του Μιχάλη Γκουντή
Υπάρχουν τρεις τρόποι για να ορίσουμε ποιες πράξεις αποτελούν και έγκλημα. Πρώτον, μία πράξη που κατευθύνεται προς άτομο ή ιδιοκτησία άνευ της συγκατάθεσης του, θεωρείται επίθεση (κλοπή, ληστεία, βιασμός κοκ), άρα και έγκλημα. Κριτήριο δηλαδή αποτελεί η έλλειψη συγκατάθεσης. Δεύτερον, έχουμε την απάτη. Υπάρχει μεν συγκατάθεση κατά τη διάρκεια μίας συναλλαγής, αλλά εκ των υστέρων προκύπτει ότι η συμφωνία δεν τηρήθηκε κατά γράμμα (για παράδειγμα παρήγγειλα κινητό και μου στείλανε πέτρα).
Ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα σε αυτά έχει να κάνει με την παραβίαση συμφωνίας από κάποιο από τα δύο μέλη: στην πρώτη περίπτωση δεν υπάρχει αναγνώριση των δικαιωμάτων από την μία πλευρά προς την άλλη και στη δεύτερη η συμφωνία που έγινε εκ των προτέρων δεκτή εκατέρωθεν δεν τηρήθηκε εκ των υστέρων. Και στις δύο περιπτώσεις υπήρχε εμφανώς κάποιο θύμα του οποίου τα δικαιώματα παραβιάστηκαν.
Ο τρίτος τρόπος αφορά τον ορισμό του εγκλήματος δια αναγγελίας. Το κράτος, ο βασιλιάς ή ο εκάστοτε άρχων που μονοπωλεί την απονομή δικαιοσύνης σε κάποια γεωγραφική περιοχή ορίζει αυθαίρετα τι εστί έγκλημα. Απαγορεύεται να γίνεται το Χ, το Ψ το Ζ κοκ. Μπορεί όντως να απαγορεύονται γνήσια εγκλήματα (φόνος, κλοπή κοκ) αλλά αναπόφευκτα, πράξεις που δεν έχουν θύμα αναγκαστικά θα θεωρηθούν και αυτές έγκλημα, ανάλογα με το αν εξυπηρετούν τους σκοπούς της άρχουσας τάξης.
Η φορολογία, εάν πραγματοποιούνταν από κάποιο πρόσωπο πέραν του κρατικού λειτουργού, θα ήταν ξεκάθαρα μία περίπτωση κλοπής. Παραδόξως, χρειάζεται απλά η πεποίθηση ότι το κράτος είναι μία δικαιολογημένη ηθικά οντότητα για να αρθεί αυτός ο χαρακτηρισμός από την πράξη της φορολογίας. Θα ήταν πραγματικά ενδιαφέρον, αν καταφέρναμε να δημιουργήσουμε την πεποίθηση ότι η κλοπή ήταν ηθική, να παρατηρούσαμε την ασυλία την οποία θα απολάμβαναν οι κλέφτες και οι διαρρήκτες σε μία τέτοια κοινωνία. Κάτι τέτοιο όμως είναι πολύ δύσκολο να συμβεί καθώς οι μεμονωμένοι εγκληματίες δεν έχουν τον ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους στη διάθεσή τους, ούτε μεγάλο αριθμό διανοουμένων υπέρ τους.
Η φορολογία όμως, αν αφαιρέσουμε την κρατική υποστήριξή της, είναι ενδεικτικό παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης επειδή πραγματοποιείται με την απειλή βίας και της δεύτερης περίπτωσης επειδή οι υπηρεσίες που υπόσχονται έναντι δεν δίνονται ποτέ από πλευράς του κράτους. Επομένως, η φορολογία δεν αποτελεί επισήμως έγκλημα απλά και μόνο επειδή υπάγεται και στην τρίτη κατηγορία: έχει οριστεί δια αναγγελίας από την μονοπωλιακή αρχή δικαιοσύνης ότι δεν είναι έγκλημα. Δεν υπάρχει κάποια άλλη δικαιολόγηση γι’ αυτό.
