόλας. Τα μέρη αυτά είναι πλούσια, γιατί και το χώμα είναι καλό, και δάση βρίσκουνται και βουνά, και νερά πολλά τρεχάμενα και στεκάμενα, κ’ έτσι μπορεί το χρήμα να βγάλει κι άλλες δουλειές στη μέση, χτηνοτροφία, βιομηχανία και μεταλλουργία, (χαλιά, υφάσματα μάλλινα και μεταξωτά, νήματα, τυριά, βουτύρατα, κρασιά, ψάρια, ζάχαρη, γυαλί, μάρμαρα κτλ.). Έτσι και τα χώματα τα Ελληνικά θα μένουνε σ’ ελληνικά χέρια, και ο λαός θα βρίσκει καλή δουλειά και θα γλυκαίνεται και θα μνήσκει στον τόπο του και θα πληθαίνει και θα πλουταίνει, χωρίς να πηγαίνει σε ξένους τόπους για νάβρει καλλίτερα.

Β’). Το ίδιο να κάνουμε και στο ελεύθερο βασίλειο. Να γίνουν μεγάλες επιχείρησες, γεωργικές, βιομηχανικές, εμπορικές, ναυτικές. Η Θεσσαλία μπορεί να θρέψει χιλιάδες ανθρώπους ακόμη. Έχει όμως ανάγκη από υδραυλικά έργα για να γίνει καλλίτερη και σιγουρότερη η καλλιέργεια και η εσοδιά. Είμαστε ναυτικό έθνος, και όμως μια ατμοπλοϊκή εταιρία της προκοπής για επιβάτες από την Αθήνα στην Πόλη, στη Θεσσαλονίκη και στη Σμύρνη δεν υπάρχει. Και μεταλλεία άπειρα έχει ο τόπος μας, και πόσα άλλα. Πρέπει να βρίσκει δουλειά ο λαός. Ο τόπος μας έχει να μας θρέψει, έννοια σας, φτάνει να ξέρουμε νανοίγουμε δουλειές, και τότε θα βρίσκουμε γλύκα στον τόπο μας.

Γ’). Σα θέλει κανείς και καλά να χτίσει χτίρια για να μείνει τ’ όνομά του αθάνατο, ας χτίσει στρατώνες και αποθήκες, υδραγωγεία, γεφύρια, ας φτειάσει δρόμους και σιδερόδρομους, ας ναυπηγήσει πολεμικά καράβια. Θα πείτε, γιατί να μη χτίσει και σκολειά; Μα γι’ αυτό θα μιλήσουμε αμέσως παρακάτω.

Δ’). Σκολειά στην Ελλάδα δε χρειαζόμαστε· έχουμε αρκετά, και δημοτικά, και γυμνάσια και πανεπιστήμιο. Τα γυμνάσια στην Ελλάδα είναι πάρα πολλά μάλιστα. Να ήταν τρόπος να έδιναν οι πλούσιοί μας χρήματα για να κλειστούνε μερικά. Γιατί τα γυμνάσια βγάζουν ανθρώπους όχι της δουλειάς, μα χασομέρηδες και ακαμάτες που γυρεύουνε θέσες. Κ’ οι τέτοιο άνθρωποι είναι ψώρα σ’ έναν τόπο. ― Και μολονότι το πανεπιστήμιο που έχομε, κι αυτό πολύ μας πέφτει, βρέθηκε κάποιος πλούσιος να μας φτειάσει και δεύτερο. Κρίμα στα χρήματα!

Σκολειά χρειαζόμαστε αλλού. Σκολειά ― όχι με χτίρια μεγαλόπρεπα, παρά απλά, παστρικά κι αερικά ― όχι γυμνάσια, παρά δημοτικά σκολειά, γι’ αγόρια και για κορίτσια και νηπιαγωγεία, ― όχι με πολλούς δασκάλους και δασκάλες, παρά μ’ ένα, δυο ή τρεις το πολύ, μα καλούς, καλοπληρωμένους, να αγαπούνε τα παιδιά και τη δουλειά τους, και να ξέρουνε τι περιμένει το έθνος απ’ αυτούς και από τα σκολειά του, ― τέτοια σκολειά χρειάζουνται στην Τουρκιά (στην Ανατολή και τη Ρούμελη) και μάλιστα εκεί που δε μιλούν ακόμα οι Έλληνες καλά τα ελληνικά, παρά ανακατώνουν και τούρκικα και σλαβικά.

