Άλλη μια ‘ιερή αγελάδα’ της νεοφιλελεύθερης χούντας που κανείς δεν επιτρέπεται ούτε καν να διανοηθεί να αμφισβητήσει
του system failure
Το Ελληνικό πείραμα διανύει ήδη τον έβδομο χρόνο του με την οικονομία ρημαγμένη και κανένα σημάδι ανάκαμψης στον ορίζοντα.
Εκτός από την απόλυτη αποτυχία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από την Τρόικα της καταστροφής, έχει ενδιαφέρον κανείς να εξετάσει και τον τρόπο που τα νεοφιλελεύθερα αφηγήματα έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την κοινή γνώμη, με αποτέλεσμα να καταλήγουν αναπόσπαστο κομμάτι ενός στρεβλού ορθολογισμού μέσα στις κοινωνίες. Η διαδικασία αυτή γίνεται με όχημα, κυρίως, την προπαγάνδα και την πλύση εγκεφάλου από τα ΜΜΕ και το πολιτικό κατεστημένο.
Ένα από τα κεντρικά κλισέ των φερέφωνων του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα και αλλού αφορά την απόλυτη αναγκαιότητα των ιδιωτών ‘επενδυτών’ για την ανάκαμψη της οικονομίας. Τα ιδιωτικά κυρίαρχα μίντια και το πολιτικό κατεστημένο κατάφεραν να πείσουν τον μέσο πολίτη (και όχι μόνο στην Ελλάδα), ότι η χώρα χρειάζεται αυτό που αποκαλούν ‘πολιτική σταθερότητα’ προκειμένου να προσελκύσει ‘επενδύσεις’ και άρα, να δημιουργηθούν χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας.
Η πραγματικότητα βέβαια είναι εντελώς διαφορετική. Τα πιο ισχυρά λόμπι των τραπεζιτών και των ιδιωτών ‘επενδυτών’ εντός και εκτός Ελλάδας, ουσιαστικά υπαγόρευσαν τα καταστροφικά μνημόνια που εφάρμοσαν οι Ελληνικές κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η Τρόικα αποτελεί απλά το μέσο με το οποίο τα επέβαλαν. Στον πραγματικό κόσμο, οι διάφοροι αποκαλούμενοι ‘επενδυτές’ δεν ενδιαφέρονται για μια υγιή οικονομία, ή για σταθερότητα. Και ασφαλώς, δεν ενδιαφέρονται για την ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας οποιασδήποτε χώρας. Το μόνο πράγμα που τους ενδιαφέρει είναι να βγάλουν λεφτά όσο το δυνατόν πιο εύκολα και πιο γρήγορα. Άρα, μια σχεδόν κατεστραμμένη οικονομία αποτελεί μεγάλη ευκαιρία για το σκοπό αυτό, επειδή μπορούν κυριολεκτικά να αρπάξουν δημόσια περιουσία με ελάχιστο κόστος.
Επιπλέον, τα μνημόνια της καταστροφής που υπέγραψε η χώρα, επιβάλουν την πλήρη διάλυση των εργατικών δικαιωμάτων, φοροαπαλλαγές για την ελίτ και φοροκαταιγίδες για τη μεσαία τάξη, ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας και καταστροφή του κράτους πρόνοιας. Αυτό που αποκαλούν οι φορείς του νεοφιλελευθερισμού ως ‘μεταρρυθμίσεις’. Με λίγα λόγια: περισσότερα κέρδη για τους ιδιώτες ‘επενδυτές’, περισσότερη καταστροφή για τους υπόλοιπους.