Οι φορολογούμενοι δεν υπογράφουν καμία σύμβαση όπου συμφωνούν να καταβάλουν τους κρατικούς φόρους για «παρασχεθείσες υπηρεσίες». Η συγκατάθεση δεν απαιτείται. Σε θέματα φορολογίας, κάποιος παραδίδει χρήματα στο κράτος ή το κράτος ρίχνει τον φοροφυγά σε ένα κλουβί. Η φορολογία δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη βίαιη απαλλοτρίωση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας προς το κράτος. Επιπλέον, μέσω της φορολογίας, το Δημόσιο διεκδικεί νόμιμη κυριότητα επί της περιουσίας κάθε δυνητικού φορολογουμένου. Αν το πάρουμε αυτό στα λογικά του άκρα, η φορολογία είναι μία άλλη μορφή ληστείας και η φοροδιαφυγή απλά αντίσταση στην κλοπή.
Ένα πραγματικό έγκλημα υποδηλώνει θύμα. Ωστόσο, για να υπάρξει έγκλημα, πρέπει να παραβιάζονται σκόπιμα τα δικαιώματα ιδιοκτησίας άλλου προσώπου ή προσώπων. Όσον αφορά τη φορολογία, η φοροδιαφυγή δεν είναι το έγκλημα, η φορολογία είναι. Αν καλέσετε μια τράπεζα και ενημερώσετε ότι θα κλέψουν την τράπεζα την επόμενη μέρα, θα ήταν λογικό η τράπεζα να μεταφέρει τα χρήματά της αλλού. Με τον ίδιο τρόπο, είναι λογικό για έναν ιδιοκτήτη ακινήτου να μεταφέρει τα χρήματά του σε χώρες με χαμηλότερους φόρους, ώστε να αποφύγει τους καταπιεστικά υψηλότερους φόρους που βιώνουμε στην Ελλάδα.
Όταν κάποιος καταδικαστεί για φοροδιαφυγή, το κράτος τιμωρεί ένα άτομο διότι ενεργεί με βάση το δικό του συμφέρον. Το κράτος τιμωρεί ένα άτομο για την προστασία της ιδιοκτησίας του από κλοπή. Ενώ η κρατική ελίτ μπορεί να έχει κηρύξει εγκληματική τη φοροδιαφυγή, είναι μόνο μέσω ανθρωπογενών νομοθεσιών που παραβιάζει εγγενώς τα φυσικά δικαιώματα κάθε αυτόκτητου προσώπου.
Κάποιος εδώ θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο φοροφυγάς θυματοποιεί τους ανθρώπους εκείνους που λαμβάνουν κάποιες κρατικές υπηρεσίες με τα χρήματα αυτά (π.χ. πρόνοια). Το πρόβλημα με αυτή τη θέση είναι ότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ένας τίτλος ιδιοκτησίας έναντι των χρημάτων κάποιου άλλου ανθρώπου. Ο αποδέκτης της κρατικής πρόνοιας δεν έχει, με άλλα λόγια, δικαίωμα στην δικαίως αποκτηθείσα περιουσία άλλων ατόμων. Εάν αυτό ίσχυε, και το κράτος όριζε το ποσοστό που κάποιος δικαιούται από την ιδιοκτησία κάποιου άλλου, τότε όλα είναι πιθανά. Δυνητικά, θα μπορούσαμε να ξεγράψουμε εντελώς την πιθανότητα να υπάρχει καν ιδιοκτησία.
Συμπερασματικά, η φοροδιαφυγή είναι το απλό «έγκλημα» της προσπάθειας να κρατήσετε τους κόπους της εργασίας σας. Ο μόνος τρόπος αποδοχής της νομιμότητας μιας τέτοιας κατηγορίας είναι η αποδοχή της νομιμότητας ενός μονοπωλίου βίας που κλέβει συστηματικά την ιδιοκτησία του κόσμου. Όσοι καταδικάζονται για φοροδιαφυγή δεν πρέπει να θεωρούνται απατεώνες. Αντίθετα, θα πρέπει να θεωρούνται θύματα του παντοδύναμου κράτους.