Ε’). Χρήματα χρειάζεται και ο στρατός και ο στόλος. Να, λοιπόν πού μπορούσαν να πηγαίνουνε κάμποσα χρήματά μας. Γιατί, σημειώστε το καλά, δε μιλούμε μονάχα στους πλούσιους, μιλούμε σ’ όλους, και σε κείνους που μόνο μια δεκάρα μπορούν για το γενικό καλό να χαρίσουν το χρόνο. Όλοι μας έχουμε χρέος να βοηθήσουμε για ναγοράζονται και να δουλεύονται τσιφλίκια και χωράφια να γίνονται, σκολειά εκεί που χρειάζονται, να βρίσκεται πάντα έτοιμος και καλογυμνασμένος ο στρατός, να δουλεύεται το χώμα το Ελληνικό όσο μπορεί περισσότερο και καλλίτερα, και ούτε μια σπιθαμή γης να μη μείνει ανόργωτη.

Πλούτος δεν είναι το χρήμα. Πλούτος είναι η δ ο υ λ ε ι ά . Ποτέ δεν είμαστε φτωχοί, όσο μπορούμε και δουλεύουμε. Και πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να δουλεύουμε στον τόπο μας και να τον καλοδουλεύουμε τον τόπο μας σαν κάτι που το αγαπούμε περισσότερο από κάθε άλλο πράμα.

Πρέπει να καταλάβουμε, μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, πως το ξενίτεμα δεν είναι καλό πράμα, όσο έμεινε αδούλευτος ο τόπος μας και το έθνος μας δεν έγινε δυνατό και μεγάλο για να μπορεί να ζήσει δίχως τη βοήθεια όλων των παιδιών του. Μας χρειάζεται σιμά της η πατρίδα, να μας έχει στο χέρι. Δεν είναι σωστό να της ξεφεύγουμε. Έπειτα, καθώς είπαμε, τα ελληνικά τα χώματα μ π ο ρ ο ύ ν να μας θρέψουν, είναι λογής λογής, και τα περισσότερα πλουτοφόρα. Αντί να πηγαίνουμε στην Αμερική και στην Αφρική, μπορούμε, όσοι δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τη δουλειά στον τόπο μας, να πηγαίνουμε σ’ άλλους ελληνικούς τόπους κι όχι στη ξενιτιά. Όλη η ελληνική γη θέλει δούλεμα γερό. Της λείπουν τα χέρια, γιατί τα παιδιά της την αφίνουν και φεύγουν, και γιατί τα ελληνικά κεφάλαια μένουν τα περισσότερα νεκρά. Αν εξακολουθήσει να γίνεται αυτό, θάρθουνε σίγουρα, σήμερα αύριο, ξένοι να εκμεταλλευτούν τον τόπο μας. Κοιτάξετε, άρχισε να γίνεται αυτό που λέμε. Οι Γερμανοί με τα όλα τους, σαν ακρίδες, έπεσαν στη Μικρασία. Αφού οι ξένοι έρχονται να δουλέψουνε στον τόπο μας, θα πει πως ο τόπος μας έχει αξία, και πλούτο, και δουλειά, για να θρέψει πολλούς ανθρώπους.

Πρέπει να καταλάβουμε και τούτο· πως χρέος μας απαράβατο είναι να κάνουμε όλοι το στρατιωτικό μας, για να είμαστε γυμνασμένοι κ’ έτοιμοι για κάθε αγώνα, και προ πάντων για τον αγώνα που πρέπει ναρχίσει για την ένωση της φυλής.

Και τους φόρους έχουμε χρέος να τους πληρώνουμε ταχτικά, οι ελεύθεροι Έλληνες, όπως οι σκλαβωμένοι τις συνεισφορές τους για το στρατό και το στόλο.

Λέμε πως το έθνος μας είναι φτωχό και χρήματα δεν έχει για να πορεύεται και να κάμει και τους μεγάλους σκοπούς. Κι όμως το έθνος μας θα είναι πλούσιο, αν τα παιδιά του όλα είναι γερά και της δουλειάς, αν δε βαρυούνται τον κόπο, αν δουλεύουνε και κερδίζουν, αν κάνουν πρόθυμα το στρατιωτικό τους, και αν πληρώνουν τα δοσίματα που τους ζητεί το έθνος για να προκόψει κι αυτό το ίδιο και το κάθε άτομο.

Φτωχοί και πλούσιοι, μικροί και μεγάλοι, όλοι μας, αυτά να έχουμε στο νου, κι αυτά να τα κάνουμε πράξη, κ’ η προκοπή θαρθεί μονάχη της.  

ΠΗΓΗ