Άρα, όταν τα φερέφωνα του νεοφιλελευθερισμού μιλούν για ‘μεταρρυθμίσεις’ εννοούν όλα τα παραπάνω. Όταν μιλούν για ‘σταθερότητα’ εννοούν μια κυβέρνηση ‘φιλική’ στους ‘επενδυτές’ έτοιμη να ξεπουλήσει τη χώρα. Αυτός είναι ο λόγος που η Τρόικα θέλει να αντικαταστήσει τον Τσίπρα με τον απόλυτα αφοσιωμένο στην νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και ιδεολογικά ομογάλακτο με Μέρκελ και Σόιμπλε, Κυριάκο Μητσοτάκη,
Για την ώρα, βέβαια, η Τρόικα ελέγχει πλήρως τον Τσίπρα και την κυβέρνησή του. Τον ανάγκασε να υπογράψει νέο μνημόνιο, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, έστω και αν χρειάστηκε ένα οικονομικό πραξικόπημα από την ΕΚΤ και τον Ντράγκι. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμα μερικά πράγματα, όσον αφορά τον Τσίπρα, που δεν αρέσουν στους ‘επενδυτές’ που ελέγχουν την Τρόικα. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι κάνει κάποιες προσπάθειες για να ανοίξει τις υποθέσεις προηγούμενων μεγάλων σκανδάλων που σχετίζονται με το μεταπολιτευτικό κατεστημένο στο οποίο ανήκει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Στους ‘επενδυτές’ δεν αρέσουν τέτοια πράγματα. Θέλουν διεφθαρμένες κυβερνήσεις, όπως αυτές πριν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που να μπορούν εύκολα να εξαγοράσουν με διάφορες μίζες.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που δεν αρέσει στους ‘επενδυτές’ όσον αφορά τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ: πιστεύουν ακόμα ότι η οικονομία μπορεί να σταθεί ξανά στα πόδια της μέσω των δημοσίων επενδύσεων. Φυσικά, ο Ντράγκι ποτέ δεν θα επέτρεπε στην Ελλάδα την πρόσβαση στην ποσοτική του χαλάρωση με την κυβέρνηση Τσίπρα στην εξουσία, ακριβώς επειδή υπάρχει ο ‘κίνδυνος’ να χρησιμοποιηθούν τα λεφτά για δημόσιες επενδύσεις. Αν επιτρέπονταν στην Ελληνική κυβέρνηση να ανασάνει μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης, ή μέσα από άλλους Ευρωπαϊκούς πόρους που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ανάσταση της οικονομίας μέσα από δημόσιες επενδύσεις, θα ήταν η αρχή του τέλους για το βάρβαρο νεοφιλελεύθερο πείραμα και άρα μια μεγάλη ήττα για τα λόμπι των τραπεζιτών και των μεγάλων εταιριών. Άλλες χώρες που επίσης υποφέρουν κάτω από τον ζυγό της σκληρής λιτότητας και των μνημονίων θα ήθελαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Ελλάδας αντί να παρακαλάνε τους ιδιώτες ‘επενδυτές’, τις ιερές αγελάδες των απανταχού νεοφιλελέδων, να έρθουν για να τις σώσουν.
Αυτός είναι άλλωστε και ένας βασικός λόγος που η Ελλάδα κρατείται φυλακισμένη μέσα στην σαδο-μονεταριστική φυλακή του ευρώ. Με εθνικό νόμισμα και με κεντρική τράπεζα υπό πλήρη δημόσιο έλεγχο, η Ελλάδα δεν θα φοβόταν κάποιο νέο οικονομικό πραξικόπημα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που θα απειλούσε την οικονομία με ξαφνικό θάνατο και ολοκληρωτική καταστροφή. Η χώρα θα μπορούσε να κατευθύνει τη χρηματοδότηση σε δημόσιες επενδύσεις που θα μπορούσαν να επανεκκινήσουν την Ελληνική οικονομία.
Ένα παράδειγμα του πως οι δημόσιες επενδύσεις βοήθησαν μια χώρα να ανακάμψει μετά από μια μεγάλη οικονομική κρίση, μπορούμε να δούμε στην Αμερική της δεκαετίας του 30.
Τη δεκαετία του 20, υπήρξε μια άνευ προηγουμένου καταναλωτική έξαρση και μια τάση για κυνήγι εύκολου χρήματος. Κάτι παρόμοιο συνέβη στη Δύση γενικότερα, ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 90 και έπειτα. Το μεγάλο κραχ του 29 και η εξαθλίωση που επέφερε σε εκατομμύρια ανθρώπους, ήταν ουσιαστικά μια μεγάλη νίκη των μεγαλοτραπεζιτών και των κερδοσκόπων που έκαναν χρυσές δουλειές πάνω στο “πτώμα” της τότε μεσαίας τάξης και έτσι, η κυβέρνηση Ρούσβελτ αναγκάστηκε να στραφεί στο Κεϋνσιανό οικονομικό μοντέλο, όπου η οικονομία θα μπορούσε να επαναεκκινηθεί με κεντρικό μοχλό το κράτος.
Ο προκάτοχος του Ρούσβελτ και πρόεδρος των ΗΠΑ κατά την μεγάλη οικονομική κρίση του 29, Χέρμπερτ Χούβερ, του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, δεν πίστευε στο κράτος πρόνοιας, αλλά στην λιτότητα και τη δημοσιονομική πειθαρχία. Είναι μια αντίληψη που επιβάλει σήμερα η κυβέρνηση Μέρκελ στην ευρωζώνη, σε αντίθεση με την Αμερικανική κυβέρνηση που, παραδοσιακά, ιδιαίτερα επί προεδρίας Δημοκρατικών προέδρων, δίνει βάρος στην ανάπτυξη και την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Όμως, η ολοκληρωτική επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, αλλάζει ραγδαία τις πολιτικές που εφαρμόζονται σήμερα στον Δυτικό κόσμο.
Ο Ρούσβελτ εφάρμοσε μια επιθετική πολιτική κρατικών επενδύσεων, προκειμένου να επανεκκινήσει την οικονομία και να καταπολεμήσει την ανεργία που είχε φτάσει σε εφιαλτικά επίπεδα μετά το μεγάλο κραχ του 29. Επιπλέον, δημιούργησε νέες υποδομές που ωφέλησαν με πολλούς τρόπους την Αμερικανική κοινωνία. Ένα μόνο παράδειγμα, αποτελεί η κρατική εταιρίαTennessee Valley Authority (TVA) που δημιουργήθηκε τον Μάιο του 1933, προκειμένου να κατασκευαστούν, μεταξύ άλλων, αντιπλημμυρικά έργα και φράγματα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και να δοθεί ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη της κοιλάδας του Τενεσί, μια περιοχή που είχε πληγεί ιδιαίτερα από την οικονομική κρίση. Οι ιδιωτικές εταιρίες ήταν ιδιαίτερα δυσαρεστημένες που αποκλείστηκαν από το πρόγραμμα και έχασαν την ευκαιρία για μεγάλα κέρδη.
Ο Ρούσβελτ αντιμετώπισε κριτικές από όλο το πολιτικό φάσμα. Η Αμερικανική οικονομική ελίτ τον κατέκρινε επειδή δεν ήθελε να επιβαρυνθεί με επιπλέον φόρους για την υλοποίηση του “Νιου Ντιλ”. Ακόμα και το ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ κινήθηκε εναντίον του, θεωρώντας ότι πολλές νομοθετικές ρυθμίσεις του “Νιου Ντιλ” ήταν αντισυνταγματικές. Η προπαγάνδα που εξαπέλυσε η οικονομική ελίτ, επιχείρησε να βαφτίσει τις πολιτικές του “Νιου Ντιλ” Σοσιαλιστικές ή ακόμα και Κομμουνιστικές, κάτι που γίνεται και σήμερα στην Αμερική αλλά και στην Ελλάδα πλέον.
Ένα απόσπασμα από ομιλία του Ρούσβελτ είναι χαρακτηριστικό: “Μερικοί άτολμοι άνθρωποι που φοβούνται την πρόοδο, θα προσπαθήσουν να δώσουν παράξενα ονόματα σε αυτό που κάνουμε. Μερικές φορές θα το αποκαλέσουν “Φασισμό”, άλλες φορές “Κομμουνισμό”, άλλες φορές “αυστηρή ρύθμιση”, άλλες φορές “Σοσιαλισμό”. Όμως, με αυτό τον τρόπο, προσπαθούν να κάνουν ιδιαίτερα περίπλοκο και θεωρητικό, κάτι το οποίο είναι πραγματικά πολύ απλό και πολύ πρακτικό.”
Παρά τις όποιες ατέλειες, το “Νιου Ντιλ” του Ρούσβελτ δημιούργησε εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας και νέες υποδομές προς όφελος όλων των Αμερικανών πολιτών, έδωσε ανάσα και ώθηση σε τομείς όπως η γεωργία, ενίσχυσε την κοινωνική ασφάλιση και ανόρθωσε γενικότερα την οικονομία. Η απάντηση του Ρούσβελτ, “φυσικά και ξοδεύουμε λεφτά”, στους επικριτές του, αποτύπωνε την αντίληψη της κυβέρνησης του, ότι προέχει πάνω από όλα η ευημερία και η ανακούφιση του λαού και όχι η αυστηρή λιτότητα για χάρη των οικονομικών δεικτών. Πραγματικά, ενώ το 1933 το δημόσιο χρέος ήταν στο 20% του ΑΕΠ, μέχρι το 1936 το ποσοστό αυτό σχεδόν διπλασιάστηκε, αλλά αυτό που ένοιαζε τον Ρούσβελτ ήταν να ανακουφίσει τους Αμερικανούς πολίτες και να τους δώσει ελπίδα και προοπτική.
Τα ίδια αφηγήματα χρησιμοποιούνται σήμερα στην Ελλάδα από το τραπεζομιντιακό κατεστημένο. Όποιος τολμήσει να μιλήσει για δημόσιες επενδύσεις δαιμονοποιείται αυτόματα ως ‘αναχρονιστικός’ ή ακόμα και ‘Κομμουνιστής’. Η μεγάλη ειρωνεία στην Ελληνική περίπτωση, είναι ότι η λιτότητα δεν κατάφερε ούτε το δημόσιο χρέος να μειώσει. Το αντίθετο, το χρέος έχει φτάσει στο 180% του ΑΕΠ σε σύγκριση με το 120% του ΑΕΠ όταν ξέσπασε η κρίση.
Και η τραγική ειρωνεία είναι ότι, παρά την απόλυτη αποτυχία, το νεοφιλελεύθερο κατεστημένο κατάφερε να πετύχει μια μαζική πλύση εγκεφάλου όσον αφορά τις ‘ιδιωτικές’ επενδύσεις. Στο μυαλό του μέσου Έλληνα, οι ιδιωτικές ‘επενδύσεις’ είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η οικονομία θα μπορούσε να ανακάμψει. Η αντίληψη αυτή είναι τόσο βαθιά ριζωμένη, που θεωρείται σχεδόν κοινή λογική. Με τον τρόπο αυτό, το βάρβαρο σύστημα καταστρέφει τη μεσαία τάξη έχοντας εξασφαλίσει όχι απλά την ανοχή της, αλλά ακόμα και την συγκατάθεσή της.
Η μεσαία τάξη περιμένει μάταια τους ιδιώτες ‘επενδυτές’ ως ‘μεσσίες’ που θα προσφέρουν πραγματική λύση στο αδιέξοδο. Δεν πρόκειται να συμβεί. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα προσφέρουν λίγες θέσεις εργασίας κάτω από συνθήκες δουλείας στους ελάχιστους που θα επικρατήσουν μετά από έναν λυσσαλέο αγώνα στην βάρβαρη αρένα του ανταγωνισμού …